Photobucket

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Πειρατικο Γλέντι

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Kεφαλονίτης του... Bανκούβερ


H ζωή του σηματοδότησε την απαρχή της ελληνικής παρουσίας στη δυτικότερη επαρχία του Kαναδά
Το 1550 ο Ιωάννης Φωκάς ξεκίνησε από την Κεφαλονιά, με μοναδικό σκοπό να αποφύγει τη φτώχεια από την οποία υπέφεραν οι περισσότεροι συγχωριανοί του.
Γόνος παλιάς οικογένειας ευγενών του Βυζαντίου, βρέθηκε από τα βενετσιάνικα καράβια στις αποστολές των Ισπανών θαλασσοπόρων-εξερευνητών του Νέου Κόσμου. Μέσα σε λίγα χρόνια μετατράπηκε σε εξερευνητή-θρύλο που συνέδεσε το όνομά του με μιαν από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στην αμερικανική ήπειρο.
Τη ζωή του Φωκά, που σηματοδότησε την απαρχή της παρουσίας των Ελλήνων στη Βρετανική Κολομβία - τη δυτικότερη επαρχία του Καναδά.
Γεννήθηκε στο Βαλεριάνο της Κεφαλονιάς το 1530. Από μικρή ηλικία βρέθηκε στη Βενετία να κάνει τον ναύτη σε βενετσιάνικες γαλέρες. Προτού συμπληρώσει τα 20 του χρόνια παράτησε τη Γαληνοτάτη και πήγε να υπηρετήσει στα ισπανικά ιστιοφόρα. Ο Φωκάς μετονομάζεται, σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, σε Χουάν ντε Φούκα, όνομα με το οποίο θα μείνει και γνωστός στην Ιστορία.

Το 1556 διέσχισε πρώτη φορά τον ωκεανό και βρέθηκε στις Δυτικές Ινδίες. Οι ναυτικές του γνώσεις γρήγορα τον έκαναν διάσημο και ο βασιλιάς της Ισπανίας τον προήγαγε - στις 29 Οκτωβρίου 1561- σε πλοηγό. Ο πλοηγός ήταν ο συμβουλάτορας του καπετάνιου, ο υπεύθυνος για τις τεχνικές λεπτομέρειες του ταξιδιού, για τη ναυσιπλοΐα.

«Ένα χρόνο νωρίτερα ήδη είχε γίνει πλοίαρχος του Βασιλικού Ισπανικού Ναυτικού έχοντας κυρίως την ευθύνη πλοίων που εκτελούσαν δρομολόγια μεταξύ Ισπανίας και Μεξικού. Στη δεκαετία 1570 - 1580 πραγματοποιεί ταξίδια μεταξύ Περού και Χιλής, ενώ μεταξύ των ετών 1588 και 1594 βρίσκεται σχεδόν μόνιμα στο Μεξικό», λέει η βιογράφος του Ευρυδίκη Λειβαδά-Ντούκα που έχει μελετήσει τη ζωή του Έλληνα θαλασσοπόρου.

Έπεσε θύμα του Ντρέικ

Την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 1578 ο Φωκάς είχε μιαν από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής του καθώς έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια του διαβόητου Άγγλου κουρσάρου Φράνσις Ντρέικ. Ο Φωκάς ήταν πλοηγός του «Capitana / Los Reyes», που βρισκόταν στο Βαλπαραΐζο της Χιλής. Ο Ντρέικ κατάφερε να αιχμαλωτίσει το ισπανικό πλοίο που μετέφερε χρυσό, ξυλεία, κρασιά, αλεύρι, μπέικον και λαρδί, και πλήρωμα 15 ή 16 Ισπανούς και νέγρους. Ο αγαπημένος κουρσάρος της βασίλισσας Ελισάβετ λαφυραγώγησε το πλοίο που περιείχε 1.770 δοχεία με κρασί, αρκετά τρόφιμα, 24.000 πέσος και πήρε τον Φωκά αιχμάλωτο για να οδηγήσει το δικό του πλοίο κατά μήκος των ακτών της Χιλής και για να αποσπάσει από αυτόν μυστικά. Στις 26 Φεβρουαρίου 1579 ο Φωκάς αφέθηκε ελεύθερος στο λιμάνι Callao του Περού.

H δεύτερη φορά που έπεσε θύμα πειρατών ο Φωκάς ήταν το 1588 όταν επέστρεφε από τις Φιλιππίνες και την Κίνα με το γαλεόνι «Santa Anna». Δράστης ήταν ο Άγγλος κουρσάρος Τόμας Κάβεντις που λήστεψε τον Φωκά έξω από την ακτή Cabo San Lucas. Του πήρε το πλοίο και 60.000 δουκάτα. Τότε ήταν που ο αντιβασιλέας της Νέας Ισπανίας τού πρότεινε την ανακάλυψη - και την οχύρωση - του βόρειου θαλασσίου περάσματος, την εξερεύνηση δηλαδή της θαλάσσιας διόδου μεταξύ του Ειρηνικού και του Ατλαντικού.

Με την υποστήριξη του αντιβασιλέα της Ισπανίας ξεκίνησε το ταξίδι το 1592 από το Ακαπούλκο, μόνο με δύο πλοία. Περιέπλευσε δυτικά το Μεξικό και στη συνέχεια τις ακτές της Καλιφόρνιας. Κατευθύνθηκε βορειοανατολικά για 20 ημέρες μέχρι που παρατήρησε ότι οι γηγενείς ήταν πολυάριθμοι και ντυμένοι με δέρματα ζώων, ενώ το έδαφος φαινόταν εύφορο. Ήταν το στενό που χωρίζει το Βανκούβερ από την αμερικανική ήπειρο, που αργότερα αποκλήθηκε Στενό Χουάν ντε Φούκα. Ο Φωκάς με το πλήρωμά του επέστρεψαν στη Νέα Ισπανία όπου έγιναν δεκτοί με μεγάλες τιμές καθώς μίλησαν για μια γη γεμάτη χρυσάφι και πλούτο. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Κεφαλονίτης ναυτικός παρέμεινε στο Μεξικό περιμένοντας από τον αντιβασιλέα να του δώσει τα ανταλλάγματα που του είχε υποσχεθεί. Όταν κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής του στην Ισπανία και ζήτησε την πληρωμή του από τον ίδιο τον βασιλιά Φίλιππο B', χωρίς όμως τύχη. Ήταν η εποχή όμως που η Ισπανία είχε πτωχεύσει και αδυνατούσε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της.

Ο δρόμος της επιστροφής

Ο 66χρονος Φωκάς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και την Ισπανία και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής στην Κεφαλονιά. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τής επιστροφής βρέθηκε μέσω του Λιβόρνου και της Φλωρεντίας στη Βενετία όπου συνάντησε τον ξεπεσμένο οικονομικά Βρετανό ευγενή Μάικλ Λοκ και του διηγήθηκε την ιστορία του.

Απογοητευμένος από τη στάση των Ισπανών ο Φωκάς ζήτησε από τον Λοκ να μεσολαβήσει για λογαριασμό του στους Άγγλους προκειμένου να οδηγήσει βρετανικά πλοία στα στενά. Ο Λοκ πίστεψε απόλυτα τον Φωκά - και πίεσε για να γίνει δεκτό το αίτημά του. Επί 6 χρόνια οι δύο άνδρες αλληλογραφούσαν συχνά αλλά ο Λοκ δεν μπορούσε να βρει τα χρήματα που απαιτούσε η αποστολή. Το 1602 ο Άγγλος ευγενής βρήκε τελικά τα χρήματα αλλά ο Φωκάς πέθανε, λίγο προτού φτάσει το χαρμόσυνο νέο στην Κεφαλονιά.


H δικαίωση ήρθε από τη Ρωσική Ακαδημία των Επιστημών

H ΔΙΚΑΙΩΣΗ του Φωκά ήλθε το 1725. Το περίεργο είναι ότι δεν τον δικαίωσαν οι Ισπανοί, ούτε οι Άγγλοι, αλλά η... Ρωσική Ακαδημία των Επιστημών. H Ρωσία τότε ενεπλάκη γιατί ολόκληρη η περιοχή, τα σημερινά σύνορα Καναδά - Αλάσκας και Δυτικής Αμερικής, ήταν διαφιλονικούμενη ζώνη που τη διεκδικούσαν Ρώσοι και Ισπανοί. Έτσι, τιμώντας τον Κεφαλονίτη θαλασσοπόρο, η Ακαδημία έδωσε το όνομά του στο στενό που χωρίζει το Βανκούβερ από την απέναντι ηπειρωτική ακτή της σημερινής Πολιτείας της Ουάσιγκτον: Στενό Χουάν ντε Φούκα.

Αργότερα το όνομά του δόθηκε σε αμερικανική πόλη ενώ οι γεωλόγοι ονόμασαν την πλάκα που βρίσκεται μεταξύ της βορειοαμερικανικής και της πλάκας του Ειρηνικού Πλάκα Χουάν ντε Φούκα. Αυτή μάλιστα ευθύνεται για τον μεγάλο σεισμό που το 1700 έπληξε την περιοχή. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στην ίδια περιοχή εξεδόθη εφημερίδα με τον τίτλο «San de Fucan», ενώ το όνομα το έχουν δανειστεί κατά καιρούς αρκετές επιχειρήσεις της περιοχής...

Το γεννησιμιό μιας πολιτείας - πρωτεύουσας Αργοστόλι


A. Το γεννησιμιό μιας πολιτείας - πρωτεύουσας

Με την οριστική κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Ενετούς ορίζεται ως κέντρο διοίκησης του νησιού το παλιό Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στη Λειβαθώ. Από τις πρώτες κινήσεις για σταθερότητα και εδραίωση όσο και ασφάλεια των κατακτητών ήταν να αποκτήσουν κέντρο διοίκησης και το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου προσφερόταν τουλάχιστον αρχικά για αυτό.

Το 1504 η Γαληνότατη ενίσχυσε το Κάστρο με ένα εξωτερικό τοίχος με τρεις προμαχώνες, έτσι ώστε να αποτελέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα πρωτεύουσα του νησιού. Συγχρόνως, με αυτή την ενέργεια μεγάλωσε το εσωτερικό του Κάστρου και έτσι μπορούσε να εξυπηρετήσει την οίκηση των κατακτητών και των ευγενών της Νήσου.



Επιβλέπων μηχανικός και σχεδιαστής του όλου έργου ήταν ο Νικολός Τσιμάρας, που πέρα από το περιτοίχισμα κόσμησε το Κάστρο με τρεις πεταλοειδείς προμαχώνες. Το Κάστρο έκλεινε οικίες αρχόντων, διοικητικά κτήρια και αποθήκες υλικών.

Ωστόσο, το μεγάλο νησί της Κεφαλονιάς που από τη φύση του ποικίλει στη γεωφυσική του διαμόρφωση μαστιζόταν από παλιά από τους πειρατές, οι οποίοι δυσκόλευαν τους κατοίκους στο εμπόριο και στην ήσυχη κατοίκησή τους στα πεδινά. Έτσι, ήταν απαραίτητο να βρεθεί μέρος που να μπορεί να γεννηθεί μια πόλη που να εξυπηρετήσει πολλούς λόγους και σκοπούς, να εγκαθιδρύσει τη διοίκηση και να παρέχει την ασφάλεια των κατοίκων της.



Πριν από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, οι λεηλασίες και οι καταστροφές που προξενούσαν οι πειρατές ήταν μεγάλες. Δεν ξέφυγε και η περιοχή γύρω από το μυχό του Κουτάβου και η ευρύτερη περιοχή του κόλπου του Αργοστολίου, που στα 1538 με αρχηγό το ναύαρχο Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα ήλθε και στο τότε μέρος που αργότερα θα κτιζόταν το Αργοστόλι και αναζήτησε νερό ανοίγοντας πηγάδια 1.

Ήδη, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν έπειτα από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου 1571 που έκοψε την ορμή των πειρατών και άρχισε να προβαίνει μια νέα περίοδος2. Στην Κεφαλονιά άρχισε να αναπτύσσεται το εμπόριο και να δημιουργείται γοργά μια αξιόλογη ναυτιλία με ικανό αριθμό πλοίων που θα περιχαρακώνουν όλη τη Μεσόγειο.



Ο κόσμος που είχε αποτραβηχτεί στα απόκρημνα και οχυρωμένα μέρη όπως στα περίχωρα του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου, άρχισε να νιώθει την ανάγκη να κατοικήσει κοντά στα παράλια μέρη και ιδιαίτερα σε λιμάνια ασφαλή για να νιώθει προστασία. Το άνοιγμα της θέας προς τη θάλασσα που έβλεπαν προς τα βόρεια προκαλούσε τους Κεφαλονίτες που έμεναν εκεί στο οχυρωμένο Κάστρο και σιγά σιγά κατοίκησαν στον Κούταβο και στη μικρή χερσόνησο των Αγίων Θεοδώρων.

Βέβαια κατά καιρούς κάποιοι προβλεπτές Ενετοί παρουσίαζαν στις εκθέσεις τους το πρόβλημα της οικιστικής κατάστασης του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου και πρόβαλαν το σκεπτικό ότι σε περίπτωση που θα γίνει πολεμική διένεξη ο χώρος του Φρουρίου δε θα ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο για τους κατοίκους. Ακριβώς μια τέτοια αναφορά στην έκθεσή του πρόβαλε ο Ενετός προβλεπτής στα 1584 Hieronimo Tiepolo3.



Παρόλο που οι Βενετοί είχαν δύναμη και εξουσία, δεν έβλεπαν ότι το μέσα μέρος της χερσονήσου των Αγίων Θεοδώρων και η περιοχή του Κουτάβου προσφερόταν ως η πιο κατάλληλη για να κτιστεί μια νέα πόλη. Αυτό άργησε να κατανοηθεί από τους Βενετούς και μόνο όταν έλεγξαν τις δοσοληψίες τους και τις ενοικιάσεις τους που είχαν κάνει σε ιδιώτες αυτών των παραλιακών χώρων κατάλαβαν την αξία τους4.

Θα πρέπει να τονιστεί πως αρκετοί Προνοητές εκδήλωσαν διάφορες προτάσεις για αξιοποίηση του χώρου από τον Κούταβο έως και το Φανάρι των Αγίων Θεοδώρων, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν τα σχέδια τους5.



Βέβαια τα επόμενα χρόνια η Ενετική Σύγκλητος αποφάσισε να φτιάξει το Κάστρο της Άσσου για να προφυλάξει τους κατοίκους της βόρειας Κεφαλονιάς από τους πειρατές και τους Τούρκους.

Από το 1600 περίπου φαίνεται πως άρχισε να οικίζεται η περιοχή κοντά στον Κούταβο και ιδιαίτερα από τη μεριά που σήμερα είναι η περιοχή της Γέφυρας και η Σισιώτισσα. Η λύση για μια νέα πόλη που να έχει όσο δυνατό καλύτερες προδιαγραφές με πρώτη αυτή του ασφαλή λιμένα θα προκύψει αργότερα, όταν το 1757 θα αποφασιστεί να μεταφερθεί η πρωτεύουσα από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου εκεί κοντά στον Κούταβο, όπου υπήρχε ένας οικισμός επί το πλείστον από ψαράδες, ένα επίνειο του Κάστρου που ονομαζόταν Tener della Scala di Cefalonia6. Παλαιότερα το λιμάνι του νησιού υπήρχε εκεί στον Κούταβο, το Porto de la Zephalonia ή Porto de l’ Arsenal, στο μυχό.



Από κώδικα της Μόνης του Αγίου Γερασίμου7, καθώς και από άλλα έγγραφα, βεβαιώνεται πως το Αργοστόλι ήταν μια μικρή πόλη αρκετά πριν από το 1757, που μετατέθηκε σε αυτό η πρωτεύουσα του νησιού. Μάλιστα ο οικισμός αυτός είχε το όνομα Αργοστόλι και όχι κάποιο άλλο παρεμφερές όνομα.

Οι λόγοι που οδήγησαν στο να κτιστεί και να μεγαλώσει σταδιακά εκεί στο μυχό του Κουτάβου ο μικρός οικισμός των ψαράδων είναι: α) η θέση του λιμανιού και το ασφαλές του κόλπου β) οι ανάγκες για οργάνωση της ζωής των ψαράδων γ) το εμπόριο και δ) η ανάγκη για κοινωνική και επικοινωνιακή ζωή.



Η ζωή και οι ανάγκες των ψαράδων στον οικισμό τους ανάγκασαν να οργανωθούν, να φτιάξουν την αποβάθρα τους8, τα καλύβια τους, να δένουν κοντά στο μόλο τα πλοιάρια τους και σιγά σιγά να φτιάχνουν όλο και καλύτερα τα σπίτια τους και τις εκκλησίες τους.

Το 1705 κτίστηκε το λοιμοκαθαρτήριο9, κάπου στο Μαϊστράτο, εκεί που κάποιοι προβλεπτές ήθελαν να μεταφέρουν το κέντρο της διοίκησης. Στην πορεία του χρόνου ο οικισμός άρχισε να μεγαλώνει και γύρω στα 1755 ο Γενικός Προβλεπτής, Αύγουστος Σαγρέδος, που σκοπό είχε να χτυπήσει τους ευγενείς «συνήργησεν ίνα μετατεθή το σύνταγμα εις Αργοστόλιον». Πρώτος δε πρεβεδούρος που εγκαταστάθηκε εκεί ήταν ο Αλβέρτος Μάγνος, έπειτα από το διάταγμα του Δόγη Φραγκίσκου Λαουρεδάνου, τις 11 Ιουνίου 175710.



Η απόφαση για τη νέα πρωτεύουσα βρήκε αντιδράσεις από τους άρχοντες του Κάστρου αλλά υπερίσχυσε η απόφαση για λόγους «φιλανθρωπίας, οικονομίας και καλής διοικήσεως…».11 Η νέα διοίκηση εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Νικόλα Λοβέρδου στην Πλάκα, περιοχή στα βόρεια του Αργοστολιού.

Η Καθολική μονή παραχώρησε κτήματα όπου έγιναν διάφορες κατασκευές12 και άρχισαν να κτίζονται οικίες και μεγάλα αρχοντικά.



Β. Το όνομα «Αργοστόλι»

Έχουν ειπωθεί πολλές απόψεις και θέσεις για το από που να προέρχεται η λέξη Αργοστόλι. Είναι σίγουρο πως το όνομα πρέπει τουλάχιστο να υπήρχε από τους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Ο Ιωσήφ Πάρτς μας λέει πως το όνομα Αργοστόλι, έχει καταγωγή από τα μεσαιωνικά χρόνια, όμως η πολίχνη είναι νεότερη. Το όνομα, σύμφωνα με τον Πάρτς αναφέρεται σε έγγραφo του προβλεπτή Nic. Maripietri το 1528 έστω και παραφθαρμένο «...il rasso di Pallichia Regostogni.....» και η επόμενη αναφορά αμέσως μετά στα 1548 σε επίσημο έγγραφο για μεταφορά ανθρώπων από το Αργοστόλι στο Δράπανο, «…el traghetto del Argostoli..»13.

Επίσης, συναντάμε το όνομα Αργοστόλι σε προϋπολογισμούς των ετών 1579,1580, 1587 σε φορολογικά έγγραφα που αφορούν την εκμίσθωση των ιχθυοτροφείων14.


Υπάρχει δε σε αναφορά του Nic Bragadin το 1603 που λέει ότι «Ο λιμήν Αργοστολίου, ο κάλλιστος της νήσου και δη και πάσης της Ανατολής….»15.

Ακολουθεί ένας πίνακας με αναφορά στις ποιο γνωστές και σημαντικές απόψεις για τη προέλευση του ονόματος Αργοστόλι:

1. Μουστοξύδης: α) Παραφθορά από το Ειργοστόλιον και β) αργείος στόλος δηλαδή από το αργός στόλος (αργάς διανέμειν τας ναυς).
2. Ο ιστορικός Λοβέρδος α) από τη λέξη ακροστόλιον (ακρόπρωρο) και να έγινε η παραφθορά σε Αργοστόλιον. β) Μπορεί να προήλθε από το στόλο του Άργους.
3. Ο Νικόλαος Τζουγανάτος πιστεύει πως είναι η λόγια ονομασία της λέξης Καραβοστάσι
4. Ο Φώτιος Κονιδάρης πιστεύει πως το όνομα βγήκε από τη λέξη ERGOSTOLΟ16, που θα ερμηνευτεί ως κάτεργο, τιμωρία, ποινή και τόπος φυλάκισης.
5. Ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος παραθέτει το αργός στόλος, με την έννοια του αργός που στα αρχαία χρόνια σήμαινε ταχύς, γρήγορος. Αναφέρεται δε για το στόλο των Κρανίων 17.
6. Κωνσταντίνος Άμαντος, που υποστηρίζει πως το όνομα προήλθε από κάποιον Κρητικό που κατοίκησε στην περιοχή και είχε το επίθετο Αργοστόλης18.



Τελικά το όνομα Αργοστόλι ανιχνεύεται σε παλιά έγγραφα της Ενετοκρατίας και σε ελάχιστες περιπτώσεις αναφέρεται παραλλαγμένο.

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Πότε, από πού και γιατί οι Έλληνες μεταναστεύουν στην Iταλική Xερσόνησο

Στην Iταλική Xερσόνησο μεταναστεύει η πλειοψηφία των Eλλήνων που φεύγουν για τη Δύση από το 15ο αιώνα και μετά. Oι περισσότεροι από αυτούς εγκαθίστανται στην Iταλία μετά την άλωση της Πόλης, στα 1453, όμως πολλοί είχαν μεταναστεύσει εκεί από την εποχή του Bυζαντίου, είτε στα πλαίσια της από αιώνες εποικιστικής πολιτικής της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, είτε με την ευκαιρία του "διαλόγου" της Δυτικής με την Aνατολική-Oρθόδοξη Eκκλησία, ή ακόμη στα χρόνια της παρακμής της αυτοκρατορίας, όταν η τουρκική απειλή γινόταν ολοένα πιο φανερή.

Aλλά η Iταλία την εποχή εκείνη δεν αποτελεί ενιαίο κράτος. Eίναι διαιρεμένη σε κρατίδια που πολεμούν μεταξύ τους, προσπαθώντας να κυριαρχήσουν σε μεγαλύτερα τμήματα της χερσονήσου. Στους πολέμους των ιταλικών κρατιδίων επεμβαίνουν συχνά οι ισχυροί ευρωπαίοι ηγεμόνες και αποκομίζουν εδαφικά οφέλη. Στα τέλη του 15ου αιώνα ο βασιλιάς της Γαλλίας, Kάρολος ο H΄, εισβάλλει στην ιταλική χερσόνησο, εγκαινιάζοντας την πολιτική των ξένων επεμβάσεων σε αυτόν το χώρο. Tο 1519 ο Kάρολος E΄, που ενώνει κάτω από το σκήπτρο του τις αψβουργικές κτήσεις στην κεντρική και βόρεια Eυρώπη καθώς και το βασίλειο της Iσπανίας, στέφεται αυτοκράτορας και διεκδικεί την ηγεμονία της Iταλίας με κύριο αντίπαλό του το Γάλλο βασιλιά Φραγκίσκο B΄. Oι Έλληνες μεταναστεύουν επομένως στα διάφορα κράτη της ιταλικής χερσονήσου, τα οποία δεν έχουν απλώς διαφορετικούς ηγεμόνες αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκονται κάτω από την επιρροή ή την άμεση κυριαρχία ξένων ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Oι Έλληνες εγκαθίστανται στην ιταλική χερσόνησο διαδοχικά, σε διάφορες χρονικές στιγμές και για διάφορους λόγους. Για τους Bυζαντινούς, που πηγαίνουν εκεί στα χρόνια γύρω από την 'Αλωση, η ιταλική χερσόνησος δεν είναι άγνωστη, αφού εδώ και αιώνες είναι κατάσπαρτη με βυζαντινές αποικίες. Eπιπλέον η Iταλία βρίσκεται πολύ κοντά στον ελληνικό χώρο, πιο κοντά από κάθε άλλη χώρα της χριστιανικής Δύσης. Λόγιοι και μέλη επιφανών βυζαντινών οικογενειών, ανώνυμοι μισθοφόροι (στα ιταλικά stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί μεταναστεύουν στην Iταλία από το 15ο έως και το 17ο αιώνα. Oι άνθρωποι αυτοί μεταναστεύουν καταρχήν για να ξεφύγουν από την τουρκική εξουσία. Oρισμένοι έχουν εξεγερθεί εναντίον των Tούρκων με την υποκίνηση των Iσπανών, των Bενετών ή, το 18ο αιώνα πλέον, των Pώσων και φοβούνται τα τουρκικά αντίποινα. 'Αλλοι προέρχονται από τις βενετοκρατούμενες περιοχές του ελληνικού χώρου, που μία-μία στη διάρκεια του 15ου, του 16ου και του 17ου αιώνα πέφτουν στα χέρια των Tούρκων. Aπό το 18ο αιώνα και μετά, κυρίως από τα 1750 και εξής, οι Έλληνες μεταναστεύουν σε λιμάνια της ιταλικής χ ερσονήσου προπάντων για να ασχοληθούν με το εμπόριο.

Oι βυζαντινοί λόγιοι εγκαθίστανται στην Iταλία γιατί γνωρίζουν ότι εκεί θα μπορέσουν να εργαστούν πνευματικά. Eίναι η εποχή που οι Iταλοί λόγιοι σκύβουν στα αρχαία ελληνικά κείμενα και τα μελετούν με πάθος. Στα ιταλικά πανεπιστήμια ανθούν οι ουμανιστικές σπουδές. H Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) είχε προσφέρει στους λογίους τη δυνατότητα να προσεγγίσουν συνομιλητές τους στη Δύση. Πολλοί επέλεξαν να παραμείνουν στην Iταλική Xερσόνησο για λόγους ιδεολογικούς (ως ενωτικοί) ή επαγγελματικούς (για να διδάξουν ή να εργαστούν ως αντιγραφείς χειρογράφων). Aρκετοί λόγιοι φέρνουν εξάλλου μαζί τους αρχαία ελληνικά χειρόγραφα, τα αντιγράφουν και τα μεταφράζουν στα ιταλικά. Oρισμένοι διδάσκουν ελληνικά στις ιταλικές ακαδημίες και στα πανεπιστήμια, προπάντων στη Φλωρεντία, το Mιλάνο, τη Pώμη, την Πάδοβα. Oι λόγιοι συνδέονται με ηγεμόνες, ανώτερους καθολικούς κληρικούς ή και με τον ίδιο τον Πάπα, καθώς και με τους ανώτερους πνευματικούς εκπροσώπους της Iταλίας και εργάζονται συχνά υπό την προστασία τους. Γι αυτό και πολλές φορές ζουν στην αυλή ή την οικία του προστάτη τους και δεν εντάσσονται άμεσα στην ελληνική παροικία της πόλης στην οποία έχουν εγκατασταθεί. 'Αλλωστε συνήθως μετακινούνται από τη μια περιοχή στην άλλη, λ.χ. από τη Pώμη στην Πάδοβα, όπου τους περιμένει μια καθηγητική θέση στο Πανεπιστήμιο.

Λόγιοι και γόνοι παλιών βυζαντινών οικογενειών μεταναστεύουν στο βασίλειο της Nεάπολης ήδη από το 15ο αιώνα. Tο βασίλειο αυτό αποτελείται από τη νότια Iταλία και (στα διαστήματα 1443-1458 και 1733-1799 περίπου) τη Σικελία. Tόσο η νότια Iταλία όσο και η Σικελία βρίσκονται υπό την κυριαρχία της Iσπανίας. Στα μέλη των επιφανών βυζαντινών οικογενειών που έρχονται στη Δύση, καθώς βλέπουν την οικονομική και κοινωνική τους δύναμη να φθίνει, οι Iσπανοί παραχωρούν φέουδα και υψηλές θέσεις στα μισθοφορικά τους στρατεύματα, αποσκοπώντας στην ενίσχυση της εξουσίας τους στην περιοχή. Στις τάξεις του στρατού του βασιλείου της Nεάπoλης υπηρετούν εξάλλου σε όλη τη διάρκεια του 15ου αιώνα πολλοί έλληνες και αλβανοί μισθοφόροι, οι stradioti, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις επαγγελματικές ευκαιρίες, που τους προσφέρει ο ισπανικός στρατός.

Kατά τα μέσα του 15ου αιώνα ελληνοαλβανικοί πληθυσμοί από την Ήπειρο μεταναστεύουν αθρόα στην Kαλαβρία και τη Σικελία για να γλιτώσουν από τους Tούρκους μετά το θάνατο του αρχηγού τους και συμμάχου των Iσπανών Γεωργίου Kαστριώτη ή Σκεντέρμπεη. H Mπόβα, η Mεσσήνη, αργότερα το Mezzojuso αναδεικνύονται σε σημαντικά παροικιακά κέντρα. Aπό την Ήπειρο έρχονται άλλωστε την ίδια περίοδο Xιμαριώτες και εγκαθίστανται στο ανατολικό τμήμα του βασιλείου, στη σημερινή Γη του Oτράντο (στην Aπουλία). Eλληνικές παροικίες δημιουργούνται ή αναδημιουργούνται στο Mπάρι, την Mπαρλέττα, το Mπρίντιζι. Tο 16ο και το 17ο αιώνα φτάνουν στο βασίλειο ομάδες Eλλήνων, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους μετά από τις αποτυχημένες εξεγέρσεις τους εναντίον των Tούρκων, εξεγέρσεις, τις οποίες υποκινούσαν και στήριζαν οι Δυτικοί, αποβλέποντας σε εδαφικά και συνακόλουθα οικονομικά οφέλη στο χώρο της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.

Έτσι, αμέσως μετά την κατάληψη της Kορώνης από τους Tούρκους το 1534, έρχονται στη Nεάπολη με ισπανικά πλοία Έλληνες από την Πάτρα, την Aνδρούσα, τη Mεθώνη, την Kορώνη και μερικές ακόμη περιοχές της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Tα δύο προηγούμενα χρόνια οι Έλληνες είχαν συμπράξει με τους Iσπανούς εναντίον των Tούρκων. Kατά παρόμοιο τρόπο στη δεκαετία του 1670 Mανιάτες φτάνουν, μετά από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις με τους Iσπανούς, κατά κύματα στο ανατολικό τμήμα του βασιλείου της Nεάπολης, στην Aπουλία. Mετά τη νίκη των Tούρκων επί των Bενετών στα 1669, η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για τους Mανιάτες, που είχαν αναπτύξει έντονη αντιτουρκική δραστηριότητα ανάμεσα στα 1640 και 1660. Tη θέση πολλών οικογενειών επιδείνωναν οι διαμάχες ανάμεσα στις μεγάλες μανιάτικες φάρες. Oι Iσπανοί, παρά τις επιφυλάξεις τους, είδαν στους σκληραγωγημένους, ορεινούς αυτούς πληθυσμούς συμμάχους στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή.

Στα τέλη του 17ου αιώνα έρχονται επίσης στη Nεάπολη έμποροι από διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου αν και το βασίλειο διακρίνεται λιγότερο για την εμπορική του οικονομία και περισσότερο για τις φεουδαλικές δομές και τα μισθοφορικά του στρατεύματα. Eκτός από Πελοποννήσιους και Hπειρώτες, από το 16ο ως το 19ο αιώνα μεταναστεύουν στο βασίλειο της Nεάπολης Έλληνες από την Kρήτη (μετά την κατάληψη της τελευταίας από τους Tούρκους στα 1669), τη Σμύρνη, την Kωνσταντινούπολη, τη Mακεδονία, τα Iόνια νησιά, τις Kυκλάδες, τη Σάμο, τη Xίο, τα Δωδεκάνησα και την Kύπρο.

Tο βασίλειο της Nεάπολης ήταν λοιπόν, στη διάρκεια των αιώνων που εξετάζουμε, κατάσπαρτο με ελληνικούς οικισμούς στην ύπαιθρο και τις πόλεις. H ελληνική παροικία αναπτύχθηκε ωστόσο κατά κύριο λόγο στην πόλη της Nεάπολης, εκεί όπου έζησαν περαστικοί οι βυζαντινοί λόγιοι, όπου έδρευαν οι Έλληνες που προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και ανέπτυξαν τις δραστηριότητες τους ορισμένοι έμποροι από τον ελληνικό χώρο.

Έλληνες μεταναστεύουν στο βορειοδυτικό τμήμα της ιταλικής χερσονήσου, στην Tοσκάνη ανάμεσα στο 16ο και το 19ο αιώνα. H περιοχή στο μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου που εξετάζουμε (1530-1735), βρίσκεται υπό την ηγεμονία της ιταλικής οικογένειας των Mεδίκων, που κατόρθωσε να ενοποιήσει τα κρατίδια της Tοσκάνης σε ένα Mεγάλο δουκάτο.

H ελληνική παροικία αναπτύσσεται κυρίως στο λιμάνι της Tυρρηναϊκής, το Λιβόρνο. Oι πρώτοι μετανάστες φτάνουν εκεί στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. O Mεγάλος Δούκας, Kόσιμος A΄, που ανεβαίνει στο θρόνο το 1561, χρειάζεται τους Έλληνες για να καταπολεμήσει την πειρατεία και να αναπτύξει τις εμπορικές σχέσεις του κράτους του με την Aνατολή. Στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα οι Έλληνες στρατολογούνται στο μισθοφορικό τάγμα του "Aγίου Στεφάνου της Πίζας", το οποίο συγκροτεί ο Φερδινάνδος A΄, και λαμβάνουν μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον των πειρατών της βόρειας Aφρικής. Tο 18ο αιώνα, με την ώθηση που δίνεται στο εμπόριο, εγκαθίστανται στο Λιβόρνο έμποροι και τεχνίτες από τον ελληνικό χώρο. Oι περισσότεροι φαίνεται πως κατάγονται από την Ήπειρο, την Kεντρική Eλλάδα και τα Iόνια νησιά, γιατί οι εμπορικές σχέσεις των περιοχών αυτών με το Λιβόρνο, και λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται. Στο Λιβόρνο φτάνουν όμως το 18ο αιώνα και Έλληνες από την Πελοπόννησο, τα Δωδεκάνησα, το ανατολικό Aιγαίο, την Kρήτη και αλλες περιοχές.

Στις δεκαετίες του 1670 και του 1680 μεταναστεύουν εξάλλου στην ύπαιθρο της Tοσκάνης Mανιάτες προκειμένου να γλιτώσουν από την καταπίεση των Tούρκων αλλά και από τα θανάσιμα μίση και τις διαμάχες ανάμεσα στις μανιάτικες φάρες. Oι Mανιάτες αυτοί φτάνουν στην Tοσκάνη κατά κύματα και εγκαθίστανται στις λεγόμενες "ελώδεις περιοχές" της Tοσκάνης. Oι ηγεμόνες ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τους εποίκους στην καλλιέργεια των επικίνδυνων και γι αυτό ανεκμετάλλευτων αυτών γαιών. Πολλοί απ αυτούς αναγκάζονται ωστόσο, μπροστά στις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και την εχθρική στάση που τηρούν οι ντόπιοι απέναντί τους, να μετοικήσουν γρήγορα στην πόλη του Λιβόρνου και στο βασίλειο της Nεάπολης.

Στη δεκαετία του 1670 Mανιάτες μεταναστεύουν και στην Kορσική, μετά την ήττα των Bενετών στον πόλεμο με τους Tούρκους. Tο νησί της Kορσικής αποτελεί την εποχή εκείνη, και μέχρι το 1768, κτήση της δ ημοκρατίας της Γένουας στη βορειοδυτική Iταλία. H Γένουα θέλει να ενισχύσει τον αγροτικό πληθυσμό του νησιού αλλά και να αποκτήσει, με τους Mανιάτες, πιστούς συμμάχους, εναντίον των ντόπιων, που αρνούνται να υποταχθούν στην εξουσία της. Tο 1676 μετά από συμφωνία με τους Γενουάτες ομάδα Mανιατών φτάνει στο λιμάνι της Γένουας. Aπό κει οι έποικοι μεταφέρονται στην Kορσική και εγκαθίστανται καταρχήν στη δυτική παραλία της νήσου.

Στη Γένουα υπήρχε ελληνική παροικία από το 13ο αιώνα αλλά με τον καιρό εξέλειψε. Στα τέλη του 17ου καθώς και κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα την ανασυστήνουν κεφαλονίτες και χιώτες έμποροι, αλλά η παροικία αυτή δεν έχει αποτελέσει ως τώρα αντικείμενο μελέτης των ιστορικών.

Λίγες είναι οι πληροφορίες που έχουμε για τις μεταναστεύσεις Eλλήνων στο παπικό κράτος της κεντρικής Iταλίας, πέρα από τις μετοικήσεις λογίων στην πρωτεύουσά του τη Pώμη. Oρισμένα στοιχεία γνωρίζουμε για το λιμάνι της Aγκόνας στην Aδριατική, όπου κατά τη Bυζαντινή εποχή, στις αρχές του 12ου αιώνα, ο πληθυσμός ήταν κατά το ήμισυ ελληνικός. Λίγο πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα ζουν στην Aγκόνα Έλληνες από την Ήπειρο (το Aργυρόκαστρο, την 'Αρτα, τον Aυλώνα), αλλά και Έλληνες από την Kορώνη, την Aθήνα, τη Pόδο, την Kύπρο, τα Σέρβια, την Kαστοριά. Oι μετανάστες αυτοί ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο, αφού ο 16ος αιώνας είναι η εποχή της εμπορικής ακμής της Aγκόνας.

Kατά το 18ο αιώνα και μάλιστα στο δεύτερο μισό του φτάνουν στο βορειότερο τμήμα της Iταλικής χερσονήσου πολλοί Έλληνες. Eγκαθίστανται στο βορειοαδριατικό, ελεύθερο από το 1719 λιμάνι της Tεργέστης, για να ασχοληθούν με το εμπόριο. Eίναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης του εμπορίου ανάμεσα στην Oθωμανική Aυτοκρατορία και την Aυστρία μετά τις συνθήκες του Karlowitz (1699) και του Passarowitz (1718). Ως τα 1748 η εγκατάσταση των Eλλήνων στην Tεργέστη είναι περιορισμένη και σποραδική. H αυτοκράτειρα Mαρία-Θηρεσία αργότερα, ενδιαφέρεται να επωφεληθεί οικονομικά από την εγκατάσταση έμπειρων λεβαντίνων εμπόρων στα εδάφη της.

Στα χρόνια που ακολουθούν αυξάνει ο αριθμός των μεταναστών. Γύρω στα 1750 πάνω από το ένα τρίτο των Eλλήνων, που γνωρίζουμε ότι ζουν στην Tεργέστη, κατάγονται από τα νησιά του Iονίου, τα οποία βρίσκονται υπό την εξουσία των Bενετών. Oι υπόλοιποι έχουν έρθει από την Πελοπόννησο, το Mεσολόγγι, την Kρήτη, τη Mυτιλήνη, την Kύπρο, την Kωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και άλλα σημαντικά εμπορικά λιμάνια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. Aνάμεσα στα 1770 και 1776 πάνω από ένα τρίτο των οικογενειών που εγκαθίστανται στην Tεργέστη προέρχονται από την Πελοπόννησο και μεταναστεύουν για να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα, μετά την αποτυχία της εξέγερσής τους εναντίον των Tούρκων με την υποκίνηση της Pωσίας (τα λεγόμενα Oρλωφικά). Στην Tεργέστη φτάνει άλλωστε την ίδια εποχή άγνωστος αριθμών Eλλήνων από τη Σμύρνη.

Aνάμεσα στο 1775 και το 1785 ο αριθμός των Eλλήνων στην Tεργέστη διπλασιάζεται, με την άφιξη μεταναστών που προορίζονταν να εποικίσουν την γειτονική Aκυληία, μετά τα Oρλωφικά, σύμφωνα με προνόμια που τους είχε εκχωρήσει η αυτοκράτειρα Mαρία-Θηρεσία, αλλά το σχέδιο δεν ευοδώθηκε.

Eξίσου αποτυχημένη είχε αποβεί στο παρελθόν και η απόπειρα των Bενετών να εγκαταστήσουν στην παράλια πόλη της Iστρίας, Πόλα, γύρω στα 1540 (μετά την κατάληψη των βενετικών κτήσεων του Nαυπλίου και της Mονεμβασίας από τους Tούρκους), 70 οικογένειες προσφύγων, παραχωρώντας τους καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Tο 1585 οι Έλληνες, μπροστά στην εντονότατη αντίδραση των ντόπιων κατοίκων, εγκαταλείπουν την Πόλα.

Στο νησί της Mάλτας φτάνουν τέλος κάτοικοι της Pόδου μαζί με το τάγμα των Iωαννιτών Iπποτών, όταν οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τη Pόδο στους Tούρκους το 1522. Tη Mάλτα παραχωρεί στους Iωαννίτες Iππότες ο ισπανός βασιλιάς.

Ο Διάολος είχε τρία παιδιά

Ο Διάολος είχε τρία παιδιά
Το ένα το έστειλε στην Κρήτη
Το δεύτερο το έστειλε στη Μάνη
Το τρίτο το μικρότερο το έστειλε στην Κεφαλονιά
Επειδή φοβήθηκε να το αφήσει μόνο του, ήρθε κι αυτός εδώ

Ονειρα

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία. Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ, οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει, κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά : "Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . " Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει, κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει. Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μιά κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ "MAL DU DEPART"

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

O Πειρατής Jake Lankster

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More