Ο Γιώργος Λεονάρδος στο βιβλίο του: «Μπαρμπαρόσα ο Πειρατής», αναφέρει:
«…μιας και μιλώ συνέχεια για πλεούμενα , θα πρέπει, νομίζω, να δώσω μια εικόνα για τα είδη των πλοίων που έπλεαν στις θάλασσες την εποχή εκείνη.
• Κατ’ αρχήν, η ονομασία «γαλέρα» προέρχεται από την ονομασία του ψαριού γαλέος ………………..πρόκειται για ένα κωπήλατο ( με κουπιά) πολεμικό πλοίο
με μια σειρά κωπηλατών από κάθε μπάντα. Οι μεγάλες όμως ποσότητες νερού που κατανάλωναν οι κωπηλάτες της την υποχρέωναν σε συχνούς σταθμούς, που ήταν ένα μεγάλο μειονέκτημα για πλοίο».
• Άλλος τύπος πλεούμενου ήταν η γαλιότα, σκάφος κατεξοχήν πειρατών λόγω του μικρού βυθίσματος και της ευελιξίας του. Κινούνταν και με κουπιά και με πανιά. Κάθε κουπί το χειρίζονταν μόνο τρεις κωπηλάτες.
• Άλλος τύπος είναι το γαλιόνι , που κινούνταν μόνο με πανιά. Είχε όμως το μειονέκτημα να μένει στάσιμο στη μπουνάτσα, με αποτέλεσμα να γίνεται εύκολος στόχος των αντιπάλων.
• Τέλος, υπήρχε και η γαλεάσσα ή γαλεώνα, που κινούνταν και με κουπιά και με πανιά και διέθετε πάνω και κάτω κουβέρτα (κατάστρωμα), που προφύλασσε τους κωπηλάτες της. Ήταν ένα τεράστιο δυσκίνητο πλοίο, με τρία ή τέσσερα κατέρτια, που μπορούσε να φέρει δέκα πυροβόλα στην πλώρη και οχτώ στην πρύμη.
Στο βιβλίο «Ιστορία της Πειρατείας», της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη, βρίσκουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για την πειρατεία, αλλά και για τους τύπους των πλεούμενων της πειρατείας.
«Τα πλοία που ταξιδεύουν στη Μεσόγειο αυτή την εποχή είναι δύο διαφορετικών τύπων. Τα ιστιοφόρα και τα κωπήλατα.
Τα ιστιοφόρα είναι ψηλά πλοία για να αντέχουν στις θάλασσες και φαρδιά για να αποθηκεύουν τα εμπορεύματα. Είναι γρήγορα πλοία, αλλά εξαρτώνται απόλυτα από τις καιρικές συνθήκες (τους ανέμους). Δεν μπορούν να κάνουν εύκολα μανούβρες και να μπαίνουν και να βγαίνουν σε κλειστά (μικρά λιμάνια). Μεγάλα ιστιοφόρα είναι οι κορβέτες και οι φρεγάτες, μικρότερα ιστιοφόρα είναι οι Πολάκες, οι Ταρτάνες και τα μπριγκαντίνια.
Φρεγάτα μεγάλο ιστιοφόρο, αρχικά ήταν εξοπλισμένη με 24-18 Κανόνια, αργότερα έφτασαν να έχουν έως και 40 κανόνια. Είχαν τετράγωνα πανιά αλλά και φλόκους. Συνήθως οι Άγγλοι με φρεγάτες κούρσευαν Γαλλικά πλοία. Το πλήρωμά τους κυμαινόταν από 200 έως 500 άνδρες.
Οι κορβέτες έμοιαζαν με τις φρεγάτες αλλά ήταν μικρότερα και ελαφρότερα πλοία.
Η Ταρτάνα είχε ένα πανί λατίνι(τρίγωνο)ή τετράγωνο και ένα φλόκο.Τη χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά εμπορευμάτων αλλά και για το ψάρεμα.
Η πολάκα ήταν εμπορικό ιστιοφόρο. Είχε τετράγωνα πανιά.
Μπριγκαντίνι.
Τα κωπήλατα είναι τα λεγόμενα μακρά πλοία. Μακριά και χαμηλά, στενά και περισσότερο ευέλικτα. Στηρίζονται στην προωθητική δύναμη των κουπιών και βοηθητικά μόνο στα ιστία. Συνήθως κινούνταν σε παράκτιες περιοχές κι ήταν πλοία καταδίωξης, είχαν μεγαλύτερη ευελιξία. Η γαλέρα ήταν το βασικό δείγμα μακρού πλοίου. Μακρά πλοία ήταν επίσης οι γαλιότες, φελούκες, σεμπέκ, αλλά κυρίως οι φούστες. Όλοι αυτοί οι τύποι πλοίων κινούνταν με κουπιά αλλά είχαν και λίγα πανιά».
Η κωπήλατη γαλιότα ήταν ειδικά κατασκευασμένη για καταδρομές, είχε 1 κατάρτι για το βοηθητικό πανί και 16-2- πάγκους από κάθε πλευρά για να κάθονται οι κωπηλάτες. Δεν είχε κανόνια παρά μόνον2-3 πετριέρες (μηχανές που πετούσαν πέτρες και όπλα οι κωπηλάτες (μουσκέτα).
Ελληνική σακολέβα πρωτοκατασκευάστηκε στη Λήμνο, όταν οι Τούρκοι απαγόρευσαν στους Έλληνες τα φτιάχνουν μεγάλα σκάφη όπως τα μπρίκια.
Φελούκα ήταν ένα ελαφρό πλεούμενο που ταξίδευε με πανιά και με κουπιά.
Το σεμπέκ ήταν ιστιοφόρο με πανιά και κουπιά.
Βέβαια με την πάροδο του χρόνου και την πείρα που αποκτούσαν οι ναυτικοί, έφτιαχναν καινούργιους μικτούς τύπους πλοίων, που εξυπηρετούσαν καλύτερα τις ανάγκες τους.
Ανάλογος με το είδος αλλά και το μέγεθος του πλοίου ήταν και ο αριθμός των ναυτικών που επέβαιναν σε κάθε σκάφος. Επίσης κι εξοπλισμός του σε κανόνια ήταν ανάλογος με το μέγεθος και το είδος του.
Αναφερόμενος στη ζωή των πειρατών και στις συνθήκες που ζούσαν όταν τους έπιαναν άλλοι πειρατές ο Γ. Λεονάρδος γράφει, τα όσα ομολογεί ένας σύντροφος του Μπαρμαρόσα στις πειρατικές εξορμήσεις:
………οι Ιππότες έπεσαν πάνω μας με το μεγάλο καράβι και λογχοφόροι πήδηξαν στο πλεούμενό μας. Παραδοθήκαμε. Μας έδεσαν με αλυσίδες και μας ανέβασαν στο καράβι τους. Από εκεί μας έριξαν στον πάτο του ιστιοφόρου. …………….…….. στην ανάκριση οι Ιππότες δεν πίστεψαν τίποτα. Δεν τους ενδιέφερε αν ήμασταν Έλληνες ή Τούρκοι. Γι αυτούς, όπως έλεγαν, το ίδιο άπιστοι ήμασταν.
…………………………………………………………………………………………………
…….. την Τρίτη μέρα έπεσαν πάνω μας τρεις στρατιώτες και χτυπώντας μας με το μαστίγιο, μας πήραν και μας έβαλαν στη θέση τριών κωπηλατών, που λίγο πριν είχαν πεθάνει τραβώντας κουπί. Μας αλυσόδεσαν στους πάγκους και με άλλες δυο καμτσικές μας έδειξαν ότι δεν χωρατεύουν και ότι πρέπει να κωπηλατούμε με όλη τη δύναμή μας. Εδώ θα πρέπει να περιγράψω τη διαβίωσή μας στο κάτεργο
Γιατί δεν ήταν διαβίωση αυτή ήταν φυλακή. Ήταν μια πλωτή κόλαση, στην οποία παρακαλούσες να πεθάνεις μια ώρα αρχύτερα, με την ελπίδα ότι στην άλλη κόλαση , αυτή του κάτω κόσμου, οι συνθήκες θα ήταν ανθρωπινότερες. Η ελπίδα ποτέ δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο.
Όπως μάθαμε αργότερα, το ιστιοφόρο που μας αιχμαλώτισε ήταν η ναυαρχίδα των Ιωαννιτών ιπποτών, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο κι έκανε περιπολίες, δηλαδή πειρατικές επιδρομές, εναντίον των απίστων Τούρκων και Ελλήνων αδιακρίτως.
Από αυτό σπάνια έβγαινες ζωντανός, αν είχες, βέβαια, εσύ ή οι συγγενείς σου να πληρώσεις τα λύτρα της απελευθέρωσής σου. Σε διαφορετική περίπτωση , άφηνες εκεί την τελευταία σου πνοή, όπως οι τρεις προηγούμενοι κωπηλάτες που αντικαταστήσαμε και άλλοι πολλοί που ακολούθησαν στη διάρκεια της αιχμαλωσίας μας.
Ήμασταν δεμένοι με αλυσίδες από το ένα πόδι στο σανίδι κάτω από τον πάγκο. Το άλλο πόδι ήταν ελεύθερο να ακουμπάει στον μπροστινό πάγκο, για να βάζουμε δύναμη και να τραβάμε κουπί. Στον κάθε πάγκο, μπορούσαν να καθίσουν τρεις, τέσσερις ή και πέντε κωπηλάτες. Ο πάγκος καλυπτόταν από δέρμα προβάτων και ανάμεσα βάζαμε πανιά και μαλλιά, για να μην τρώγεται ο κώλος μας. Εκεί καθόμασταν εκεί κοιμόμασταν, εκεί κάναμε το ψιλό, εκεί κάναμε και το χοντρό μας.
Λόγω της αποφοράς (βρώμας), οι αξιωματικοί πάνω στο κατάστρωμα είχαν μαντηλάκια βρεγμένα με άρωμα, που τα έβαζαν μέσα στη μύτη τους.
…………………………………………………………………………
Όταν ανοιγόμασταν στο πέλαγος , μας περνούσαν χειροπέδες, για να μην μπορούμε να κινηθούμε και ενδεχομένως να επαναστατήσουμε, σε περίπτωση που κοντραριζόμασταν με εχθρικό πλοίο.
Μας φοβόνταν τότε οι αξιωματικοί της γαλέρας. Μπορούσαν να έρθουν τα πάνω κάτω. Να ριχτούν αυτοί αλυσοδεμένοι στα κουπιά και να βγούμε εμείς καπεταναίοι στην επιφάνεια. Γι αυτό και έπεφταν ανελέητοι πάνω μας και μας μαστίγωναν με μανία.
Κάτεργο: Πλοίο του μεσαίωνα, με τρεις σειρές κουπιά, που χειρίζονταν βαρυποινίτες κακοποιοί αλλά και πρώην σοβαροί πολίτες που είχαν καταδικαστεί για χρέη, καθώς επίσης και σκλάβοι που αιχμαλωτίζονταν κατά τη διάρκεια πειρατικών επιδρομών.
Γράμμα Αξώτη (Ναξιώτη) σκλάβου των κουρσάρων.
« Σάμπως και ο Μεγαλοδύναμος Θεός θέλησε να με παιδέψει για τα πολλά και αμέτρητα κρίματα, όπου έχω, έκανα αυτό το κακοπόδαρο ταξίδι, για να σκλαβωθά και να τυραγνιστώ και να χαλάσω το σπίτι μου, να καταφρονέσω τα αγαπημένα μου και γλυκύτατά μου παιδάκια και να σου δώσω κι εσένα αγάπη μου , παντοτινή πίκρα και αναστεναγμούς.
…………………………………………………………………………………………..
….. κάμε την καρδιά σου ατσάλινη και μετρήσου, γίνου άντρας και γυναίκα, να μην αμπαντονάρης ( να μην εγκαταλειφθείς) με την πίκρα, γιατί καλόν ήτονε να μην ήθελα λάχει μα σάμπως και έλαχε, δόξα σοι ο Θεός, που με παιδεύγει, για τα κρίματά μου, για τίποτ’ άλλο δεν τονε παρακαλώ, μόνο να κάμει ελεημοσύνη σε λόγου μου και όχι δικαιοσύνη και να λυπηθεί εσένα και τα παιδάκια μου.
Γράφω σου τα βάσανά και το παίδεμα που ηπέρασα, ώστε νάρθουμε εδώ στην Τρίπολη και δε σου τάγραφα, για να μην πικραθείς, μα πάκλι να ξέρεις να ευχαριστήσεις το Θεό πως εγλύτωσα από τα χέρια του τυράννου που μ’ έπιασε κι έπεσα σε καλά χέρια εδώ.
Μισεύγοντας ( φεύγοντας ) την Τετράδι βράδυ τις δυο του Ιουλίου άνα μίλι μακριά παό την Ικαρία βρεθήκασι δυο γαλιότες μαυρισμένες και πιάνουσί μας και το πρώτο πράμα που εκάμασι , μ’ έβαλαν μπρούμητα και με κρατούσασι πέντε νομάτοι κι μ’ ένα ξύλο με δέρνανε γδυμένο μόνο με το βρακί . Μου έκαναν τα κρέατά μου μαύρα σαν το τσουκάλι , μου λένε που βρίσκεται η αρμάδα.
Ύστερα με φωνάζει και μου λέει μπρε έχεις να αγοραστείς; Λέγω, αφέντη, φτωχός άνθρωπος είμαι και πήγαινα με το καίκι ναύρω δέκα άσπρα(χρήματα) να ζήσω τα παιδιά μου.
Μου γύρευε πολλά. Πήγαμε στην Αμοργό ήρθαν να αγοράσουν ένα καίκι εμένα και τους συντρόφους. Συμφώνησαν στα 200 ρεάλια, αλλά αυτός πήρε τα ρεάλια ,πήρε εμάς κάμποσους λαϊκούς και καλογέρους και πήγε Στην Σαντορίνη και πήρε κι από κει.
Κάναμε 35 μέρες μεσ’ τη γαλιότα καθημερινά ξυλιές, κλωτσιές, πεινασμένοι και δε μας ηδόνανε παρά ένα καμμάτι παξιμάδι το πρωί, μουχλιασμένο , που δεν τότρωγε ο χοίροςκαι μια τάσα νερό βρωμισμένο και άλλο τόσο το βράδυ. Νύχτα μέρα κουβαριασμένοι από κάτω στη φρεγάδα που δεν μπορούσαμε να ξαπλώσουμε το ποδάρι μας μια πιθαμή και από κάτω μας λάμες τα σίδερα και κουπιά. Κι όχι άλλο τίποτας οι ψείρες , που με φάγασι ζωντανό.
………………………………………………………………………………………..
Ερχόμενοι εδώ στην Τρίπολη, ήρθε ο Μπαϊράμης, τζη Πιαλίδαινας ο γυιός, τση Σουλτάνας υ αδερφός και εγόρασέ με και με παίρνει στον οντά του και μου δίνει ρούχα και αλλάζω. Μου δίνει να φάγω και να πιώ, και ανάπαψη και συντροφιές νύχτα και μέρα και δε μου λείπει άλλο, μόνο ο στερεμός σου. Ο Θεός τις ημέρες μου να του τις δώνει χρόνους και αν δεν είμαι ‘ γω άξιος να του τα’ ανταμείψω, ο Θεός να του το ανταμείψει.
Παρακαλώ σε κάμε λειτουργία στη Μητρόπολη στην Καπέλλα, στου Καπουτσίνους(καλόγερους Καθολικούς) και πες στους παπάδες να παρακαλούν για τη λευτεριά μουκαι σε όλες τις εκκλησίες μπορεί η χάρη τους να με βοηθήσει τον αμαρτωλό.
Ώχου και αλλοίμονο, αγάπη μου, και νάθελε να σε ξαναδώ να μην έχω τον στερεμό σου και να καίγομαι, ώχου παιδάκια μου, μωρουδάκια μου, ώχου γλυκήτατά μου, ω φως των ματιών μου.
…………………………………………………………………………………….
Οι αναστεναγμοί καίνε τα χείλη μου και δεν έχω δροσισμό, τα μάτια μου δεν σταματάνε να τρέχουν λίγο νερό πίνω και πιο πολύ φαρμάκι κι όσες μπουκιές τρώω τόσους αναστεναγμούς βγάζω.
……………………………………………………………………………………….
Παρακαλώσε για το Θεό, μη πικραίνεσαι, μόνο σκέψου και βοήθησέμε. Πούλησε το αμπέλι, τα χωράφια κι ότι άλλο έχομε και δώσε τα άσπρα (χρήματα) στη (Σουλτάνα) να γράψει εκείνη πως τα πήρε για να λευτερωθώ.
Μη μ’ αφήσεις αγάπη μου να χαθώ, λυπήσουμε και πάλι σου ξαναλέγω μη πικραίνεσαι.
……………………………………………………………………………….
Τα μάτια μου μου τρέχουν σαν τον ποταμό και δεν μπορώνα τα σκολάσω, η καρδιά μου άφτει και βράζει σα χαράκωμα, μα δόξα σοι ο Θεός».
ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Κοντά στη Νίσυρο (στα Δωδεκάνησα), βρίσκεται το Νησί της Παναγιάς. Είναι ένας ξερόβραχος ακατοίκητος, χωρίς ούτε ένα φύλλο πράσινο, που οι κατακόρυφες πλαγιές του γκρεμίζονται στη θάλασσα. Στην κορυφή του νησιού υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι και μια μικρή σκήτη (κελί), με δύο καλογέρους. Οι Νισυριώτες ψαράδες άφηναν στις σχισμάδες των βράχων λίγα τρόφιμα , λίγο κρασί και κάποιο ζεστό ρούχο. Σ’ αυτό το βράχο πήγε και ο Τζαννής (παλιός πειρατής) για να προσευχηθεί και να μετανιώσει για τα κρίματά του.
Οι καλόγεροι έφτιαξαν μια βαρκούλα και την κατέβαζαν με βαρούλκο (ειδικό μηχανισμό), από τα απόκρημνα βράχια.
Οι δυο πήγαιναν στη Νίσυρο για να ψωνίσουν ότι χρειάζονταν κι ο ένας έμενε πίσω, για να βοηθήσει και να ανεβάσει τη βάρκα με το βαρούλκο.
Έτσι έγινε και τούτη τη φορά. Οι δυο καλόγεροι έφυγαν κι έμεινε ο Τζαννής να περιμένει. Όταν γύρισαν ο καλόγερος άρχισε να ανεβάζει τη βάρκα που του φάνηκε βαριά και ήταν σκεπασμένη με ένα καραβόπανο.
« Τι φέρατε εκεί ευλογημένοι; τους φώναξε».
«Ανέβασέ μας και θα δεις!» του αποκρίθηκε μπουκωμένη μια φωνή.
Ο καλόγερος τους ανέβασε και τότε μέσα από τη βάρκα πετάχτηκαν έξη πειρατές.
Ο Τζαννής έτρεξε και πήρε το σπαθί του.
«Καλόγερε δώσε μας το θησαυρό είπαν οι Κουρσάροι, τους συντρόφους σου τους σφάξαμε γιατί δεν θέλησαν να μαρτυρήσουν που έχετε κρυμμένο το θησαυρό αν δεν θες να πας να τους ανταμώσεις μίλα!»
Δεν υπάρχει θησαυρός τους είπε ο καλόγερος , αλλά αυτοί και πάλι δεν τον πίστεψαν. Τότε έγινε άγρια μάχη όπου σκοτώθηκαν οι έξη πειρατές αλλά και ο καλόγερος. Από τότε το νησί ονομάστηκε το «Νησί του Καλογέρου».
«Κάποτε στο Αιγαίο». Γιάννη Σπανδώνη εκδ. Ωκεανίδα.
ΝΑΞΟΣ
«Οι Κασώτες τερατές».
Ο παπά-Σκεποφύακας επαντρεψένε τη θυγατέραν του μ’ ένα βοσκό. Την άλλη μέρα ο βοσκός εδιάηκενε για το κοπάδι ντου και ήκαμενε έξε μήνες να πάει στο χωριό, γιατί εφοβούντανε να μην του πάρουνε τα ζα Κασώτες τερατές. Επήενε ο παπά-Σκεποφύακας στ΄ακρωτήρι και τούπενε.
- Βρε είντα χάλια είναι εφτά που κάνεις, και απότι επαντρεύτης δεν περνάς πια από το χωριό να’ δης τη’ υναίκα σου, σκιάξε τα ζα μεσ’ στσι φίδες (Θάμνους) να μη φαίνουνταινε και έλα να πάμε στο χωριό.
- Δεν έρχομαι, πεθερέ, γιατί θα μου πάρουνε οι τερατές τα ζα. Ύστερα από πολλή ώρα τον εκατάφερένε ο παππάς να πάνε στο χωριό.
Στο δρόμο που πααίνανε, όντε ν’ επατούσανε σε μια κορφή που τη λένε «Λεπρό» εύρισενε και κοίταξενε ο βοσκός απίσω ντου και είδενε ένα καίκι, που ήραζενε στον Πάνορμο και λέει του παπά:
- Θωρείς το πεθερέ, το καίκι που πάει ν’ αράξει;
-Θωρώ το.
-Έ, εκείνο δα, έχει μέσα τερατές και θα μου πάρουνε τα ζα.
-Μωρέ άντε μα δε στα παίρνουνε.
-Πήγε ο βοσκός στο χωριό, μα την άλλη μέρα που πήενε για το κοπάδι ντου, τούχανε πάρει εκατό ζα».
Αφηγητής Γ. Κ. Χουζούρης
«To σπουδαιότερο εισόδημα των Μανιατών _γράφει κάποιος περιηγητής- είναι η πειρατεία, το δε μεγαλύτερον εμπόριον είναι των αιχμαλώτων. Το Οίτυλον (περιοχή της Μάνης), λεγόταν Μέγα Αλγέριον, παντού αιχμαλωτίζουν, πωλούντες τους μεν χριστιανούς εις τους Τούρκους, τους δε Τούρκους εις τους χριστιανούς…»
( Κ. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς (1453-1821).
« Μόλις τα βοσκοκόπελα, από τις βίγλες, βιγλατούρια και μεροβίγλια που είχε το νησί – γράφει ο κ. Μπαρδάνης- εβλέπανε τους πειρατές να πλησιάζουνε τη Νάξο,
ετρέχανε και εξεκουδουνούσανε τα ζα, για να μην προδίδουν τα κουδούνια την ύπαρξη των ζώων μέσα στις ρεματιές κι έτσι εγλυτώνανε από τους πειρατές.
Ύστερα εζωνόντανε τα όσα κουδούνια μπορούσανε και τα εσείανε, τρέχοντας, στις βουνοκορφές για να ειδοποιούσανε έτσι τις οικογένειές τους να πάνε στους κρυψώνες τους, στις γύρω σπηλιές των βουνών».
Με το σείσιμο των κουδουνιών παραπλανούσαν ασφαλώς τους πειρατές και για την πραγματική θέση των κοπαδιών
(Μ. Μπαρδάνη: Η Απεραθίτικη γλώσσα, εφημ. «Ναξιακό Μέλλον», Αυγ. 1974).
ΠΑΡΟΣ
« Άντρο , Αίγινα και Πάρο περιβόλι των κουρσάρω». Αιγινήτικη παροιμία.
H Πάρος και η Αντίπαρος εξ αιτίας της θέσης τους στις Κυκλάδες και των κατάλληλων λιμανιών τους, ιδιαίτερα της Νάουσας, υπήρξαν σχεδόν μόνιμα, σ’ όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας-Τουρκοκρατίας, καταφύγια κι ορμητήρια των διαφόρων κουρσάρων και πειρατών Φράγκων, Ελλήνων, Τούρκων και άλλων.
«Μανιάτες, Κρητικοί , Κεφαλονίτες, Μαλτέζοι ,Κορσικανοί, Μαγιορκίνοι, λογής Ευρωπαίοι, άνθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού», πολλοί απ΄ αυτούς παντρεμένοι στο νησί, έχοντας τα λιμάνια και τους όρμους σαν βάση, στήνοντας παγίδες και κάνοντας διάφορες εξορμήσεις, λεηλατούσαν κι άρπαζαν τα διάφορα περαστικά καράβια ή λήστευαν τα γειτονικά νησιά, «όπου σκλάβωναν άντρες, γυναίκες, αρπάζανε ζώα, διαγουμίζανε σπίτια και σχεδίν ανεμπόδιστοι διαπράττανε κάθε ασχήμια».
Μέχρι δικές τους αποθήκες διέθεταν οι κουρσάροι πάνω στο νησί, για τη φύλαξη, αποθήκευση και διάθεση της πλούσιας λαφυραγωγίας τους. Εδώ φέρνανε και πουλούσανε τα διάφορα λάφυρα από τις ληστείες τους.
«Αλλά η διαγωγή τους δεν ήταν καλή …..κι επάνω στους τόπους που τους φιλοξενούσαν στην Πάρο και στην Αντίπαρο».
Κι εκεί παρόλο που διατηρούσαν αποθήκες γεμάτες με ότι είχαν κλέψει , άρπαζαν ότι θέλανε κι εξευτελίζανε τους αγαθούς νησιώτες. Συμπεριφέρονταν τόσο βίαια, που οι κάτοικοι της Νάουσας της Πάρου, απελπισμένοι με όσα τράβαγαν απ΄αυτούς, αποφασίσανε στα 1676 να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και ζήτησαν από τις τουρκικές αρχές να τους δοθεί κάποιος άλλος τόπος για να εγκατασταθούν.
Οι Παριανοί, μη μπορώντας να τα βάλουν ανοιχτά με τους πειρατές- κι επειδή οι τούρκοι δεν τους έδωσαν άλλο χώρο για να κατοικήσουν- άλλοτε προσπαθούσαν να τους εξευμενίσουν (τους πειρατές) κι άλλοτε να τους καταδώσουν στους Τούρκους. Αν τους κατέδιδαν στους Τούρκους οι πειρατές τους εκδικούνταν , αν πάλι έκρυβαν από φόβο τους κουρσάρους τους τιμωρούσαν οι Τούρκοι, ότι και να έκαναν πάντα εύρισκαν τον μπελά τους.
Το 1537 ο Βαρβαρόσσα επιτέθηκε με τόση αγριότητα στην Πάρο και λεηλάτησε, σκότωσε όχι μόνον αυτούς που αντιστάθηκαν αλλά και τους γέροντες. Τους νέους δε τους πήρε για κωπηλάτες στα πλοία του, τα πιο μικρά αγόρια τα έστειλε στη σχολή της Κωνσταντινούπολης για να γίνουν Γενίτσαροι.
Η παράδοση έχει ως εξής:
Το φρούριο του Κεφάλου (ΑΓ. Αντωνίου) πολιορκείται από τους Τούρκους του Χαϊριδίν Βαρβαρόσσα στα 1537. Εκεί έχουν οχυρωθεί οι γενναίοι του Ενετού δυνάστη Σαγρέδο Βερνάδο και αμύνονται ανδρεία. Στην απόκρουση των επιθέσεων βοηθούν και οι ντόπιοι. Και τότε κάποιος Τούρκος ντύνεται γυναίκα και παρουσιάζεται κάτω από τα τείχη, παρακαλώντας και εκλιπαρώντας:
- Ανοίξτε, είμαι χριστιανή και έγκυος. Θα με πιάσουν οι άπιστοι.
- Φυσικά η είσοδός της επιτράπηκε και τότε μαζί με τη γυναίκα (Τούρκο), μπήκαν και οι βάρβαροι και πήρανε το κάστρο. Τότε ήτανε που σφάξανε χιλιάδες παριανούς κατοίκους εξανδραπόδησαν τόσους.
Αφηγ. Ιωάννης Φραντζής-Ντετόρος, Πάρος.
«……Πάρο, μηλιά μυριστική, μήλο του Παραδείσου.
Πάρο και τι σου οργίσθηκε αυτός ο Παρπαρούσης…».
• Ο Γιώργος Λεονάρδος στο Βιβλίο του: Μπαρμπαρόσα ο Πειρατής , αναφέρει ότι ο πειρατής γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και αργότερα αφού εξισλαμίστηκε έγινε αρχηγός του Τουρκικού στόλου.
• Το Μάϊο του 1668 Καταστράφηκε η Παρκιά από τον Καπλάν Πασά και πολιορκήθηκε η Καταπολιανή.
• Αργότερα ο Μουσταφά Καπλάν στράφηκε εναντίον των νησιών
Κτυπά πρώτα την Πολύκανδρο (Φολέγανδρο), κατόπι τη Σίκινο, το Δεσποτικό, τη Σίφνο και φτάνει στην Παρκιά.
Σύμφωνα με την παράδοση :
- Μια μέρα Σαρακινοί πειρατές κα΄νανε επιδρομή στην Πάρο και λεηλάτησαν και την Καταπολιανή. Κλέψανε την εκκλησία αλλά θέλανε να κλέψουν και το Κιβώριο της Αγίας Τράπεζας. Το κατεβάσανε και προσπαθούσαν να το βγάλουν από τον ναό και να το μεταφέρουν στο καράβι τους . Αλλά όσο πλησιάζανε στην πόρτα της εκκλησίας τόσο αυτό μεγάλωνε και γινόταν ασήκωτο: Τόσο που στο τέλος δεν μπορούσαν να το σηκώσουν. Οι πειρατές θημωμένοι το σπάσανε και φύγανε. Σήμερα το κιβώριο υπάρχει στην εκκλησία με τα σημάδια από το σπάσιμο και το ξανακόλλημά του.
ΣΙΦΝΟΣ
Η Σίφνος γνώρισε κι αυτή πολλές πειρατικές επιδρομές. Η σπουδαιότερη είναι αυτή που συνδέεται με την Παναγία τη Χρυσοπηγή κι έγινε θρύλος. Αναφέρεται στην σωτηρία τριών γυναικών που πήγαν να προσκυνήσουν και βρέθηκαν μπροστά στους κουρσάρους που κοιμόντουσαν εκείνη την ώρα μέσα στην εκκλησία.
Η σωτηρία τους αποδόθηκε σε θαύμα της Παναγίας.
Να τι λέει η παράδοση:
«Το γιοφύρι.
Χριστιανές αγνές ψυχές αφοσιωμένες στην πίστη η γριά Τριπολιτσιά μ΄ άλλες δυο γειτόνισσες πήγαιναν κάθε Σάβατο βράδυ στη Χρυσοπηγή, άναβαν τα καντήλια της Μεγαλόχαρης και την ελιβάνιζαν και με την αυγή ήταν στη λειτουργία του χωριού τους.
Τότε κουρσάροι ερήμαζαν τα νησιά, νωρείς είχαν δει από τις βίγλες (παρατηρητήρια) τα κλέφτικα τσερνίκια (πειρατικά πλοία) να περνούν κοντά στο νησί. Όλη τη νύχτα οι νησιώτες περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τους κουρσάρους να φανούν.
Οι προσκυνήτριες όμως ήταν οπλισμένες με την πίστη τους, άμα ψήλωσε η πούλια πήραν κεριά, λάδι και λιβάνι κι εξεκίνησαν για το Σαββατιάτικο τάξιμό τους.
Μόλις είδαν ψηλά από το βουνό την εκκλησία που είναι στο ακρογιάλι σκοτεινή αγριεύτηκαν, γιατί τότε δεν έμενε κανένα ξωκλήσι σβηστό.
¨Όταν μπήκαν στην αυλή της εκκλησίας τότε η μία είδε ένα καϊκι στον κάβο, αλλά πίστεψαν, πως ήταν ψαράδικο. Όταν όμως έφτασαν στην πόρτα της εκκλησίας,άκουσαν βαρύ ρουχαλητό.
- Κουρσάροι είπαν! Στάθηκαν λίγο διστακτικές, μα η πίστη τους νίκησε.
Πάμε να ανάψομε την Παναγία , είπε η γριά Τριπολιτσά , η Χάρη της δεν θα μας αφήσει να χαθούμε.
Πέρασαν δίπλα από τους κοιμησμένους κουρσάρους, έφτασαν στο τέμπλο, άναψαν τα καντήλια, ελιβάνισαν, επροσκύνησαν , προσευχήθηκαν και ξεκίνησαν να φύγουν
Είχαν φτάσει πια στο κατώφλι , όταν ένας κουρσάρος ξύπνησε αγριεμένος από τη μυρωδιά του λιβανιού, ξαφνιάστηκαν κι οι υπόλοιποι και πήραν τα γιαταγάνια τους και βγήκαν από την εκκλησιά, πλησίασαν τις γυναίκες με υψωμένα τα γιαταγάνια , όμως ξαφνικά η γη σκίστηκε μετά από έναν μεγάλο σεισμό ,η θάλασσα μπήκε ανάμεσά τους και οι πειρατές μείναν από τη μια πλευρά κι οι γυναίκες από την άλλη. Οι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν και έφυγαν να πάνε να παρακολουθήσουν τη λειτουργία στην εκκλησία του χωριού τους»
ΑΜΟΡΓΟΣ
Οι πειρατικές επιδρομές κατά της Αμοργού ξεκίνησαν από τα βάθη της Αρχαιότητας και συνεχίστηκαν και σε μεταγενέστερες εποχές όπως στην εποχή του Βυζαντίου και της Ενετοκρατίας-Τουρκοκρατίας.
Το 1797 Μανιάτες πειρατές λεηλάτησαν κι εγύμνωσαν τον τόπο.
Άδειασαν τα σπίτια (οι ιδιοκτήτες τα είχαν εγκαταλείψει και είχαν φύγει στα βουνά), έσπασαν τα σεντούκια, τα γράμματά τους όλα χάθηκαν και δεν τους άφησαν ούτε ένα ρούχο.
Τους Μανιάτες καταδίωξαν κάποια παλικάρια από την Αμοργό.
« να βγάλουν τότες όνομα’ ς Ανατολή και Δύσι,
‘ςτην Αμοργόν άλλην φοράν κλέπτης να μη πατήση».
Φαίνεται ότι οι Αμοργιανοί λόγω της λεηλασίας από τους πειρατές ζήτησαν από τους Τούρκους να μην πληρώσουν φόρους για τρία χρόνια, αλλά οι Τούρκοι δεν συμφώνησαν και τους είπαν ότι θα τους τιμωρήσουν αν δεν καταβάλουν τον επιβεβλημένο φόρο.
Πειρατές στα Παραδείσια
Πειρατές άραξαν στα Παραδείσια και σκορπίστηκαν για να ληστέψουν . Πήγαν στην Κάτω Μεριά στην Κολοφάνα, αλλά οι κάτοικοι που είχαν ειδοποιηθεί κρύφτηκαν. Οι άντρες έστησαν καρτέρι στους πειρατές και παρόλο που αυτοί είχαν ανάψει φωτιές για να έρθουν να τους πάρουν με τις βάρκες , οι Αμοργιανοί τους επιτέθηκαν και σκότωσαν τους περισσότερους , μόνο λίγοι κατόρθωσαν να γλιτώσουν πέφτοντας στην θάλασσα.
Δυο πειρατές όμως κρύφτηκαν σε μια σπηλιά και το πρωί κατεβαίνοντας στον Όρμο του Κάτω Κάμπου βρήκαν δύο γυναίκες και τις πήραν αιχμάλωτες μαζί τους. Στον Κάβο του Τρούλλα είδαν το πλοίο τους να κόβει βόλτεςανοιχτά ,τους έκαναν σινιάλο με φωτιές και ήρθε μια βάρκα και τους πήρε μαζί και με τις δυα γυναίκες. Η μια είχε μαζί της το μωρό της. Οι γυναίκες φτάνοντας στον Κάβο Βούλγαρη της Κέρου έκλαιγαν απαρηγόρητες που έφευγαν μακριά από το νησί και τους δικούς τους.Οι πειρατές για να διασκεδάσουν έβαλαν τις γυναίκες να τραγουδήσουν με το ζόρι .
Η πρώτη τραγούδησε:
« Όμορφο πουν’ το κάτεργο (πλοίο) κι όμορφα π’ αρμενίζει
κι όμορφοι πούν’ οι ναύτες του κι αυτός που τους ορίζει».
Η δεύτερη μωρομάνα τραγουδά:
«Κούνια μου κούνα το παιδί, κούνια νανούρισέ το κι αν σου γυρέψει και βυζί , σκύψε και βύζαξέ το’.
Ο καπετάνιος του πειρατικού λυπήθηκε τον πόνο της δεύτερης γυναίκας και τις άφησε ελεύθερες στον Κάβο του Τρούλλη.
Ο Άγιος κάνει το θαύμα του.
Στον κάμπο τις Καλοταρίτισσας άντρες και γυναίκες θέριζαν αμέριμνοι. Ανάμεσά τους και μια μωρομάνα που θήλαζε πιο πέρα το μωρό της και τούπαιζε στην ανεμόκουνια. Ξαφνικά πλάκωσαν πειρατές. άντρες και γυναίκες έτρεξαν για να σωθούν, η μάνα όμως πιάστηκε. Οι πειρατές την πήραν μαζί τους κι άφησαν στην κούνια το μωρό παρά τις παρακλήσεις της. Το πλοίο ανοίχτηκε στο πέλαγος.
Περνώντας μπροστά από το ξωκλήσι που τόσες φορές είχε ανάψει το καντήλι, η γυναίκα προσευχήθηκε θερμά για τη σωτηρία της . Τότε έγινε το θαύμα. Το πλοίο έμεινε ακίνητο, δεν πήγαινε ούτε μπρος ,ούτε πίσω. Οι πειρατές τότε φοβήθηκαν κατάλαβαν, γύρισαν πίσω στον όρμο της Καλοταρίτισσας κι άφησαν τη γυναίκα λεύτερη.
Δημοτικό τραγούδι της Αμοργού « Ο Σκλάβος».
« Σαράντα κάτεργα’ μεστα κι εξηνταδυό φρεάδες.
Κ’ είχομεν σκλάβους εκατό στην άλυσι βαρμένους,
Στην άλυσι, στα σίδερα και στην βαρειά καδένα
Κι ο σκλάβος ενεστέναξε κι εστάθη η φρεάδα.
-Ποιος είναι π’ αναστέναξε και στάθη η φρεάδα ;
αν είν’ από τους σκλάβους μου να τον ελευτερώσω
κι αν είν’ από τη λεβεντιά λουφέ να της εδώσω.
-Εγώ’ μαι π’ ανεστέναξα και στήθη η φρεάδα.
- Σκλάβε πεινάς, σκλάβε διψάς, σκλάβε γδυμνόν σ’ αφήκαν;
-Μηδέ πεινώ, μήτε διψώ, μηδέ γδυμνιό μ’ αφήκες,
της νιότης μου θυμήθηκα, της δόλιας μου γυναίκας,
που’ μουν τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
εχτές πουλούν τα ρούχα μου, σήμερον τα’ άρματά μου,
αύριον την γυναίκα μου την ευλογούνε μ’ άλλον.
-Σκλάβε ξανατραγούδησε και να σε ελευτερώσω.
……………………………………………………
Κι ο σκλάβος ετραγούδησε κι ο πειρατής του έδωσε τη λευτεριά του.
ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ
Το ου 1816 ένα κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές σε επιδρομή στη Σχοινούσα, αιχμαλωτίζει Ναξιώτικη βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γιωργάκη Μπαρδάκα, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Ξεγυμνώνουν τον Μπαρδάκα με τη συντροφιά του και τους αφήνουν γυμνούς να γυρίσουν στη χώρα.
Να τι λέει η Παράδοση:
Η σπηλιά του Μανιάτη.
Κάποτε , λέει, ένας πειρατής από τη Μάνη, βγήκε στη Σχοινούσα για να ληστέψει, για πειρατεία. Διάλεξε να ληστέψει την εκκλησία «Παναγία η Ακαθή».
Την ώρα της ληστείας, έβλεπε την εικόνα και νόμιζε πως τον παρακολουθεί συνέχεια ( έχεις προσέξει μερικές εικόνες πούναι έτσι ζωγραφισμένες, που τα μάτια τους θαρρείς πως σε κοιτάζουνε, όπου κι αν πας;). Νευρίασε κι αυτός κι έβγαλε την κουμπούρα του και πυροβόλησε την εικόνα και την τρύπησε.
Μετά πήρε τη λεία του κατέβηκε για να φύγει και στο δρόμο του γλίστρησε κι έπεσε κάτω , πλάι σε μια σπηλιά και σκοτώθηκε.
Από τότε πια πήρε τ’ όνομα « η σπηλιά του Μανιάτη». Η σπηλιά είναι κοντά στην ακρογιαλιά, δίπλα στο πηγάδι, πάνω ακριβώς από το λιμανάκι.
Αφηγ. Γεώργιος Ι. Τζαννετής, Εκπαιδευτικός.
Καλόξυλος Νάξου»
ΑΝΑΦΗ
Η Ανάφη είναι περήφανη για τον τρομερό πειρατή που έβγαλε τον Ιωάννη Δελοκάβο
Ήτανε άντρας θηρίο. Έζησε επί Φραγκοκρατίας κι όργωσε όλο το Αιγαίο με τα καράβια του. Το 1269 ελευθέρωσε την πατρίδα του, Ανάφη από τους Φράγκους και την παρέδωσε λεύτερη στους πατριώτες του. Έτσι το νησί έμεινε ελεύθερο μέχρι το 1307 που το κατέλαβε ο Γιαννούλης Γοζαδίνος.
Άλλοι λένε πως καταγόταν από την Ανάφη κι άλλοι πως ήταν Ιταλός και μάλιστα Γενοβέζος.
ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ
Στο Β. Α. μέρος του Παλαιοκάστρου της Φολέγαντρος και σε τριάντα μέτρα από τη θάλασσα βρίσκεται η Χρυσοσπηλιά. Φαίνεται ότι στην παλιά εποχή χρησίμευε σαν Ιερός χώρος γιατί βρέθηκαν αγαλματίδια, κομμάτια από αγγεία κλπ
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας η σπηλιά χρησίμευε σαν καταφύγιο των κατοίκων από τους πειρατές.
Η επιδρομή στη Χρυσοσπηλιά:
Στα 1770 η χώρα του νησιού ήταν χτισμένη στο Παλαιόκαστρο , πάνω από την Παναγιά , στο Νότιο μέρος του νησιού. Στο βορεινό μέρος του Παλαιοκάστρου βρίσκεται η Χρυσοσπηλιά
Εκεί έτρεχαν οι κάτοικοι για να γλιτώσουν από τους πειρατές (μιας και έχει και μπόλικο νερό). Σε μια τέτοια επιδρομή οι κάτοικοι κρύφτηκαν οι πειρατές όμως οργισμένοι άρχισαν να τους ψάχνουν.
Εκεί σε ένα μονοπάτι πρόλαβαν μια γριά πούτρεχε προς το σπήλαιο. Η γριά βαστούσε μαζί και τη σβία της (ρόκα), για να ασχολείται όσο θα κρατά η πολιορκία. Την πιάσανε όμως οι πειρατές στα « Ελληνικά σκαλιά» και της λένε:
- Πες μας που είναι οι άλλοι και θα σου χαρίσουμε τη ζωή.
-Η γριά αναγκάστηκε να τους δείξει τη σπηλιά.
Όταν οι πειρατές πέτυχαν το σκοπό τους, τη βασάνισαν και τη σπρώξανε στο γκρεμό, όπου κομματιάστηκε. Εκεί έπεσε κοντά σε μια μικρή σπηλιά που ονομάστηκε «της γριάς το σπηλίδι».
Μπροστά στο στόμιο της Χρυσοσπηλιάς υπήρχε φαίνεται παλαιότερα τοίχος με πολεμίστρες για να αμύνονται οι πολιορκημένοι. Οι πειρατές κατέβηκαν στη σπηλιά και ανατίναξαν το τοίχος με βαρέλια μπαρούτι και θειάφι, με αποτέλεσμα άλλοι να σκοτωθούν κι άλλοι να πεθάνουν από ασφυξία.
Στην επιδρομή αυτή σκοτωθήκανε όλοι οι κάτοικοι του νησιού».
Αφηγ. Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας
Φολέγανδρος
Από επίσημα όμως ιστορικά στοιχεία φαίνεται ότι στα 1715 εξοντώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων, όχι όμως όλοι όπως λέει η παράδοση, έτσι η ζωή συνεχίστηκε πάνω στο νησί.
Μια άλλη παράδοση λέει ότι :
Την 1η Μαΐου του1790, παρουσιάστηκαν έξω από το νησί δεκαοχτώ πειρατικά αλγερινά πλοία –φούστες- που κατευθύνονταν στην ακτή της Πλάκας.
Τότε φοβισμένοι οι κάτοικοι κατέφυγαν στην εκκλησιά της Παναγιάς πάνω στο βουνό.
Με δεήσεις και δάκρυα στα μάτια μετέφεραν την εικόνα της Παναγίας στην άκρη του ψηλού βράχου που απ΄κάτω απλωνόταν η θάλασσα και παρακαλούσαν τη Μεγαλόχαρη να τους προστατέψει.
Αμέσως ένας δυνατός βοριάς φύσηξε και όλα τα πειρατικά πλοία βούλιαξαν. Κανένας από το πλήρωμα των πλοίων δεν σώθηκε, εκτός από έναν αιχμάλωτο χριστιανό, που κολυμπώντας έφτασε στην παραλία της Πλάκας.
Αυτός είπε στους Φολεγανδρίτες ότι μια αστραπή που’ ρχότανε απ’ το βουνό –από την εικόνα- αναποδογύρισε τα πλοία.
Από τότε η Πρωτομαγιά θεωρείται πολύ μεγάλη γιορτή για τους κατοίκους του νησιού.
Αφηγ. Πέτρος Γαβαλάς, Φολέγανδρος
ΚΙΜΩΛΟΣ ή Αργκεντιέρα.
Η Κίμωλος από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα υπέφερε πολύ από τους Κουρσάρους και τους πειρατές. Στην Παναγιά την Πανωβάρδια οι Κιμωλιάτες φυλάγανε βάρδια γιατί φοβόντουσαν τους κλέφτες (είχανε δηλ παρατηρητήριο). Μόλις βλέπανε πλεούμενο ειδοποιούσαν τους κατοίκους κι εκείνοι κλείνονταν στο Κάστρο ( που το είχαν φτιάξει οι Βενετοί),μαζί με τα ζώα τους.
Παρόλα αυτά στα 1638 οι κουρσάροι αποβιβάζονται στην Κίμωλο και καίνε το μοναδικό χωριό, με τους διακόσιους κατοίκους του, με αποτέλεσμα να ρίξουν τους Κιμωλιάτες σε πολύ μεγάλη φτώχια.
¨οσοι μπόρεσαν να καταφύγουν στη Σίφνο επέστρεψαν και πξανάκτισαν το κάστρο τους όμως και πάλι τους περίμενε η ίδια τύχη, ώσπου στο τέλος έγινε ορμητήριο χριστιανών πειρατών. Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Βενετοί επέβαλαν φορολογίες στο νησί αλλά και στρατολογούσαν ανθρώπους για να κάνουν κουπί.
Συχνά ο Βενέτικος στόλος άραζε στα λιμάνια της Πάρου, της Κιμώλου, της Μήλοτ, της Νάξου για να ξεκουραστεί, να διασκεδάσει και να καταληστέψει τους κατοίκους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, « οι Βενετοί έκοψαν όλα τα ληόδεντρα στο νησί, κατά τους πολέμους που είχαν εναντίον των Τούρκων».
« Η Βενετιά τον έστειλε τους Τούρκους να γυρεύει, τους ορθοδόξους χριστιανούς , γιάντα να τους παιδεύει;».
Χαρακτηριστικό της αθλιότητας που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο νησί, γράφει ο Χ. Μουστάκας και πόσο υπέφεραν οι φτωχοί κάτοικοί του είναι το πιο κάτω περιστατικό.
«Ένας από τους πειρατές της Μάλτας, βγήκε από το πλοίο του με δέκα περίπου πάνοπλους συντρόφους του. Οι πειρατές άρχισαν να ληστεύουν τους κατοίκους του νησιού. Την ίδια ώρα ο αρχιπειρατής έτρωγε στο σπίτι του Γάλλου προξένου. Κάποια στιγμή έφτασε τρέχοντας ένας πειρατής για να αναφέρει στον καπετάνιο του, ότι ένα πλοίο πάνοπλο εχθρικό, είχε μπει στο λιμάνι».
Ο αρχιπειρατής ζήτησε αμέσως να φέρουν αυτόν που είχε τοποθετηθεί στη σκοπιά για να παρακολουθεί το πέλαγος και δεν ειδοποίησε ότι κάποιο πλοίο πλησιάζει.
Ο Κιμωλιάτης έφτασε τρέμοντας αλλά στάθηκε τυχερός γιατί το πλοίο δεν ήταν Τούρκικο αλλά Γαλλικό κι έπειτα κι από παράκληση του προξένου ο νησιώτης δεν τιμωρήθηκε.
Παλαιότερα για τον ίδιο λόγο κάποιος άλλος παρατηρητής τιμωρήθηκε πολύ σκληρά από άλλον πειρατή. Αφού τον χτύπησε πολύ άσχημα , διέταξε να του γκρεμίσουν το σπίτι του και δεν του επέτρεψε να το ξανακτίσει.
ΜΗΛΟΣ
Η Μήλος εξαιτίας της επίκαιρης θέσης της -πέρασμα για τη Σμύρνη και για την Πόλη- αλλά και σαν καλό αραξοβόλι (καλό λιμάνι), έγινε φωλιά πειρατών ξένων αλλά και ντόπιων. Όλο το διάστημα από το 17ο ως και το 19ο αι.
Το 1678 γράφει ο Γραμματέας της Ολλανδικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη:
« Στη Μήλο συγκεντρώνονται πολλοί κουρσάροι , εδώ φέρνουν τα λάφυρα τους και γίνονται αγοραπωλησίες. Η Καθολική Εκκλησία έχει ένα μοναστήρι Καπουτσίνων (είδος Μοναχών) που είναι υπό την προστασία του Γάλλου Προξένου. Η Μήλος πληρώνει κάθε χρόνο στο Σουλτάνο πέντε χιλιάδες τάλληρα».
Οι φοβεροί πειρατές Μανέττας, Αρμακόλας, Κατραμάς, Λόλιος, Φραγκόπουλος όλο το χειμώνα τον περνούσαν στο νησί, τρώγοντας, πίνοντας και διασκεδάζοντας. Ο φοβερός αρχιπειρατής Καψής είχε στήσει το βασίλειό του στη Μήλο. «ο βασιλεύς της Μήλου», όπως τον αποκαλούσαν.
« Ήτον εις Μήλον υπανδρεμένος
ήτον και καπετάνιος ξακουσμένος
είχε και μίαν γυναίκα από το κάστρο
κι έλαμπε το πρόσωπό της ως τα’ άστρο».
Στα 1624 αναφέρεται ότι Τυνήσιοι πειρατές κουρσεύουν ένα ολλανδικό πλοίοπου ταξίδευε μέσω Μήλου και Σμύρνης για την Πόλη.
Ο Πατήρ Σωζέ ένας Γάλλος Ισουίτης (Καθολικός παπάς ), από τη Νάξο γράφει: «Ο Ιωάννης Καψής παρόλο που δεν καταγόταν από μεγάλη και πλούσια οικογένεια κατόρθωσε να ανακηρυχθεί κύριος του νησιού.
Οι Κάτοικοι της Μήλου άνθρωποι αντρειωμένοι, θαύμαζαν τα κατορθώματα του Καψή κι επειδή δεν μπορούσαν να ανεχθούν τον Τουρκικό ζυγό τον αναγνώρισαν άρχοντά τους.
Στον Μητροπολιτικό Ναό των Ελλήνων ο Λατίνος Επίσκοπος του κρέμασε στο λαιμό χρυσή αλυσίδα και ο λαός φώναξε:
-Ζήτω ο Καψής.
Κατοίκησε σε ένα μεγάλο σπίτι που το φρουρούσαν 25 ένοπλοι στρατιώτες, όταν δε έβγαινε από το σπίτι τον συνόδευαν 50 ένοπλοι.
Προσπάθησε να φέρεται σωστά και δίκαια ώστε να τον σέβονται οι κάτοικοι του νησιού και απένεμε δικαιοσύνη δίκαια και χωρίς να μεροληπτεί.
Η βασιλεία του διήρκεσε τρία χρόνια και θα διαρκούσε περισσότερο αν ο Καψής δεν εμπιστευόταν τους Τούρκους.
Η Πύλη, βλέποντας τα μέτρα που έπαιρνε ο Καψής και την αγάπη που του είχαν οι Μηλιοί θέλησαν να τον καταστρέψουν , όχι όμως με φανερή επίθεση.
Έστειλαν τρεις γαλέρες με την πρόφαση να εισπράξουν τους φόρους.
Μόλις οι Γαλέρες αγκυροβόλησαν ο Διοικητής τον επισκέφθηκε και τον διαβεβαίωσε για την εκτίμηση που του είχε ο Σουλτάνος και ότι θα συνέχιζε να τον εκτιμά όσο ο Κψής θα αναγνώριζε ως αφέντη το Σουλτάνο. Κατόπιν κάλεσε τον Καψή στη Γαλέρα. Ο Καψής για να μην φανεί εχθρικός απέναντι στους Τούρκους επισκέφθηκε το πλοίο συνοδευόμενος μόνο από 12 στρατιώτες.
Μόλις επιβιβάστηκε στο πλοίο τον περικύκλωσαν του αφαίρεσαν τη χρυσή αλυσίδα από το λαιμό και τον έδεσαν με αλυσίδες . Αμέσως δε σήκωσαν τα πανιά και ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη, όπου και μετά από λίγες μέρες τον κρέμασαν.
Οι Καπουτσίνοι (Καθολικοί καλόγεροι) έχτισαν οικία που έμοιαζε με Ακρόπολη (Κάστρο), αν και δεν ήταν παρά μόνο η εκκλησία με έξη-επτά κελιά.
¨όταν έμαθε για το κτίσμα ο Καπετάν Πασάς, έστειλε 30 γαλέρες, οι οποίες μόλις έφτασαν διέταξαν τους μοναχούς να βγουν έξω από το κτίριο και μετά από τρεις ώρες το έκαψαν».
Αυτό έγινε στα 1682, επειδή ο Καθολικός επίσκοπος είχε στέψει μέσα σ’ αυτήν την εκκλησία , βασιλιά της μήλου τον Καψή.
Η πειρατεία στη Μήλο, όπως και στα άλλα νησιά συνεχίστηκε ασταμάτητα μέχρι τα χρόνια του Καποδίστρια . Ο ναύαρχος Μιαούλης έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην πειρατεία , στις νότιες δε Κυκλάδες την καταστολή της Πειρατείας ανάλαβε ο Μ. Σούτσος.
ΣΥΡΟΣ
« Άι μου Γιώργη φύλακα, απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου, γιούργαρε τσι εχθροί μας
γύρω τριγύρω στο νησί πλανάρου οι γαλιώτες
κι αιφνίδια μας προβαίνουσι και μας πατούν οι κλέφτες…». Λαϊκό Συριανό.
Από την αρχαιότητα ακόμα η Σύρος όπως και τα άλλα Κυκλαδονήσια υπέφερε τα πάνδεινα από τους πειρατές.
Αλλά εκτός από τα αρχαία χρόνια από τον 7ο -11ο αιώνα η Σύρα υπέφερε από τους πειρατές και περισσότερο από τους Σαρακηνούς.
Τα τοπωνύμια Καστρί και Πύργος φανερώνουν οχυρές τοποθεσίες που πήγαιναν οι κάτοικοι για να προφυλαχθούν από τους πειρατές. Και το Βιγλοστάσι (Στην Ποσειδωνία), σήμαινε κάποια βίγλα απ ‘ όπου άναβαν φωτιά και ειδοποιούσαν για τους πειρατές που πλάκωσαν.
Στις αρχές του 13ου αιώνα η Σύρα καταλήφθηκε όπως κι άλλες Κυκλάδες από το Σανούδο και τον 16ο αι. από τον Βαρβαρόσσα.Σ’ όλο το 18 αι και στις αρχές του 19ουαι.ο πληθυσμός υπέφερε πολύ κι εκεί που άλλοτε ευημερούσε,
τώρα είχε αποδεκατιστεί. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην κορυφή του λόφου για ασφάλεια.
Τούρκοι, Σαρακινοί, Έλληνες, Δυτικοί όλων των ειδών οι κουρσάρει πέρασαν από το νησί.
Στα 1617 ο Αλή τσελεπής Καπουδάν Πασάς έκανε φοβερή επιδρομή στη Σύρο.
Μόλις τις βραδινές φάνηκε στο πέλαγος ολόκληρη η αρμάδα του Τουρκικού στόλου της Άσπρης θάλασσας, τρόμος κατέλαβε τους Συριανούς που πανικόβλητοι έφευγαν όλοι προς τα όρη, πολίτες και ιερείς.
« Τον Τούρκο στόλαρχο κατέβηκε να υποδεχθεί ο καθολικός Επίσκοπος Κάργας. Ο Πασάς ζήτησε από τον Επίσκοπο να του παραδώσει αμέσως τους Καθολικούς Ιερείς αλλά εκείνος του ανακοίνωσε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Τότε ο πασάς εξοργίστηκε και συνέλαβε τον Επίσκοπο μαζί με τον παππά που τον συνόδευε, Μιχαήλ Βουτσίνο. Και διέταξε αμέσως να λεηλατήσουν την πόλη.
Η καταδίωξη ήταν φοβερή και γινόταν σε βουνά, σπηλιές, ναούς ( όπου έπαιρναν τα ιερά σκεύη και άμφια )και σπίτια, απ’ όπου έκλεβαν ότι πολύτιμο εύρισκαν. Οι δυστυχισμένοι κάτοικοι δεν ήξεραν που να κρυφτούν.
Έκαψαν τα αρχεία της Επισκοπής και της κοινότητας, έκαψαν τους ανεμόμυλους και πολλά σπίτια. Επίσης συνέλαβαν πολλούς κατοίκους που τους οδήγησαν στις τουρκικές γαλέρες.
Ο Πασάς την άλλη μέρα απαγχόνισε τον Επίσκοπο και τον ιερέα καθώς και πολλούς από τους άρχοντες ( Προεστούς)και έφυγε παίρνοντας μαζί του 300 αιχμαλώτους. Άφησε όμως πίσω του ένα πλοίο, με έναν Τούρκο Αγά και την εντολή να δεχτεί την καταβολή λύτρων, ώστε να εξαγορασθούν από τις οικογένειές τους, όσοι αιχμάλωτοι μπορούσαν γι αυτούς να πληρώσουν οι δικοί τους.
Όταν έφυγε ο πασάς πολλοί από τους κατοίκους έφυγαν τρομοκρατημένοι για τη γειτονική Τήνο».
Τα βάσανα των νησιωτών από τον Μοροζίνη περιγράφει ο Μπουνιαλής.
« Μόνο σας λέγω κλαύσατε για τη χριστιανοσύνη
για τούτα όλα τα νησιά στο κρίμα όπου γίνει.
Αν στέκουν με τα’ Αγαρηνούς ή με τους Φράγκους λάχουν
Εις όποια χέρια τύχουσι, τούτα οι Ρωμαίοι τά’ χουν.
Τα κάτεργα σηκώνονται και πιάνουσι στη Σύρα
Και τα χαράτσια όρισαν από δεκεί κι επήραν».
Οι Συριανοί όπως και οι υπόλοιποι νησιώτες, όταν βοηθούσαν από φόβο τους Φράγκους, έβρισκαν το μπελά τους από τους Τούρκους το ίδιο συνέβαινε όταν βοηθούσαν τους Τούρκους.
Πάντως σίγουρα προτιμούσαν να πληρώνουν τους φόρους στους τούρκους παρά να λεηλατούνται και να πουλιούνται δούλοι.
Εξαιτίας των επιδρομών οι Συριανοί φρόντισαν να επιδιορθώσουν τα τείχη του Κάστρου τους. Στα τείχη της πόλης υπήρχαν επτά ή Οκτώ πύλες- Καστρόπορτες που το βραδάκι έκλειναν. Η πόρτα που βρισκόταν προς το λιμάνι έκλεινε στις 9 το βράδυ πριν κλείσει χτυπούσε η καμπάνα για να θυμίσει στους κατοίκους ότι πρέπει να βιαστούν να επιστρέψουν . Αυτή η συνήθεια παρέμεινε (το κτύπημα της καμπάνας ) κι έτσι ακόμη κι όταν κτίστηκε η Ερμούπολη στις 9 το βράδυ οι καμπάνες των εκκλησιών εξακολουθούσαν να κτυπούν.
Παραδόσεις:
Οι Πειρατές συλλαμβάνουν τρεις γυναίκες.
Κάποτε τρεις γυναίκες βγήκαν στην Επάνω Μεριά στο λόφο Μύτακα στις θέσεις «Πλάτος» και «Κουλούρα» για να μαζέψουν χόρτα. Ξαφνικά μια ομάδα πειρατών που είχε αράξει στη Βαρβαρούσα ανέβηκε στο βουνό χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις γυναίκες.
Η ομάδα συνέλαβε τις γυναίκες και τις πήρεγια να πουληθούν ως σκλάβες στην αγορά των δούλων στο Αλγέρι.
Η μια από τις γυναίκες έχοντας ακούσει τα δεινά που περνούσαν οι σκλάβοι, καταράστηκε το μέρος που τις συνέλαβαν.
«ανάθεμά σε Μύτακα και Πλάτος και Κουλούρα
θάρρευα είναι Μεσσαριά κι ανέβαινα σιγούρα».
Η μία παό τις τρεις γυναίκες εξαγοράσθηκε από την οικογένειά της (πλήρωσε η οικογένεια) και απελευθερώθηκε.
Η Κιουρά του Πάγου.
« Μια μέρα κοντά στην εκκλησία «Κιουρά του Πάγου» ή «Μεγαλόχαρη του Πάγου», ξεκουραζόντουσαν άντρες και γυναίκες από την κούραση του θερισμού.
Κάποια στιγμή αντιλαμβάνονται να πλησιάζουν είκοσι περίπου κουρσάροι από την πλευρά του Γαλησσά. έντρομοι όλοι έτρεξαν να κρυφτούν στη μικρή εκκλησία.
Οι πειρατές κάθισαν να ξεκουραστούν στην αυλή της εκκλησίας μιας και ήταν σίγουροι ότι οι χωρικοί δεν μπορούσαν από πουθενά να διαφύγουν.
Τότε έγινε το θαύμα: Άνοιξε ο τοίχος (γύρω στο ένα μέτρο)πίσω από το ιερό και τότε όλοι οι χωρικοί βγήκαν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους πειρατές.
Όταν οι πειρατές έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα δεν βρήκαν κανένα ενώ το ρήγμα στον τοίχο είχε από μόνο του και πάλι κλειστεί.
Βιβλιογραφία:
«Πειρατεία στο Αιγαίο». Νίκου Κεφαλληνιάδη. Εκδ. Φιλλιπότης Iστορικά στοιχεία και παραδόσεις.
Ιστορικά Μυθιστορήματα.
«Μπαρμπαρόσα ο Πειρατής» Γιώργος Λεονάρδος . Εκδ. « Νέα Σύνορα»
«Κάποτε στο Αιγαίο». Γιάννη Σπανδώνη. Εκδ. Ωκεανίδα.
« Μηνάς ο Ρέμπελος» Κωστή Μπαστιά». Εκδοτική Αθηνών.
«Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου». Γιάννη Μαγκλή. Εκδ. Δωρικός