Photobucket

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Fluyt, Pirates Favour Target


A fluyt, fluit, or flute (Dutch pronunciation: [flœy̯t])[p] is a Dutch type of sailing vessel originally designed as a dedicated cargo vessel. Originating from the Netherlands in the 16th century, the vessel was designed to facilitate transoceanic delivery with the maximum of space and crew efficiency. The inexpensive ship — which could be built in large numbers[1] — usually carried 12 to 15 cannons, but was still a somewhat easy target for pirates. Nonetheless, the fluyt was a significant factor in the 17th century rise of the Dutch seaborne empire.[2]
[edit] Ship design

The standard fluyt design minimized or completely eliminated its armaments to maximize available cargo space, and used block and tackle extensively to facilitate ship operations. This ship class was credited in enhancing Dutch competitiveness in international trade, and was widely employed by the Dutch East India Company in the 17th and 18th centuries.[3] However, its usefulness caused the fluyt to gain such popularity that similar designs were soon developed by seagoing competitors of the Dutch.

The design of fluyts was largely similar to that of the early galleons. These ships typically weighed 200-300 tons and were approximately 80 feet in length (24.4 m). The pear-shaped vessel had a large cargo bay near the waterline and a relatively narrow deck above. In part, this design was a method used to avoid high taxes collected by Denmark in the Oresund, which was assessed based on area of the main deck. The fluyt was square rigged with two or three masts. Masts were much higher than those of galleons to allow for greater speed. At times fluyts were also armed and served as auxiliary vessels, which was a common practice in the Baltic Sea.

Ιωαννίτες Ιππότες, οι Κουρσάροι της Μεσογείου


Οι Ιωαννίτες Ιππότες, γνωστοί και ως Ανεξάρτητο Στρατιωτικό Τάγμα του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ της Ρόδου και της Μάλτας, Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, Οσπιταλιέροι και Ιππότες της Μάλτας, (Γαλλικά  Ordre Des Hospitaliers), είναι Ιπποτικό Θρησκευτικό Τάγμα, που ξεκίνησε ως Αμαλφικό  νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ το 1080 για να παρέχει φροντίδα στους φτωχούς, άρρωστους ή τραυματισμένους προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Μετά τη Χριστιανική εκστρατεία στην Ιερουσαλήμ το 1099, κατά την πρώτη Σταυροφορία, έγινε θρησκευτικό και πολεμικό τάγμα με δική του διοίκηση αναλαμβάνοντας την προστασία των Αγίων Τόπων. Μετά την ήττα και την εκδίωξη των Χριστιανικών δυνάμεων, το τάγμα συνέχισε τη δράση του αρχικά στη Ρόδο και μετέπειτα στη Μάλτα.

Όταν ο Ναπολέων κατέλαβε τη Μάλτα το 1798, οι Ιωαννίτες έπαψαν να έχουν εδάφη υπό την κατοχή τους και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, ως Ανεξάρτητο Ιπποτικό Τάγμα της Μάλτας.



Το 600μ.Χ.,ο αβάς Πρόβος διατάχθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο τον Α' να χτίσει ένα νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ για να φροντίζει τους Χριστιανούς προσκυνητές των Αγίων Τόπων.Το 800μ.Χ. ο Καρλομάγνος, Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επεξέτεινε το νοσοκομείο του Πρόβου και πρόσθεσε μία βιβλιοθήκη σε αυτό. Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο χαλίφης Άλ Χακίμ κατέστρεψε το νοσοκομείο μαζί με άλλα 3.000 κτίρια της Ιερουσαλήμ. Το 1023 έμποροι από το Αμάλφι και το Σαλέρνο πήραν άδεια από τον χαλίφη Αλ-Ζαχίρ της Αιγύπτου να ξαναχτίσουν το νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ. Το νέο νοσοκομείο χτίστηκε στο σημείο που βρισκόταν το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και λειτουργούσε από Βενεδικτίνους μοναχούς.

Το μοναστικό τάγμα ιδρύθηκε αμέσως μετά την Α' Σταυροφορία από τον Γεράρδο (γνωστό ως ο "Ευλογημένος"), του οποίου ο ιδρυτικός ρόλος επικυρώθηκε με Παπική Βούλα του πάπα Πασκάλ του Β' το 1113. Στον Γεράρδο δόθηκαν περιοχές και οικονομική βοήθεια για το τάγμα του στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο διάδοχος του, Ραϋμόνδος ντε Πονί της Προβηγκίας, εγκατέστησε το πρώτο σημαντικό νοσοκομείο των Ιπποτών του Ξενώνα κοντά στον Ναό της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ. Αρχικά, το τάγμα περιέθαλπτε προσκυνητές, αλλά σύντομα ήταν σε θέση να παρέχει ένοπλη συνοδεία η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε υπολογίσιμη δύναμη.

Οι Ιωαννίτες και οι Ιππότες του Ναού (Ναΐτες) (οι οποίοι συστάθηκαν το 1119), έγιναν τα πιο ισχυρά χριστιανικά τάγματα της περιοχής και κατάφεραν να διακριθούν σε αρκετές μάχες εναντίον των Μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικός του τάγματος ήταν ο μαύρος μανδύας με τον άσπρο σταυρό, σε αντίθεση με τον άσπρο μανδύα και τον κόκκινο σταυρό των Ιπποτών του Ναού. Έμβλημά τους ήταν το γεράκι.



Στα μέσα του 12ου αιώνα το τάγμα χωρίστηκε σε ένα πολεμικό τμήμα και ένα τμήμα που ασχολούνταν με την περίθαλψη των ασθενών και των τραυματισμένων. Ήταν, παράλληλα, και ένα θρησκευτικό τάγμα, στο οποίο είχαν δοθεί προνόμια από την παπική Έδρα. Για παράδειγμα, το τάγμα δεν αναγνώριζε κανενός είδους εξουσία πέρα (φυσικά) από την παπική, δεν πλήρωνε τον φόρο της δεκάτης και του επιτρεπόταν να διατηρεί δικά του θρησκευτικά κτίρια. Πολλά από τα πιο σημαντικά αμυντικά έργα (κάστρα κυρίως) των Αγίων Τόπων κτίστηκαν από τους Ιωαννίτες και τους Ιππότες του Ναού. Στην ακμή του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ οι Ιωαννίτες είχαν 7 οχυρά και 140 διάφορα άλλα κτήματα στην ευρύτερη περιοχή. Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά, οι βάσεις της δύναμης τους στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, ήταν το Κρακ των Ιπποτών και το Μαργκάτ. Η περιουσία του Τάγματος χωριζόταν σε "κοινόβια"(μοναστήρια), τα οποία διαιρούνταν σε "δικαιοδοσίες", που με τη σειρά τους χωριζόταν σε "ταξιαρχίες". Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανέλαβε την προστασία του τάγματος σε ένα καταστατικό προνομίων που εξέδωσε το 1185. Οι Ιωαννίτες προέρχονταν από όλη την Ευρώπη αλλά κυρίως από την Γαλλία όπως και οι Ναΐτες. Οι Ιωαννίτες είχαν το ισχυρότερο ιππικό και η έδρα τους ήταν όλη η Ευρώπη και, βεβαίως, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας.

Η ακμάζουσα δύναμη του Ισλάμ κατάφερε, τελικά, να απωθήσει τους Ιππότες από την Ιερουσαλήμ. Μετά την πτώση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (η ίδια η πόλη "έπεσε" το 1187), οι Ιωαννίτες περιορίστηκαν στην Κομητεία της Τρίπολης, και όταν η Άκκρα καταλήφθηκε το 1291 το τάγμα βρήκε καταφύγιο στο Βασίλειο της Κύπρου. Έχοντας αναμειχθεί με αρνητικές για το τάγμα συνέπειες στην πολιτική κατάσταση της Κύπρου, ο μάγιστρος Γκιγιόμ ντε Βιγιορέτ κατέστρωσε σχέδια απόκτησης ενός δικού τους χώρου κυριαρχίας,επιλέγοντας τη Ρόδο για νέο τους "σπίτι".Ο διάδοχος του Φούλκ ντε Βιγιορέτ εκτέλεσε το σχέδιο και, στις 15 Αυγούστου του 1309, μετά από δύο χρόνια εκστρατείας, το νησί της Ρόδου παραδόθηκε στους Ιωαννίτες. Επίσης απέκτησαν τον έλεγχο ενός αριθμού από μικρότερα γειτονικά νησιά καθώς και των Μικρασιατικών λιμανιών της Αλικαρνασσού και του Καστελόριζου.

Οι Ιππότες του Ναού διαλύθηκαν το 1312 και μεγάλο μέρος της περιουσίας τους δόθηκε στους Ιωαννίτες. Τα νέα "αποκτήματα" οργανώθηκαν σε 8 "Γλώσσες" (διοικητικές περιφέρειες του Τάγματος), οι οποίες βρίσκονταν σε 8 διαφορετικές περιοχές (Αραγονία, Αρβέρνη, Καστίλη, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Προβηγκία. Καθεμιά διοικούνταν από έναν "Ηγούμενο" (Prior) ή, εάν υπήρχαν περισσότερα από ένα "κοινόβια" στην διοικητική περιφέρεια, από έναν Μεγάλο Ηγούμενο (Grand Prior).

Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες, αναφερόμενοι τότε και ως "Ιππότες της Ρόδου" αναγκάστηκαν να γίνουν μια πιο εξεζητημένη στρατιωτική δύναμη, μαχόμενοι κυρίως ενάντια σε Τούρκους πειρατές. Αντιστάθηκαν σε δύο εισβολές, μία από τον Σουλτάνο της Αιγύπτου το 1444 και άλλη μία από τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Β', ο οποίος, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, είχε θέσει τους Ιωαννίτες ως στόχο "πρώτης προτεραιότητας".

Το 1494 οι Ιωαννίτες κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα στην χερσόνησο της Αλικαρνασσού, χρησιμοποιώντας κομμάτια από το (μερικώς) κατεστραμμένο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (ένα από τα επτά θαύματα του Αρχαίου Κόσμου).

Το 1522 μία νέου είδους και μεγέθους δύναμη "κατέφθασε" : 400 πλοία υπό την διοίκηση του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς,μετέφεραν 200.000 στρατιώτες στο νησί. Ενάντια σε αυτή τη δύναμη οι Ιωαννίτες, υπό τον μάγιστρο Φίλιππο Βιγιέρς, είχαν 7.000 άνδρες και τα οχυρωματικά τους έργα. Η πολιορκία διήρκεσε 6 μήνες, στο τέλος της οποίας επετράπη στους εναπομείναντες νικημένους Ιωαννίτες να αποσυρθούν στη Δύση. Μετά από αυτή την ήττα στην ξηρά, οι Ιωαννίτες άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά τις παλιές τακτικές του ιππικού, αναλογιζόμενοι την υπεροχή του εχθρού τους στην ξηρά και αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν πιο ευάλωτος στη θάλασσα.

Έτσι, την 1η Ιανουαρίου, στόλος 50 σκαφών απέπλευσε από το λιμάνι της Ρόδου έχοντας άγνωστη κατεύθυνση. Σε αυτόν επέβαιναν τα υπολείμματα των Ιωαννιτών καθώς και 4.000 Ρόδιοι, που προτίμησαν να τους ακολουθήσουν, όλοι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω της εξάμηνης πολιορκίας. Ο στόλος συγκεντρώθηκε στη Μεσσήνη της Σικελίας και στους Ιππότες δόθηκε ως προσωρινή κατοικία το Βιτέρμπο. Συνεπώς, ο Μάγιστρος του τάγματος είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει για να αποτρέψει τη διάλυση του τάγματος. Στα προβλήματα ήρθε να προστεθεί ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, ο οποίος έσπειρε τη διχόνοια στο τάγμα καθώς τα περισσότερα μέλη του ήταν Γάλλοι και Ισπανοί.

Τελικά, μετά από συνολικά 7 χρόνια μετακίνησης, το 1530, και μετά από πολλές διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες ο μάγιστρος του Τάγματος αποδείχθηκε εξαίρετος διπλωμάτης, τους παραχωρήθηκε από τον Πάπα και τον Βασιλιά της Ισπανίας(ως βασιλιάς και της Σικελίας) η Μάλτα μαζί με το Γκόζο και το Βορειοαφρικανικό λιμάνι της Τρίπολης. Για τις παραπάνω κτήσεις οι Ιωαννίτες απέδιδαν ετήσιο φόρο (την ημέρα του Ψυχοσαββάτου, συγκεκριμένα) στον Βικάριο (τοποτηρητή) του βασιλιά Φιλίππου Β.

Η Μάλτα αποτελούσε σημαντικό προπύργιο της Ευρώπης, έχοντας τεράστια στρατηγική σημασία δεδομένης της κατάστασης στη Μεσόγειο. Παράλληλα η Μάλτα αποτελούσε για αιώνες το σταυροδρόμι του δουλεμπορίου στη Δυτική Ευρώπη, αφού οι αιχμαλωτισμένοι Μουσουλμάνοι(αλλά και όποιος Αφρικανός έπεφτε στα χέρια των Ιωαννιτών) πωλούνταν ως δούλοι. Οι Ιωαννίτες συνέχισαν τη δράση τους εναντίον των Μουσουλμάνων, και παρά το μικρό αριθμό αριθμό πλοίων που διέθεταν κατάφεραν να προξενήσουν απώλειες στους Οθωμανούς, οι οποίοι δυσαρεστήθηκαν βλέποντας το τάγμα ξανά σε δράση.

Το 1565 ο Σουλεϊμάν έστειλε δύναμη 40.000 περίπου ανδρών να πολιορκήσει δύναμη 700 Ιπποτών και 8.000 στρατιωτών και να καταλάβει τη Μάλτα. Στην αρχή, η μάχη εξελισσόταν όπως η μάχη της Ρόδου : οι περισσότερες πόλεις καταστράφηκαν και σχεδόν οι μισοί ιππότες σκοτώθηκαν. Στις 18 Αυγούστου η κατάσταση των πολιορκημένων ήταν πλέον απελπιστική και, καθώς ο αριθμός τους λιγόστευε καθημερινά, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να επανδρώνουν τη μακριά γραμμή οχυρώσεων. Παρόλα αυτά, όταν το συμβούλιο του μάγιστρου Ζαν Παρσό Ντε Λα Βαλέτα πρότεινε την εγκατάλειψη του Μπιργκό και της Σέγκλης και την απόσυρση στο οχυρό Σαντ' Άντζελο, αυτός αρνήθηκε.

Ο Βικάριος δεν είχε στείλει βοήθεια. Πιθανώς οι διαταγές που έδωσε ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας δεν ήταν αρκετά σαφείς κ έτσι την ευθύνη του αν θα έπρεπε να σταλεί βοήθεια ή όχι θα έπρεπε να την επωμιστεί ο Βικάριος. Μία λάθος κίνηση θα έφερνε την ήττα, κάτι που σημαίνει ότι η Σικελία και η Νάπολη θα ήταν ευάλωτες από τους Οθωμανούς. Ο γιος του Βικάριου πολεμούσε στο πλευρό του Μάγιστρου οπότε ο ίδιος δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για την έκβαση της μάχης. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα αίτια της καθυστέρησής του, ο Βικάριος δεν επενέβη παρά μόνο όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί απο τις αβοήθητες δυνάμεις των Ιπποτών, αναλογιζόμενος και την αγανάκτηση των αξιωματικών του.

Στις 23 Αυγούστου εκδηλώθηκε άλλη μια μεγάλη επίθεση, η τελευταία μεγάλη προσπάθεια, όπως αποδείχθηκε, από την πλευρά των πολιορκητών. Η επίθεση απωθήθηκε με μεγάλη δυσκολία από τους Ιωαννίτες, ενώ στην άμυνα πήραν μέρος ακόμη και οι τραυματίες. Από εδώ και πέρα όμως ήταν η σειρά των Οθωμανών να βρεθούν σε δύσκολη θέση, καθώς,με εξαίρεση το οχυρό Άγιος Έλμος, όλες οι οχυρώσεις των Ιπποτών είχαν μείνει άθικτες από τις τελευταίες επιθέσεις. Η φρουρά, δουλεύοντας μέρα και νύχτα, επισκεύαζε τα ρήγματα και η κατάληψη της Μάλτας έμοιαζε όλο και πιο αδύνατη, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες διάφορες αρρώστιες έκαναν την εμφάνισή τους στο στρατόπεδο των πολιορκητών. Τα πυρομαχικά και οι τροφές τους τελείωναν, ενώ το ηθικό τους έπεφτε κατακόρυφα από τις αποτυχίες και τις μεγάλες απώλειες. Επίσης,ο θάνατος του Οθωμανού ναυάρχου Τουργκούτ Ρείς που ήταν ικανότατος διοικητής, στις 23 Ιουνίου αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα στο ήδη πεσμένο ηθικό των πολιορκητών, ενώ οι Οθωμανοί διοικητές Πιγιαλέ πασάς και Μουσταφά πασάς ήταν αδιάφοροι. Είχαν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο στόλο τον οποίο κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν επιτυχώς μόνο μία φορά.Παραμελούσαν την επικοινωνία με την Αφρικανική ακτή και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σταματήσουν τυχόν Σικελικές ενισχύσεις, εγκαθιστώντας φρουρές.

Την 1η Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί έκαναν την τελευταία τους προσπάθεια η οποία ήταν σχετικά αδύναμη επίθεση, εξ αιτίας του χαμηλού ηθικού. Τα παραπάνω γεγονότα ενθάρρυναν τους Ιππότες οι οποίοι έβλεπαν επιτέλους πιθανότητες νίκης. Οι μπερδεμένοι και αναποφάσιστοι Τούρκοι διοικητές πληροφορήθηκαν την άφιξη Σικελικών ενισχύσεων και μη ξέροντας πως επρόκειτο για μία μικρή δύναμη, έλυσαν την πολιορκία και αποχώρησαν από τη Μάλτα στις 8 Σεπτεμβρίου. Η πολιορκία της Μάλτας υπήρξε η τελευταία φορά στην ιστορία που δύναμη ιπποτών κέρδισε μια αποφασιστική μάχη.

Όταν οι Οθωμανοί έφυγαν, οι Ιωαννίτες είχαν 600 άνδρες ικανούς να φέρουν όπλα. Η πιο βάσιμη εκτίμηση τοποθετεί τον αριθμό των πολιορκητών γύρω στους 40.000 άνδρες από τους οποίους μόνο οι 15.000 επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Η πολιορκία της Μάλτας φιλοτεχνήθηκε από αρκετούς καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι την αποτύπωσαν σε διάφορα έργα τέχνης. Μετά την πολιορκία, μιά νέα πόλη έπρεπε να κτιστεί, η οποία ονομάστηκε Humilissima Civitas Valletta (Βαλέτα, η ταπεινοτάτη των πόλεων), προς τιμή του μαγίστρου Ντε Λα Βαλέτα ο οποίος άντεξε την πολιορκία. Είναι η σημερινή πρωτεύουσα της Μάλτας. Το 1607 δόθηκε στον μάγιστρο των Ιωαννιτών ο τίτλος του πρίγκιπας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που οι κτίσεις του τάγματος ήταν πάντα νότια της αυτοκρατορίας. Το 1630 δόθηκε στον μάγιστρο εκκλησιαστική ισότητα με τους καρδινάλιους καθώς και ο τίτλος "η πιο διαπρεπής Μεγαλειότης του".

Μετά τη χριστιανική νίκη εναντίον του Οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, οι Ιππότες συνέχισαν τις επιθέσεις σε πειρατικά και μουσουλμανικά πλοία ενώ το νησί τους παρέμεινε σταυροδρόμι του εμπορίου σκλάβων μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, πουλώντας αιχμαλωτισμένους Αφρικανούς και Τούρκους και ελευθερώνοντας Χριστιανούς σκλάβους .


Το Τάγμα έχασε πολλές από τις κτήσεις του στην Ευρώπη με την επέκταση του Προτεσταντισμού και την εμφάνιση άλλων αιρέσεων,αλλά επέζησε στη Μάλτα.Η περιουσία του Αγγλικού "παρακλαδιού" του τάγματος δημεύθηκε το 1540,ενώ το 1577 το Γερμανικό παρακλάδι ασπάστηκε τον Λουθηρανισμό,αλλά συνέχισε να πληρώνει τις οικονομικές του εισφορές στο τάγμα, έως ότου ανασυστάθηκε, ως Πρωσικό Τάγμα των Ιωαννιτών, το 1852.

Το 1789, η Γαλλική Επανάσταση, με τον έντονο αντικληρικισμό και αντιαριστοκρατισμό που τη διέκρινε, ανάγκασε πολλούς Γάλλους ιππότες να εγκαταλείψουν τη Γαλλία.Συνεπώς,πολλές από τις "παραδοσιακές" πηγές εισοδήματος του Τάγματος χάθηκαν για πάντα.

Οι Ιππότες της Μάλτας είχαν ισχυρή παρουσία στις τάξεις του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού και του προεπαναστατικού Γαλλικού Ναυτικού.Όταν ο Ντε Πουανσί (διακεκριμένος Ιωαννίτης Ιππότης) διορίσθηκε κυβερνήτης του Σαιντ Κιτς το 1639 έντυσε την ακολουθία του με τα εμβλήματα και τους θυρεούς του τάγματος.Η παρουσία των Ιωαννιτών στην Καραϊβική οφειλόταν κατά μεγάλο βαθμό στις ενέργειες του μέχρι το θάνατο του το 1660. Ο ίδιος επίσης αγόρασε το νησί του Σαιντ Κρουά ως προσωπικό κτήμα,και το μεταβίβασε στους Ιππότες. Το 1665 το Σαιντ Κρουά αγοράστηκε από την Γαλλική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών, τερματίζοντας την παρουσία του τάγματος στην Καραϊβική.

Το Μεσογειακό οχυρό της Μάλτας καταλήφθηκε με ένα τέχνασμα από τον Ναπολέων το 1798 κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Αίγυπτο. Ο Ναπολέων,με την πρόφαση ότι έψαχνε ασφαλές λιμάνι για τον ανεφοδιασμό των πλοίων του,αφού εισχώρησε με ασφάλεια στη Βαλέτα "στράφηκε" ενάντια στους οικοδεσπότες του. Ο μάγιστρος Φερδινάνδος φον Χόμπες του Μπόλχαιμ δεν ήταν σε θέση να προβλέψει ή να σταματήσει μια τέτοια κίνηση και γρήγορα υπέκυψε στον Ναπολέοντα, υποστηρίζοντας ότι το παπικό καταστατικό του Τάγματος απαγόρευε στους Ιωαννίτες να μάχονται ενάντια σε άλλους Χριστιανούς.Το 1799, ταπεινωμένος και υπό την πίεση του Αυστριακού Στέμματος παραιτήθηκε του αξιώματος του.

Οι Ιππότες της Μάλτας ήταν τώρα διασκορπισμένοι,αλλά το τάγμα συνέχισε να υφίσταται σε μικρότερη κλίμακα και να διαπραγματεύεται με τις κυβερνήσεις της Ευρώπης για να επεκταθούν ξανά.Ο Ρώσος αυτοκράτορας Παύλος ο Α',πρόσφερε καταφύγιο στους περισσότερους Ιππότες στην Αγία Πετρούπολη,μια πράξη που αποτέλεσε αφετηρία για την Ρωσική Παράδοση των Ιπποτών του Ξενώνα καθώς και για την αναγνώριση του Τάγματος ανάμεσα στα υπόλοιπα Ρωσικά τάγματα.Οι εγκατεστημένοι στην Αγία Πετρούπολη ιππότες,εξέλεξαν τον Τσάρο Παύλο ως Μέγα Μάγιστρο(μετά την παραίτηση του φον Χόμπες). Ως μάγιστρος ο Παύλος δημιούργησε, πέρα από το ΡωμαιοΚαθολικό κοινόβιο,το "Μεγάλο Ρωσικό Κοινόβιο", το οποίο "μετρούσε" 118 ταξιαρχίες/περιφέρειες με "τάξεις" ανοιχτές σε όλους τους Χριστιανούς, επισκιάζοντας το υπόλοιπο τάγμα.Η εκλογή του Παύλου παρόλα αυτά ποτέ δεν επικυρώθηκε από το Βατικανό και συνεπώς παρέμεινε "de facto"και όχι "de jure" Μάγιστρος του Τάγματος.

Στην αρχή του 19ου αιώνα, το τάγμα είχε πλέον αποδυναμωθεί σοβαρά λόγω της απώλειας των κτήσεων σε όλη την Ευρώπη.Μόλις το 10% του εισοδήματος του τάγματος προερχόταν πλέον από πηγές εντός της Ευρώπης, με το υπόλοιπο 90% να προέρχεται από το "Μεγάλο Ρωσικό Κοινόβιο" μέχρι το 1810. Αυτό αντικατοπτριζόταν στο γεγονός ότι από το 1805 ως το 1879 το τάγμα διοικούνταν από Ρώσους Υπολοχαγούς παρά μάγιστρους, μέχρι τον διορισμό από τον πάπα Λέοντα τον ΙΓ' ενός νέου μάγιστρου στο τάγμα. Από αυτό το σημείο και μετά, το τάγμα μετατράπηκε σε ανθρωπιστικό και θρησκευτικό οργανισμό. Η ιατρική περίθαλψη, η αυθεντική "αποστολή" του Τάγματος, ήταν και πάλι η κύρια ασχολία του. Οι ιατρικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες του Τάγματος, που αναπτύχθηκαν σε μεγάλη κλίμακα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντατικοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπό τον μάγιστρο Φρα Λουδοβίκο Τσίγκι ντε λα Ροβέρε Αλμπάνι(1931-1951).

Το Τάγμα πρόσφατα εγκατέστησε ένα παράρτημα στη Μάλτα, μετά την υπογραφή ενός σχετικού συμβολαίου με την εκεί κυβέρνηση, με το οποίο του παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση του οχυρού Σαντ' Άντζελο για 99 χρόνια. Σήμερα, μετά την αναστήλωσή του,το οχυρό φιλοξενεί ιστορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, που σχετίζονται με το Τάγμα της Μάλτας.

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Barbary Corsairs

The Barbary Corsairs, sometimes called Ottoman Corsairs or Barbary Pirates, were an alliance of Muslim pirates and privateers who operated from North Africa from the time of the Crusades (11th century) until the early 19th century. Based in North African ports such as Tunis, Tripoli, Algiers, Salé, and other ports in Morocco, they sailed mainly along the stretch of northern Africa known as the Barbary Coast.[1] Their predation extended throughout the Mediterranean, south along West Africa's Atlantic seaboard, and into the North Atlantic as far north as Iceland, and they primarily commandeered western European ships in the western Mediterranean Sea. In addition, they engaged in Razzias, raids on European coastal towns, to capture Christian slaves to sell at slave markets in places such as Algeria and Morocco.

Pirates destroyed thousands of French, Spanish, Italian and British ships, and long stretches of coast in Spain and Italy were almost completely abandoned by their inhabitants, discouraging settlement until the 19th century. From the 16th to 19th century, pirates captured an estimated 800,000 to 1.25 million Europeans as slaves,[2] mainly from seaside villages in Italy, Spain, and Portugal, but also from France, Britain, the Netherlands, Ireland and as far away as Iceland and North America. The most famous corsairs were the brothers Hayreddin Barbarossa ("Redbeard") and Oruç Reis, who took control of Algiers in the early 16th century, beginning four hundred years of Ottoman Empire presence in North Africa and establishing a centre of Mediterranean piracy.
Following the Napoleonic Wars and the Congress of Vienna in 1815 as well as the involvement of the United States Navy in the First and Second Barbary Wars interceding to protect US interests (1801–5, 1815), European powers agreed upon the need to suppress the Barbary pirates and the effectiveness of the corsairs declined. In 1816 a joint Dutch and British Fleet under Lord Exmouth bombarded Algiers and forced that city and terrified Tunis into giving up over 3,000 prisoners and making fresh promises. Following a resumption of piracy based out of Algiers, in 1824 another British fleet again bombarded Algiers. France colonised much of the Barbary coast in the 19th century.

Although piracy had existed in the region throughout the decline of the Roman Empire, the barbarian invasions, the Golden Age of Piracy and the Middle Ages, piracy became particularly flagrant in the 14th century due to the flourishing of the Mediterranean trade. The town of Bougie was then the most notorious pirate base.

For two centuries the seamanship of the Barbary Corsairs was as renowned as their cruelty. They gained their advantage from the use of oars, and their ships could sail much closer to a headwind than could European square-riggers, with oars and a sail arrangement that facilitated rapid turning.
After Spain conquered Granada and expelled the Moors in the late 15th and early 16th centuries, many Muslims from Spain emigrated to the coastal cities of North Africa. Under the tutelage of first the Islamic Mamelukes of Egypt and later the Muslim Ottomans, they, together with local Berber tribes, mounted expeditions called razzias to disrupt Christian sovereigns. Under the power of the Ottomans in the 16th century, who organized the privateers, the Barbary pirates became most powerful in the 17th century. They declined in the face of European power throughout the 18th century and were finally extinguished about 1830, when the French conquered Algiers.
Toward the end of the 9th century, Muslim pirate havens were established along the coast of southern France and northern Italy.[5] In 846 Muslim raiders sacked Rome and damaged the Vatican. In 911, the bishop of Narbonne was unable to return to France from Rome because the Muslims controlled all the passes in the Alps.

With the decline of the Eastern Roman Empire and the rise of Islamic power in the eastern Mediterranean, piracy spread further, with Muslim pirates occupying Cyprus, Crete, and Sicily in the 9th century, and entering southern Italy.[6] Muslim pirates operated out of the Balearic Islands in the 10th century. From 824 to 961 Arab pirates in Crete raided the entire Mediterranean.Piracy increased in the 13th century as the Byzantine Empire collapsed.

In the 14th century, raids by Muslim pirates forced the Venetian Duke of Crete to ask Venice to keep its fleet on constant guard.[7]
The conquest of Granada by the Catholic sovereigns of Spain in 1492 drove many Moors into exile. They retaliated by piratical attacks on the Spanish coast, with help from Muslim adventurers from the Levant, of whom the most successful were Hızır and Oruç, natives of Mitylene. In response, Spain began to conquer the coast towns of Oran, Algiers and Tunis. But after Oruç was killed in battle with the Spaniards in 1518, his brother Hızır appealed to Selim I, the Ottoman Sultan, who sent him troops. In 1529, Hızır drove the Spaniards from the rocky, fortified island in front of Algiers, and founded the Ottoman power in the region. From about 1518 till the death of Uluch Ali in 1587, Algiers was the main seat of government of the beylerbeys of northern Africa, who ruled over Tripoli, Tunisia and Algeria. From 1587 to 1659, they were ruled by Ottoman pashas, sent from Constantinople to govern for three years; but in the latter year a military revolt in Algiers reduced the pashas to nonentities. From 1659, these African cities, although nominally part of the Ottoman Empire, were in fact military republics which chose their own rulers and lived by plunder.

During the first period (1518–1587), the beylerbeys were admirals of the sultan, commanding great fleets and conducting war operations for political ends. They were slave-hunters and their methods were ferocious. After 1587, the sole object of their successors became plunder, on land and sea. The maritime operations were conducted by the captains, or reises, who formed a class or even a corporation. Cruisers were fitted out by capitalists and commanded by the reises. Ten percent of the value of the prizes was paid to the pasha or his successors, who bore the titles of agha or dey or bey.[8]

In 1544, Hayreddin captured the island of Ischia, taking 4,000 prisoners, and enslaved some 9,000 inhabitants of Lipari, almost the entire population.[9] In 1551, Turgut Reis enslaved the entire population of the Maltese island Gozo, between 5,000 and 6,000, sending them to Libya. In 1554, pirates sacked Vieste in southern Italy and took an estimated 7,000 slaves.[10] In 1555, Turgut Reis sacked Bastia, Corsica, taking 6,000 prisoners. In 1558, Barbary corsairs captured the town of Ciutadella (Minorca), destroyed it, slaughtered the inhabitants and took 3,000 survivors to Istanbul as slaves.[11] In 1563, Turgut Reis landed on the shores of the province of Granada, Spain, and captured coastal settlements in the area, such as Almuñécar, along with 4,000 prisoners. Barbary pirates often attacked the Balearic Islands, and in response many coastal watchtowers and fortified churches were erected. The threat was so severe that the island of Formentera became uninhabited.

Even at this early stage, the European states fought back: Livorno's monument Quattro Mori celebrates 16th century victories against the Barbary corsairs won by the Knights of Malta and the Order of Saint Stephen, of which the Grand Duke of Tuscany Ferdinando I de' Medici was Grand Master. Another response was the construction of the original frigates; light, fast and manoueverable galleys, designed to run down Barbary pirates trying to get away with their loot and slaves. Other measures included coastal lookouts to give warning for people to withdraw into fortified places and rally local forces to fight the pirates, though this latter objective was especially difficult to achieve as the pirates had the advantage of surprise; the vulnerable European Mediterranean coasts were very long and easily accessible from the north African Barbary bases, and the pirates were careful in planning their raids.

Later, in 1607, the Order of Malta went on the offensive with forty-five galleys, capturing and pillaging the city of Bona in Algeria.[14] This victory is commemorated by a series of frescoes painted by Bernardino Poccetti in the "Sala di Bona" of Palazzo Pitti, Florence.[15]
From 1609 to 1616, England lost 466 merchant ships to Barbary pirates. 160 British ships were captured by Algerians between 1677 and 1680.[16] Later, American ships were also attacked. During this period, the pirates forged affiliations with Caribbean powers, paying a "license tax" in exchange for safe harbor of their vessels.
Some pirates were renegades or moriscos. They usually used galley ships with slaves or prisoners at the oars. Two examples are Süleyman Reis, "De Veenboer", who became admiral of the Algerian corsair fleet in 1617, and his quartermaster Murat Reis, born Jan Janszoon. Both worked for the notorious corsair Zymen Danseker, who owned a palace. These pirates were all originally Dutch. The Dutch admiral Michiel de Ruyter unsuccessfully tried to end their piracy.


The first half of the 17th century may be described as the flowering time of the Barbary pirates. This was due largely to the efforts of Simon de Danser, who had introduced the latest Dutch sailing rigs to the corsairs, enabling them to brave Atlantic waters.[18] More than 20,000 captives were said to be imprisoned in Algiers alone. The rich were allowed to redeem themselves, but the poor were condemned to slavery. Their masters would on occasion allow them to secure freedom by professing Islam. A long list might be given of people of good social position, not only Italians or Spaniards, but German or English travelers in the south, who were captives for a time.
Iceland was subject to raids known as the Turkish abductions in 1627. Jan Janszoon, (Murat Reis the Younger) is said to have taken 400 prisoners; 242 of the captives later were sold into slavery on the Barbary Coast. The pirates took only young people and those in good physical condition. All those offering resistance were killed, and the old people were gathered into a church which was set on fire. Among those captured was Ólafur Egilsson, who was ransomed the next year and, upon returning to Iceland, wrote a slave narrative about his experience. Another famous captive from that raid was
Guðríður Símonardóttir. The sack of Vestmannaeyjar is known in the history of Iceland as Tyrkjaránið and is arguably the most horrible event in the history of Vestmannaeyjar.
Ireland was subject to a similar attack. In June 1631 Murat Reis, with pirates from Algiers and armed troops of the Ottoman Empire, stormed ashore at the little harbor village of Baltimore, County Cork.
They captured almost all the villagers and took them away to a life of slavery in North Africa.[8] The prisoners were destined for a variety of fates — some lived out their days chained to the oars as galley slaves, while others would spend long years in the scented seclusion of the harem or within the walls of the sultan's palace. The old city of Algiers, with its narrow streets, intense heat and lively trade, was a melting pot where the villagers would join slaves and freemen of many nationalities. Only two of them ever saw Ireland again.

Barbary pirate attacks were common in southern Portugal, south and east Spain, the Balearic Islands, Sardinia, Corsica, Elba, the Italian Peninsula (especially the coasts of Liguria, Tuscany, Lazio, Campania, Calabria and Apulia), Sicily and Malta. They also occurred on the Atlantic northwest coast of the Iberian Peninsula. In 1617, the African corsairs launched their major attack in the region when they destroyed and sacked Bouzas, Cangas and the churches of Moaña and Darbo.


The chief victims were the inhabitants of the coasts of Sicily, Naples and Spain. But all traders of nations which did not pay tribute for immunity were liable to be taken at sea. This tribute, disguised as presents or ransoms, did not always ensure safety. The most powerful states in Europe condescended to pay the pirates and tolerate their insults. Religious orders — the Redemptorists and Lazarists — worked for the redemption of captives, and large legacies were left for that purpose in many countries.

The continued piracy was due to competition among European powers. France encouraged the pirates against Spain, and later Britain and Holland supported them against France. In the 18th century, British public men were not ashamed to say that Barbary piracy was a useful check on the competition of the weaker Mediterranean nations in the carrying trade.[19] Every power wanted to secure immunity for itself and was more or less ready to compel Tripoli, Tunis, Algiers, Sale and the rest to respect only its own trade and subjects. In 1655, British admiral Robert Blake was sent to punish the Tunisians, and he gave them a severe beating. During the reign of Charles II, the British fleet made many expeditions, sometimes together with the Dutch. In 1675 a Royal Navy squadron led by Sir John Narborough was sent to suppress piracies, and bombarded Tripoli. In 1682 and 1683, the French bombarded Algiers. On the second occasion the Algerines blew the French consul from a gun during the action.

In 1783 and 1784 it was the turn of Spaniards to bombard Algiers. The second time, admiral Barceló damaged the city so severely that the Algerian Dey asked Spain to negotiate a peace treaty and from then on Spanish vessels and coasts were safe for several years.
Such punitive expeditions were never pushed home, and the aggrieved European state almost always agreed in the end to pay money to secure peace. The frequent wars among European states gave the pirates many opportunities of breaking their engagements, and they always took advantage of that.[8]

Until the Declaration of Independence in 1776 British treaties with the North African states of Morocco, Algiers, Tunis, and Tripoli protected American ships from the Barbary corsairs. Morocco, which in 1777 was the first independent nation to publicly recognize the United States, became in 1784 the first Barbary power to seize an American vessel after independence. That action got the attention the sultan sought; it followed several years of fruitless diplomatic efforts to get an American emissary to come negotiate a treaty. Thomas Barclay, American consul in France, went to Morocco in 1786 and negotiated a very satisfactory treaty based on the draft he had carried from Paris and requiring no future tribute or gifts.[20] Experience with Algiers was different. In 1785 two ships (the Maria of Boston and the Dauphin of Philadelphia) were seized, the ships and cargo were sold and the crews were enslaved and held for ransom.[21]

In 1786, Thomas Jefferson, then the ambassador to France, and John Adams, ambassador to Britain, met in London with Sidi Haji Abdul Rahman Adja, a visiting ambassador from Tripoli. The Americans asked Adja why his government was hostile to American ships, even though there had been no provocation. They reported to the Continental Congress that the ambassador had told them "it was written in their Koran, that all nations which had not acknowledged the Prophet were sinners, whom it was the right and duty of the faithful to plunder and enslave," but he also told them that for what they considered outrageous sums of money they could make peace.[22]

American ships sailing in the Mediterranean chose to travel close to larger convoys of other European powers who had paid tribute to the pirates. Payments in ransom and tribute to the Barbary states amounted to 20% of United States government annual expenditures in 1800.[23] In the early nineteenth century, President Thomas Jefferson proposed a league of smaller nations to patrol the area, but the United States could not contribute. For the prisoners, Algeria wanted $60,000 (equivalent to millions in 2009 dollars), while America offered only $4,000. Jefferson said a million dollars would buy them off, but Congress would only appropriate $80,000. For eleven years, Americans who lived in Algeria lived as slaves to Algerian Moors. For a while, Portugal was patrolling the Straits of Gibraltar and preventing Barbary Pirates from entering the Atlantic. But they made a cash deal with the pirates, and they were again sailing into the Atlantic and engaging in piracy. By late 1793, a dozen American ships had been captured, goods stripped and everyone enslaved. Portugal had offered some armed patrols, but American merchants needed an armed American presence to sail near Europe. After some serious debate, the United States Navy was born in March 1794. Six frigates were authorized, and so began the construction of the United States, the Constellation, the Constitution and three other frigates.

In 1798, Napoleon's forces evicted the Knights of Malta from their island stronghold. As traditional enemies of the Barbary Corsairs, the policing power of the Knights was neutralized, after hundreds of years of mutual warfare. The power of the Barbary Corsairs was unchecked.
One American slave reported that the Algerians had enslaved 130 American seamen in the Mediterranean and Atlantic from 1785 to 1793. Isolated cases of piracy occurred on the Rif coast of Morocco even at the beginning of the 20th century, but the pirate communities which could only live by plunder vanished with the French conquest of Algiers in 1830.
This new military presence helped to stiffen American resolve to resist the continuation of tribute payments, leading to the two Barbary Wars along the North African coast: the First Barbary War from 1801 to 1805[25] and the Second Barbary War in 1815. It was not until 1815 that naval victories ended tribute payments by the U.S., although some European nations continued annual payments until the 1830s.

The United States Marine Corps actions in these wars led to the line "to the shores of Tripoli" in the opening of the Marine Hymn. Because of the hazards of boarding hostile ships, Marines' uniforms had a leather high collar to protect against cutlass slashes. This led to the nickname Leatherneck for U.S. Marines.

After the general pacification of 1815, the European powers agreed upon the need to suppress the Barbary pirates. The sacking of Palma on the island of Sardinia by a Tunisian squadron, which carried off 158 inhabitants, roused widespread indignation. Other influences were at work to bring about their extinction. The United Kingdom had acquired Malta and the Ionian Islands and now had many Mediterranean subjects. It was also engaged in pressing the other European powers to join with it in the suppression of the slave trade which the Barbary states practiced on a large scale and at the expense of Europe. The suppression of the trade was one of the objects of the Congress of Vienna.
The United Kingdom was called on to act for Europe, and in 1816 Lord Exmouth was sent to obtain treaties from Tunis and Algiers. His first visit produced diplomatic documents and promises and he sailed for England. While he was negotiating, a number of British subjects had been brutally treated at Bona, without his knowledge. The British government sent him back to secure reparation, and on August 17, in combination with a Dutch squadron under Admiral Van de Capellen, he administered a significant bombardment to Algiers. The lesson terrified the pirates both of that city and of Tunis into giving up over 3,000 prisoners and making fresh promises. Within a short time, however, Algiers renewed its piracies and slave-taking, though on a smaller scale, and the measures to be taken with the city's government were discussed at the Congress of Aix-la-Chapelle in 1818. In 1824 another British fleet under Admiral Sir Harry Neal again bombarded Algiers. The city remained a haven for and source of pirates until its conquest by France in 1830.[8]
The thoroughness with which the French conquered and colonized Algeria put an effective end to piracy from the Barbary coast.

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Pedro Menéndez de Avilés The Designer of Treasure Fleet

Pedro Menéndez de Avilés (February 15, 1519 – September 17, 1574) was a sixteenth century Spanish admiral and pirate hunter. He is best remembered for his founding St. Augustine, Florida (the first permanent European settlement and oldest port city in what is now the continental United States) on August 28, 1565, and also for his subsequent destruction of the French settlement of Fort Caroline. Menéndez was the first governor of Florida.

In 1561, Menéndez commanded the galleons of the great Armada de la Carrera (Spanish treasure fleet) on their voyage from Mexico to Spain. When he had delivered the treasure fleet to Spain, he asked permission to go back in search of one lost vessel, but was refused. This was the vessel onboard which were his son, other family members, and friends. After a lengthy delay, his request was granted on the condition that he would explore and colonize La Florida as King Philip II's adelantado. He fitted out an expedition for this purpose, personally bearing the associated expenses.
When Menéndez was about to sail, orders came to him from King Philip II, commanding him to "hang and burn the Lutherans" he might find in Florida (at the time, "Lutheran" was a catchall term for Protestant).
Upon arriving in the New World, Menéndez established St. Augustine. To this day, the locals of St. Augustine claim that it was here that Menéndez held the first Catholic Mass in the New World, thus making it the first place where a Mass was held in (what would one day become) the United States. After holding Mass, Menéndez proceeded to violently attack Fort Caroline, the stronghold of Protestant French settlers. He placed a sign over the survivors of the attack, which said: "I do this not as to Frenchmen but as to heretics." Only weeks later, Menéndez ordered the execution of over 300 survivors of a French shipwreck, at a site slightly to the south of St. Augustine. The site is now marked by a national monument, named Fort Matanzas (Spanish for "slaughters").

Menéndez is credited as the Spanish leader who first surveyed and authorized the building of the royal fortresses at major Caribbean ports. He was appointed Captain-General of the Spanish treasure fleet in 1554, when he sailed out with the Indies fleet and brought it back safely to Spain. This experience assured him of the strategic importance of the Bahama Channel and the position of Havana as the key port to rendezvous the annual Flota of treasure galleons.
 
Menéndez' military experience allowed him to surprise and destroy the French outpost of Fort Caroline on the St. Johns River, and with the help of a storm, defeat the French ships there. Due to a lack of food and the religion of the defeated French (Protestant), Menéndez ordered that the survivors of Fort Caroline be killed. The slaughter of these men led to the area of their execution being called 'Matanzas' ('Massacre' or 'Slaughters'). {The Spanish built a fort on the site of Fort Caroline-which was destroyed and the Spanish massacred by the French in 1568}. With the coast of Florida now firmly in Spanish hands, he then set to work finishing the construction of a garrison in St. Augustine, establishing missions to the natives for the Catholic Church, and exploring the east coast and interior of the peninsula.
 
Menéndez traveled to Southwest Florida, where he made contact with the Calusa tribe, an advanced maritime people. He negotiated an initial peace with their leader, King Carlos, which was solidified by Menéndez marriage to Carlos sister, who took the baptismal name Doña Antonia. The peace was uneasy, and Menéndez use of his new wife as a hostage in negotiations with her people, as well as his negotiating with the Calusas enemies, the Tocobagas, contributed to a decline to all out war, which continued intermittently into the next century.
 
Establishing a Spanish garrison of 200 men further up the coast, he sailed to the Georgia coast making contact with the local Indians of St. Catherines Island before returning to Florida and expanded Spanish power throughout southeastern Florida. In 1567, he marched south encountering the Ais (Jece) as he reached the Indian River near present day Vero Beach. The Ais, like the Tekesta and Calusa tribes, proved hostile to Spanish settlement as war continued on and off until 1670.[

He later made contact with the less hostile Tekesta at their capital in el Portal (Miami) and was able to negotiate for three chieftains to accompany him to Cuba as translators to the Arawak. Although Menéndez left behind Jesuit missionaries Brother Francisco de Villareal and Padre Rogel in an attempt to convert the Tekesta to Roman Catholicism, the tribe were indifferent to their teachings and the Jesuits returned to St. Augustine after a year. Eventually reaching Cuba, he was appointed as governor of the island shortly after his arrival. Consequently, the absence of Menéndez would see Spain's military presence in the region decay to the extent that the British began moving into the region by the end of the century. He eventually died in Santander on September 17, 1574 by a war.
 
Menéndez was the son of Antonio Montano and Cioreto Avilo. Pedro had A Total of eight Siblings. One of his Sisters Name was Maria Avila. He Had abandon his family When he was at age ten.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Spanish Treasure Fleet


The Spanish treasure fleets (or West Indies Fleet from Spanish Flota de Indias) was a convoy system adopted by the Spanish Empire from 1566 to 1790. The convoys were general purpose fleets used for transporting a wide variety of items, including agricultural goods and sometimes even lumber, manufactures and various metal resources and luxuries, most famously silver and gold, but also gems, pearls, spices, sugar, tobacco, silk, and other exotic goods from the Spanish colonies to Spain. Manufactures such as tools and other everyday items as well as Spanish emmigrants were transported in the opposite direction.

Spanish ships had brought treasure from the New World since Christopher Columbus's first expedition of 1492. The government started a system of convoys in the 1560s in response to attacks by French privateers. The main procedures were established after the recommendations of Pedro Menéndez de Avilés, an experienced admiral and personal adviser of King Philip II. The treasure fleets sailed along two sea lanes. The main one was the Spanish Caribbean fleet or Flota de Indias, which departed in two convoys from Seville, bound for ports such as Veracruz, Portobelo and Cartagena before making a rendezvous at Havana in order to return together to Spain. A secondary route was that of the Manila Galleons or Galeón de Manila which linked the Philippines to Acapulco in Mexico. From Acapulco, the Asian goods were transhipped to Veracruz to be loaded on to the Caribbean treasure fleet for shipment to Spain.

Spain strictly controlled the trade through the Casa de Contratación based in Seville. By law, the colonies could trade only with the one designated port in the mother country.Maritime archaeology has shown that the quantity of goods transported was usually much higher than that recorded at the Archivo General de Indias. Spanish merchants and Spaniards acting as fronts (cargadores) for foreign merchants resorted to contraband to transport their cargoes untaxed. The Crown of Spain taxed the wares and precious metals of private merchants at a rate of 20%, a tax known as the quinto real (royal fifth).

Spain became the richest country in Europe by the end of the 16th century, but the Habsburgs used the wealth to fight wars in the 16th and 17th centuries against the Ottoman Empire and with most of the major European powers. Due to inflation in the 17th century, the flow of precious metals from the Indies gradually damaged and depressed the Spanish economy.[11] Spain also lost any financial support from Europeans bankers by 1690. Nontheless, the Spanish monopsony over its West Indies colonies lasted for over two centuries.

The exports' economic importance also declined with the drop of production of the American precious metals mines, such as Potosí.[13] Numbering just 17 ships in 1550, the fleets expanded to more than 50 much larger vessels by the end of the century. By the second half of the 17th century, that number had dwindled less than half of its peak, with many of its remaining ships old and in poor repair.As economic conditions gradually recovered from the last decades of the 17th century, the fleet operations slowly expanded again, once again becoming prominent during the reign of the Bourbons in the 18th century.

The Spanish trade of goods and precious metals was threatened until the mid-18th century by Spain's colonial rivals who seized small bases along the Spanish Main and the Spanish West Indies. The English acquired small islands like St Kitts in 1624 and seized Jamaica in 1655, the French Saint-Domingue in 1625 and the Dutch Curaçao in 1634. In 1739, Admiral Edward Vernon raided Porto Bello, but in 1741 his massive campaign against Cartagena de Indias ended in disaster. In 1762, the British briefly occupied Havana and Manila, forcing temporary changes to the usual pattern of Spanish fleet operations, using a greater number of smaller fleets visiting a greater variety of ports. Only a couple of years later (1764) Havana and Manila were restored to Spain, and operations in the Atlantic and Pacific continued as usual.

Charles III began loosening the system in 1765. In the 1780s Spain opened its colonies to free trade. In 1790, the Casa de Contratación was abolished. The last regular treasure fleet sailed that year. Thereafter small groups of naval frigates were assigned to the transfer of bullion as required.
The Urca de Lima and ten other treasure ships were sunk by a hurricane off the coast of Florida in 1715. Contemporary oil painting

Despite the general perception that many Spanish galleons were captured by English or Dutch privateers, few fleets were actually lost to enemies in the course of the flota's long career. Only Piet Hein managed to capture the fleet in 1628 and bring the whole cargo safely to the Dutch Republic. In 1656 and 1657 Robert Blake destroyed the fleet, but the Spaniards saved most of the silver on board and the English admiral only managed to capture a galleon. The 1702 treasure fleet was destroyed in the Battle of Vigo Bay when surprised at port, but the Spanish sailors had already unloaded most of its cargo. None of these attacks took place in open seas. In the case of the Manila galleons, only four were ever captured by British warships: The Santa Anna by Thomas Cavendish in 1589, the Encarnación in 1710, the Covadonga by George Anson in 1743 and the Santísima Trinidad in 1762. Two other British attempts were foiled by the Rosario in 1704 and the Begonia in 1710. These losses and those due to hurricanes were heavy economic blows when they occurred. The treasure fleets, however, must be counted as among the most successful naval operations in history. Moreover, from a commercial point of view, some key components of today's world economic system were made possible by the success of the Spanish treasure fleets.

Wrecks of Spanish treasure ships, whether sunk in naval combat or by storms (those of 1622, 1715 (1715 Treasure Fleet) and 1733 being among the worst), are a prime target for modern treasure hunters. Many, such as the Nuestra Señora de Atocha, have been salvaged.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Alvilda The Pirate Princess

Alvilda was a Danish/Gothic Princess who lived in what is now Sweden. There is some doubt of Alvilda's actual exisistance. In fact, the date of her reign cannot even be verified (some say as early as the 5th Century up to as late as the 12th century). Much of what we know is based upon the verbal retelling by bards in the Viking halls.
The story starts with Alvilda rejecting her suitor, Prince Alf (son of King Sigarus- or Sigar- of Denmark). There is a difference of the story with how her rejection took place. Some say Prince Alf successfully entered Alvilda's room by besting her 'guard snakes'. Since he was able to pass this feat, he wins the hand of Alvilda should she agree. She did not. The other version of the rejection is that Alvilda's father set up an arranged marriage with Prince Alf, which the princess disapproved of.
Either way, instead of marrying her arranged suitor, she fled her home with women recruits who did not want to marry.
Alvilda's recruits soon ran into some morners who had lost their captain. Alvilda takes command of this crew and takes up piracy. Now with a group double in size, Alvilda became a menace to the shipping community. Alvilda's theivery alerted the law around the Danish coast. Prince Alf, who was unaware that the pirates were commanded by his fiance, decided to attack the pirate ship. A battle ensued and eventually the Prince's crew boarded the pirate ship and killed most of the pirates. When Alvilda was taken to the prince, the prince recognized her and proposed marriage. She accepted and quit piracy. She eventually became Queen of Denmark.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Interview With a Captain of U.T.B.F

        
Ahoy Captain Jake Lankster

Please, spare some time and share with our fine and dear U.T.B.F. Brotherhood, some treasure from yer life, so as the Pirate Universe know ye better…
 
What is yer real name, mylord?

Leonidas  Gourgourinis

What are yer other, everyday activities, except from sailing, plundering and dreaming?

I'm working as a computer programmer  and  I trying to be a writer. Also i love to read history.
My first book published today with the name «H Πειρατεία στη Μάνη και τη Μεσόγειο» the English title is “Piracy in the Mediterranean The Maniot Pirates” and will be available on June.


Describe yerself in 5-10 words.

I'm a patient, persistent, friendly, creative, nervous and dreamer.

Since when ye got interested about Pirates?

Since i was six years old one day my father bring to me a small book about pirates. From that moment i become pirate!

What is this specific thing ye really like about Pirates most?

Please allow me to answer in this way
“Piracy in the Mediterranean The Maniot Pirates”
 Pirates and piracy must be studied and expounded as a form of early social resistance. The pirate had declared war on his rapacious ruler, had declared war on the insatiable aristocracy of his country, had declared war on the greedy Church authority, and, finally, he had declared war on that same society that isolated him. The pirate wanted what every person seeks in life, freedom, and was willing to sacrifice his very existence for that cause.

Why ye accepted to be a U.T.B.F. Captain?

Me and my brother Captain Black we are the founders of this great
brotherhood. We decided to share our passion for Pirate history That’s the reason we made U.T.B.F.We want to share and search the history pages of Piracy from the moment it started.

What is yer favorite pirate weapon?

Rapier and a fine flintlock pistol

What is yer favorite pirate ship?

Our ship of course, Arcadia

What is yer favorite pirate drink?

Nothing better from a glass of rum

What is yer favorite pirate song?

“Sea Fever”

What is yer favorite pirate word or phrase?

“I search for freedom and so I become a pyrate”
and “We obey No master Only the Black Flag”


What is yer favorite item in your pirate wardrobe?

Our BrotherhooD U.T.B.F.

Ye feel rather a blessed or a cursed pirate figure?

 I believe that I’m blessed, because we made such a fine brotherhood and i found many people that love pirates and I can share my passion with them.

Do ye believe that the pirates’ life is really fer ye?

Aye! Nothing better than pirate life.

Gramerci Captain fer yer time and thinking on this short interview. Now, feel free to add anything you believe our noble Brotherhood would like to hear from you. Strong Sails!


I want to thank, our members for their support which is very important for us and give us strength to continue. Also i thank our captains for their great job and without them we couldn’t find so many pictures, articles and videos to share with all of you. You are awesome.
Under The Black Flag Set Sails mateys, Join us.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Πολεμικές Αναμετρήσεις Στην Ελλάδα κατα το 15ο κ' 16ο αιώνα


Οι πρώτες μεγάλες αναμετρήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων μέ τούς Οθωμανούς άρχισαν μετά τήν άλωση του 1453. Ως τότε η Ευρώπη καί κυρίως ο ισχυρότερός της εκπρόσωπος εκείνης της εποχής, η Βενετία ακολούθησε μία ρεαλιστική πολιτική έναντι του οθωμανικού επεκτατισμού, επιδιώκοντας νά διατηρήσει τά λιμάνια της καί τά εμπορικά προνόμια στό πρώην βυζαντινό κράτος. Από τήν άλλη μεριά οι Οθωμανοί θεωρούσαν υποχρέωσή τους τήν εκδίωξη των Φράγκων από τά εδάφη της αυτοκρατορίας τους. Μολονότι τά λιμάνια των Βενετών ήταν κατά κανόνα κέντρα ειρηνικής εμπορικής δραστηριότητας, ήταν θέμα γοήτρου αλλά καί υποχρέωσης λόγω του ιερού πολέμου, η απομάκρυνση κάθε χριστιανικής δύναμης από τήν οθωμανική επικράτεια. Μέχρι τόν 16ο αιώνα οι Τούρκοι υπερείχαν έναντι των Βενετών διότι οι τελευταίοι δέν είχαν ούτε τόν απαιτούμενο αριθμό αντρών ούτε τήν οικονομική άνεση γιά μακροχρόνιες διενέξεις. Αντίθετα οι Οθωμανοί μέ τό τεράστιο κράτος τους καί τίς αστείρευτες πηγές στρατιωτών, ναυτών, κωπηλατών καί εφοδίων, κάλυπταν άνετα τίς ανάγκες μακροχρόνιων πολεμικών κρίσεων. Τά πεδία μαχών βρίσκονταν σέ εδάφη της άλλοτε Ελληνικής Αυτοκρατορίας καί κατοικούνταν από Ελληνες, οι οποίοι ήταν υπόδουλοι είτε στούς Βενετούς είτε στούς Τούρκους. Οι περισσότεροι τάσσονταν στό πλευρό των ομοθρήσκων τους, ενώ δέν ήταν λίγες οι φορές πού ξεκινούσαν επαναστατικά κινήματα εναντίον των ασιατών κατακτητών, μέ τήν ελπίδα ότι οι Βενετοί θά έρχονταν ως ελευθερωτές τους γιά νά τούς λυτρώσουν από τήν τυραννία. Υπήρξαν βέβαια καί περιπτώσεις στίς οποίες οι Ρωμηοί τάσσονταν στό πλευρό των Οθωμανών εναντίον των Λατίνων καί ιδιαίτερα ο κλήρος, αφού οι Λατίνοι ιεραπόστολοι πίεζαν απροκάλυπτα γιά τήν αλλαγή του δόγματος των Ορθοδόξων υπηκόων.


Η πρώτη αποφασιστική σύγκρουση Βενετών καί Οθωμανών έγινε τό 1462, όταν τουρκικός στόλος μέ διοικητή τόν Ελληνα αρνησίθρησκο βεζίρη Μαχμούτ πασά ήρθε από τήν Καλλίπολη του Ελλησπόντου, πολιόρκησε τή Μυτιλήνη των Gattilusi καί τήν κατέλαβε μέ σχετική ευκολία αφού οι 5000 υπερασπιστές της, κυρίως Καταλανοί καί ιππότες της Ρόδου συνθηκολόγησαν. Οι Τούρκοι όμως παρασπονδώντας προέβησαν σέ άγριες σφαγές, καί εξανδραποδισμό των 10000 κατοίκων της Μυτιλήνης τούς οποίους τούς μετέφεραν σκλάβους στήν Κωνσταντινούπολη. Επίσημη κήρυξη του πολέμου από τούς Βενετούς έγινε τό 1463, όταν ενίσχυσαν τόν Σκεντέρμπεη (Γεώργιο Καστριώτη) στήν Αλβανία, αλλά κυρίως τίς δικές τους κτήσεις στόν Μορέα. Στήν Πελοπόννησο συγκεκριμένα, στρατολόγησαν Ρωμηούς καί Αλβανούς ατάκτους οι οποίοι ονομάζονταν stradioti, αλλά τά μέσα γιά τή συντήρησή τους ήταν φτωχά, σέ αντίθεση μέ τόν οθωμανικό στρατό πού ήταν πολυάριθμος, πειθαρχημένος καί άριστα οργανωμένος. Μερικοί από τούς ηγέτες των "στρατιωτών" πού στρατολόγησε η "Γαληνοτάτη" ήταν οι: Μιχαήλ Ράλλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ισαάκιος Ράλλης-Λάσκαρις, Πέτρος Μπούας, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Ιωάννης Γαβαλλάς κ.ά. Ανάμεσα στούς επαναστάτες εκείνης της εποχής, περίοπτη θέση έχει ο Γραίτζας Παλαιολόγος, ο οποίος υπερασπίσθηκε μέ επιτυχία τό κάστρο του Σαλμενίκου στό Αίγιο (Βοστίτσα) καί γιά τόν οποίο ο Μεχμέτ Β' είχε πεί ότι ήταν ο γενναιότερος Ελληνας του Μορηά.

Τίς πρώτες νίκες έκανε ο Κορκόδειλος Κλαδάς στήν Μάνη καί ο Μιχαήλ Ράλλης στά αχαϊκά κάστρα στό Σανταμέρι, Βούμερο, Ωλενό καί Χελιδόνι. Ακολούθως οι Βενετοί υπό τή διοίκηση του Bertoldo d'Este, (Βερτόλδο)κατέλαβαν τό Αργος καί τόν Ισθμό καί οχύρωσαν τό τείχος του Εξαμιλίου. Τό κάστρο της Ακροκορινθίας δέν μπόρεσαν νά τό καταλάβουν καί όταν εμφανίστηκε ο στρατός του Μαχμούτ πασά καί του Ομάρ μπέη οι "στρατιώτες" καί οι Βενετοί πανικοβλήθηκαν καί υποχώρησαν ατάκτως, ενώ ο Βερτόλδος έπεφτε νεκρός. Ο δρόμος ήταν ανοικτός γιά τούς Τούρκους πού ξεχύθηκαν στήν Αργοναυπλία λεηλατώντας καί πυρπολώντας τά χωριά. Εφτασαν ανενόχλητοι μέχρι τό Λεοντάρι της Αρκαδίας καί απείλησαν τή Μεσσηνία πού ήταν τό προπύργιο της εξέγερσης. Η Βενετία έστειλε ενισχύσεις καί διόρισε αρχιστράτηγο τόν Μαλατέστα, ο οποίος ανέκτησε κάποια κάστρα στόν Μυστρά καί τή Μάνη. Ο Malatesta εγκατέλειψε χωρίς άλλες επιτυχίες τόν Μοριά παίρνοντας μαζί του τά οστά του Γεωργίου Γεμιστού τά οποία τά απόθεσε στό Ρίμινι, σέ μνημείο πού σώζεται μέχρι καί σήμερα. Μετά τό Μαλάτέστα τήν αρχηγία των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Ιάκωβος Βαρβαρίγος (Barbarigo), ο οποίος στίς 9 Αυγούστου 1466, πολιόρκησε χωρίς επιτυχία τήν Πάτρα (Πάτραι) καί σκοτώθηκε στό Σαραβάλι. Οι ατυχείς Ελληνες που αιχμαλωτίσθηκαν, βασανίσθηκαν φρικτά σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του χρονικογράφου Θεόδωρου Σπανδωνή (Σπανδουγίνο), πρίν νά θανατωθούν. Ο Μιχαήλ Ράλλης καί ο μητροπολίτης Νεόφυτος ανασκολοπίσθηκαν ενώ ο Μάρκος - Επιφάνειος Κλαδάς, γδάρθηκε ζωντανός.

Τό 1468 πέθανε ο Γεώργιος Καστριώτης ο "αθλητής του Χριστού", ο οποίος πολεμούσε σχεδόν μόνος μία ολόκληρη αυτοκρατορία, καί έμελλε νά γίνει ο εθνικός ήρωας της Αλβανίας. Τό επόμενο έτος (1469) ο βενετός ναύαρχος de Canal λεηλάτησε τά παράλια της Θράκης καί της Μακεδονίας καί κατέσφαξε τούς εκεί πληθυσμούς. Τούς αιχμαλώτους τούς μετέφερε στήν Χαλκίδα, όπου τό γεγονός γιορτάστηκε μέ καμπανοκρουσίες καί φωταψίες. Οι άμοιροι όμως κάτοικοι της Χαλκίδας έμελλε νά πληρώσουν ακριβά τίς αθλιότητες του βενετού ναυάρχου. Τόν Ιούνιο του 1470 μία ισχυρή τουρκική δύναμη 300 πλοίων, επανδρωμένα μέ Ελληνες κωπηλάτες καί διοικητή τόν εξισλαμισμένο (επίσης Ελληνα) Μαχμούτ πασά, αναχώρησε από τήν Καλλίπολη μέ προορισμό τήν Χαλκίδα, ενώ από τήν ξηρά εμφανίσθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος Μωάμεθ Β', μέ 70000 άντρες. Τήν πόλη υπερασπίζονταν Βενετοί στρατιώτες, Κρήτες τοξότες υπό τήν διοίκηση του Κωνσταντίνου Χορτάτζη, Δαλματοί καί Πελοποννήσιοι μαχητές ενώ είχαν σημαντική βοήθεια από τόν πληθυσμό της πόλης ακόμα καί από τίς γυναίκες καί τά παιδιά. Η πόλη καταλήφθηκε ύστερα από προδοσία του Δαλματού Θωμά Schiavo καί οι Οθωμανοί πού είχαν στό μεταξύ υποστεί βαρύτατες απώλειες κυρίευσαν τήν πόλη, στίς 12 Ιουλίου 1470. Επί τρείς ημέρες η πόλις των 30000 κατοίκων μετατράπηκε σέ σφαγείο. Ολοι οι άντρες άνω των 10 ετών εσφαγιάσθησαν ή ανασκολοπίσθηκαν ή εγδάρθησαν ενώ ο βενετός βάιλος Ερίτζο πριονίσθηκε ζωντανός. Τήν κόρη του Αννα, τήν έσφαξε ο ίδιος ο σουλτάνος στή σκηνή του, πού είχε οδηγηθεί μέ άλλες γυναίκες της αριστοκρατίας, επειδή δέν ενέδωσε στίς ακόλαστες ορέξεις του. Ο άθλιος de Canal ο οποίος προκάλεσε τήν σφαγή της Χαλκίδας, δείλιασε καί ουδεμία κίνηση έκανε νά βοηθήσει τήν άτυχη πόλη. Η Δημοκρατία εξέλεξε νέο αρχιστράτηγο τόν Πέτρο Μοτσενίγο ο οποίος συνέλαβε τόν προκάτοχό του καί τόν μετέφερε σιδεροδέσμιο στήν Βενετία.

Τά επόμενα χρόνια οι Βενετοί περιορίσθηκαν σέ επιδρομές σέ τουρκικά λιμάνια της Μικράς Ασίας καί σέ λεηλασίες τουρκικών χωριών στίς Κυκλάδες. Σέ συνεργασία μέ τούς ιππότες της Ρόδου κατέλαβαν ακόμα καί τή Σμύρνη καί τούς χιλιάδες αιχμαλώτους τούς μετέφερε ο Mocenigo στήν Μεθώνη τόν Οκτώβριο του 1472. Ο Μωάμεθ δέν αντέδρασε δυναμικά γιατί ήταν απασχολημένος στά ανατολικά σύνορά του μέ τόν Τουρκομάνο Ουζούν Χασάν ο οποίος βρίσκονταν σέ αλληλογραφία μέ τούς Βενετούς καί επέδραμε στήν Κιλικία, τόν Πόντο καί τήν Αρμενία. Μάλιστα βοήθησε τόν Αλέξιο Κομνηνό, ανηψίο του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, νά ανακαταλάβη τήν πόλη, χωρίς όμως επιτυχία. Τό 1473 επτά γενναίοι Ιταλοί ναυτικοί μέ επικεφαλής τόν Antonello πραγματοποίησαν νυκτερινή παράτολμη επιδρομή στό ναύσταθμο του οθωμανικού στόλου στήν Καλλίπολη όπου κατάφεραν νά επιφέρουν σημαντικές φθορές. Συνελήφθησαν όμως, εστάλησαν στήν Κωνσταντινούπολη καί ύστερα από φρικτά βασανιστήρια ανασκολοπίστηκαν. Τό 1477 ο Σουλεϊμάν πασάς προσπάθησε ανεπιτυχώς νά καταλάβει τό κάστρο της Ναυπάκτου (Lepanto). Εκείνα τά χρόνια ο βενετικός στόλος μέ ναύαρχο τόν Αντώνιο Λορεδάνο δρούσε στό Αιγαίο καί βρέθηκε επανειλημμένως αντιμέτωπος μέ τόν τουρκικό στόλο. Από αυτή τήν περίοδο διαζώζεται καί ο μύθος της Μαρούλας της Λήμνου η οποία κατά τήν πολιορκία της Λήμνου από τούς Οθωμανούς, μόλις σκοτώθηκε ο πατέρας της, πήρε τό ξίφος του, μεταμφιέστηκε σέ άντρα, εμψύχωσε τούς συμπατριώτες της καί τούς οδήγησε σέ μεγάλη νίκη. Από τό 1473 μέχρι τό 1489 οι Βενετοί μέ τή βοήθεια της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρου, αναλάμβαναν σταδιακά τήν κυριαρχία της Κύπρου, τήν οποία έμελλε νά κρατήσουν γιά περίπου 100 έτη.

Τό 1479, ο απεσταλμένος της Γαληνοτάτης, ο Εβραίος Giovanni Dario έκλεισε συμφωνία ειρήνης μεταξύ των δύο εμπλεκομένων υπερδυνάμεων. Η Βενετία ήταν ο μεγάλος χαμένος αφού έχασε πολλές κτήσεις της καί υποχρεώθηκε νά πληρώνει ετήσια καταβολή 10000 δουκάτα στό σουλτάνο. Τό μεγάλο της κέρδος βέβαια ήταν η κατοχή της Μεγαλονήσου. Ο σουλτάνος ήταν ελεύθερος τώρα νά τιμωρήσει τούς θρασύτατους ιππότες της Ρόδου των οποίων τό κρατιδίο αποτελούσε ένα αγκάθι γιά τήν αυτοκρατορία του. Τό 1480, απέστειλε τόν προδότη εξισλαμισμένο Ελληνα Μεζίχ Παλαιολόγο μέ τούς επίσης προδότες Σοφιανό καί Μελίγαλο καί χιλιάδες στρατό, νά πολιορκήσει τή Ρόδο. Ο Μέγας μάγιστρος Πέτρος Δοβουσών, αν καί προχωρημένης ηλικίας αντέταξε σθεναρή αντίσταση πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή καί εμψυχώνοντας τούς γενναίους ιππότες καί τούς κατοίκους της πόλης. Ας αφήσουμε τόν Κωνσταντίνο Σάθα νά περιγράψει τήν πολιορκία:
"Ο Μεζίχ πασάς εξοργισθείς διέταξε γενικήςν έφοδον, υποσχεθείς τήν λείαν εις τούς στρατιώτας, οι δέ Τούρκοι εφοδιάσθησαν μέ σάκκους ίνα θέσωσι τήν λείαν των, σχοινία ίνα δέσωσι τάς νεάνιδας καί τούς νεανίσκους, καί μέ οκτώ χιλιάδας πάλων ιν'ανασκολωπίσωσι τόν μέγα μάγιστρον καί τούς ιππότας. Τό τουρκικό στρατόπεδο αντήχει καθ'όλην τήν προηγηθείσν της ημέρας της εφόδου νύκτα εκ των κραυγών αλλάχ! Οι Τούρκοι ώρμησαν επί του ρήγματος, ένθα τρείς χιλιάδες εξ αυτών συνεκρότησαν τρομεράν μάχην, όπισθεν δέ αυτών συνωθούντο τεσσαράκοντα χιλιάδες ανδρών προσβαλλόντων ταυτοχρόνως πανταχόθεν τήν πόλιν. Δώδεκα γιανίτσαροι ζητούσι τόν μέγαν μάγιστρον τόν κτυπούσι, ο δέ Δοβουσών φέρων πέντε μεγάλας πληγάς καί αιμόφυρτος περικυκλούται υπό των ιπποτών οι οποίοι ορμώσι μανιωδώς κατά των φαλάγγων των απίστων καί διασπείρουσι εν'αυταίς τόν θάνατον καί τόν τρόμον. Οι Οθωμανοί τρέπονται εις φυγήν..... Κατά τήν πολιορκίαν ταύτην έλαβον μέρος καί οι ΈΛληνες της Ρόδου καί των πέριξ νήσων."
Ο Μεζίχ πασάς απέτυχε εντελώς, αφού δέν κατέλαβε ούτε τήν οχυρωμένη Αλικαρνασσό (Petronium) καί αποχώρησε, επιτρέποντας έτσι στούς ιππότες νά συνεχίσουν τήν αντιτουρκική τους δραστηριότητα στό Αρχιπέλαγος. Τήν ίδια περίοδο, η Βενετία η οποία θέωρησε προδοτική τή διαγωγή των Ευρωπαίων, νά μήν τήν βοηθήσουν στόν πόλεμο κατά των μουσουλμάνων, παρότρυνε τόν Μωάμεθ Β' νά καταλάβει καί τήν Κάτω Ιταλία η οποία ανήκε στήν επικράτεια της Ελληνικής Αυτοκρατορίας καί δικαιωματικά τώρα ανήκε στόν κατακτητή αυτής της αυτοκρατορίας. Ο Μωάμεθ συνέλαβε αμέσως τό νόημα καί απέστειλε τόν Γκεντίκ Αχμέτ ο οποίος αιφνιδιαστικά κατέλαβε τόν Υδρούντα (Otranto) στήν Απουλία, σκορπίζοντας τόν τρόμο στήν Ευρώπη καί ιδιαίτερα στόν βασιλέα της Νεαπόλεως (Napoli) Φερδινάνδο Α'. Ομως η μοίρα βοήθησε τούς Λατίνους, αφού πέθανε ο Μωάμεθ (1481) καί οι διάδοχοί του άρχισαν εμφύλιο πόλεμο, αναγκάζοντας τόν Αχμέτ νά εκκενώσει τό Οτράντο.

Τό επίκεντρο των πολεμικών διενέξεων αυτή τήν εποχή ήταν ο Μωριάς. Οι ελεεινοί αδελφοί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Δημήτριος καί Θωμάς, φάνηκαν ανάξιοι των περιστάσεων καί δέν έκαναν τίποτα γιά νά εμποδίσουν τίς τουρκικές ορδές πού κατέλαβαν τήν Πελοπόννησο. Αντίθετα, ορισμένοι οπλαρχηγοί αντιστάθηκαν καί πολέμησαν μέ γενναιότητα. Ο σημαντικότερος αυτών ήταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς. Οταν οι Βενετοί εσύναψαν ειρήνη μέ τούς Οθωμανούς, τούς παρέδωσαν καί τή Μάνη. Αυτή η κίνηση θεωρήθηκε προδοτική από τούς ντόπιους κατοίκους οι οποίοι μέ επικεφαλής τόν ατίθασο πολέμαρχο, εκδίωξαν τούς Οθωμανούς τουρμάρχες καί σουμπασίδες, καί κατέλαβαν τά φρούρια στό Τριγόφιλο, Οίτυλο, Καστανιά, Ανδρούσα, Πιάγα, Λεφτίνη καί Παπαφίγγο. Μέ τόν Κλαδά ένωσαν τίς δυνάμεις τους καί οι παλαίμαχοι στρατιωτικοί Θεόδωρος Μπούας καί Μέξας Μποζίκης. Μάλιστα γιά νά προκαλέσουν σύγχυση στίς βενετοτουρκικές σχέσεις, μαζί μέ τίς σημαίες μέ τό δικέφαλο αετό είχαν υψώσει καί σημαίες μέ τό λεοντάρι του Αγίου Μάρκου. Οι Βενετοί πράγματι ταράχθησαν καί αφού έστειλαν απεσταλμένους στήν Πύλη γιά νά βεβαιώσουν ότι δέν είχαν σχέση μέ τά γεγονότα, συνέλαβαν τά μέλη των οικογενειών των αρχηγών των επαναστατών, ενώ επικύρηξαν τόν Κλαδά μέ 10000 υπέρπυρα.

Τόν Ιανουάριο του 1480, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν νά επέμβουν. Δυνάμεις μέ επικεφαλής τόν σατζάκμπέη του Μοριά Σουλεϊμάν καί τό μπεηλέρμπεη της Ρούμελης Αλή Μπούμικο εισέβαλαν στή Μάνη καίγοντας καί λεηλατώντας. Ο Κλαδάς όμως κατάφερε στίς κλεισούρες του Οίτυλου, νά παγιδέψει καί νά αποδεκατίσει τίς δυνάμεις του Μπούμικο αναγκάζοντάς τον νά υποχωρήσει στήν Σπάρτη. Νέες δυνάμεις δέκα χιλιάδων γενίτσαρων καί αζάπιδων υπό τή διοίκηση του Αχμέτ εισβάλλουν στή Μάνη καί επιτίθενται μέ επιτυχία εναντίον του Κλαδά στήν Καστανιά. Ο ατρόμητος πολέμαρχος κατέφυγε στό Πόρτο Κάγιο, όπου τόν παρέλαβαν τρείς γαλέρες της Νεάπολης καί τόν Απρίλη του 1480 κατέφυγε στήν Ιταλία. Ο Φερδινάνδος τόν υποδέχτηκε μέ τιμές καί ύστερα από ένα μήνα τόν έστειλε στή Βόρεια Ηπειρο, όπου ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τόν γιό του Σκεντέρμπεη, Ιωάννη Καστριώτη καί απελευθέρωσαν τήν Χιμάρα. Ο νέος μπεηλέρμπεης της Αυλώνας Σουλεϊμάν πασάς προσπάθησε μέ τρείς χιλιάδες νά ανακαταλάβει τή Χιμάρα αλλά κατατροπώθηκε από τούς Ελληνες καί συνελήφθη αιχμάλωτος. Δέκα χρόνια παρέμεινε η Χιμάρα ελεύθερη, μέχρι τό 1492 όταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις ερήμωσαν τήν περιοχή, αιχμαλώτισαν χιλιάδες Ηπειρώτες καί τούς μετέφεραν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας.

Γιά δύο δεκαετίες οι υπόδουλοι Έλληνες έζησαν μία σχετική περίοδο ηρεμίας, λόγω της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των δύο υιών του Μωάμεθ, του Βαγιαζήτ Β' καί του νεώτερου αδελφού του Τζέμ. Η αναμέτρηση των δύο αδελφών κλόνισε τήν οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δυστυχώς αυτή τήν κατάσταση δέν τήν εκμεταλλεύτηκαν οι Φράγκοι ηγεμόνες. Ο Τζέμ νικήθηκε στή μάχη του Γενί Σεχίρ τόν Ιούνιο του 1481 καί αφού περιπλανήθηκε καταδιωκώμενος στά όρη της Κιλικίας, ζήτησε άσυλο από τόν μάγιστρο της Ρόδου Πέτρο Δοβουσών. Μάταιες απέβησαν οι προσπάθειες του μάγιστρου νά πείσει τούς Ευρωπαίους νά οργανώσουν σταυροφορία μέ επικεφαλής τόν Τζέμ, εναντίον του σουλτάνου αδελφού του Βαγιαζήτ Β'. Τελικά ο νεαρός Οθωμανός εστάλη στή Ρώμη, όπου ο πάπας Αλέξανδρος πού βρισκόταν σέ επαφή μέ τόν Βαγιαζήτ, ενεργώντας ύπουλα καί ανέντιμα τόν εφυλάκισε. Εν τώ μεταξύ στό θρόνο της Γαλλίας είχε ανέβει ο Κάρολος Η', ο οποίος τό 1494 εκστράτευσε στήν Ιταλία καί από εκεί διακήρυξε ότι απώτερος στόχος ήταν η απελεύθερωσις της Ελλάδος (Grece) καί η στέψη του σάν βασιλέα των Γραικών (roi des Grecs):
"Il subjugera les italiens,
et passera de-la mer,
Entrera puis dedans la Grece
ou par sa vaillance proesse
Sera nomme le roi des Grecs."
Η προδοτική όμως στάση του πάπα, ο οποίος δηλητηρίασε τόν Τζέμ, εμπόδισε τόν Κάρολο νά οργανώσει συνασπισμό εναντίον των Τούρκων. Μάλιστα καί η Βενετία είχε εχθρική στάση απέναντί του καί εμπόδισε τήν επαναστατική προσπάθεια πού είχε ξεκινήσει στήν Ηπειρο καί η οποία είχε επικεφαλής τόν καθολικό αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Firmiano, τόν ανηψιό του τελευταίου αυτοκράτορα Ανδρέα Παλαιολόγο καί τόν Κωνσταντίνο Αριανίτη. Η ειρωνεία είναι ότι οι φήμες γιά σταυροφορία είχαν ενσπείρει τόν πανικό στίς τουρκικές φρουρές, σύμφωνα μέ τήν αναφορά του βενετού ναυάρχου Γριμάνη, οι οποίες διαλύονταν μόνο μέ τήν εμφάνιση του βενετικού στόλου. Ο Κάρολος όμως βλέποντας εχθρική συμπεριφορά στόν χριστιανικό συνασπισμό απέναντί του, εγκατέλειψε τήν προσπάθεια καί επέστρεψε στή Γαλλία. Οι υπόδουλοι Ελληνες καί Αλβανοί απογοητευμένοι γιά μία ακόμα φορά, αντιμετώπισαν πάλι τά σκληρά προληπτικά μέτρα της Υψηλής Πύλης στήν Ηπειρο καί τήν Αλβανία. Γιά τήν ιστορία αξίζει νά αναδημοσιεύσουμε από τόν ακούραστο εργάτη της ιστορίας τόν Κωνσταντίνο Σάθα, τήν επίσημη πράξη πού υπογράφηκε στή Ρώμη, μεταξύ του Ανδρέα Παλαιολόγου καί του Καρόλου Η', σχετικά μέ τήν διαδοχή στό θρόνο της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, σέ περίπτωση πού επιτύγχανε η εκστρατεία του Καρόλου: "Τό Σάββατον, 6 Φεβρουαρίου 1494, εν τη εκκλησία του Αγίου Πέτρου, ο Ανδρέας Παλαιολόγος Δεσπότης της Ρωμανίας είπεν ότι διά του θανάτου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, θείου αυτού, αποθανόντος ατέκνου, μένει αυτός μόνος άμεσος κληρονόμος της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως καί ότι εξόριστος τη πατρίδος αυτού, εγκαταλελειμμένος υφ'όλων των Χριστιανών ηγεμόνων....παραχωρεί στόν αήττητο Γάλλων μονάρχη βασιλέα Κάρολο, τά επί της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως καί της Τραπεζούντος δικαιώματα ....".

Βενετοτουρκικοί πόλεμοι (1499-1503)
Ο Βαγιαζήτ Β', έχοντας εξαλείψει τό εμπόδιο του αδελφού του καί σφετεριστή του θρόνου Τζέμ, αναθεώρησε τήν ως τότε εφεκτική του στάση έναντι των Βενετών. Τόν Ιούλιο του 1499 ισχυρός τουρκικός στόλος, υπό τή διοίκηση του καπουδάν Δαούδ πασά, εμφανίσθηκε στά δυτικά της Πελοποννήσου. Ο ίδιος ο σουλτάνος μετέφερε στή Στερεά τίς στρατιές καί τό πυροβολικό του. Ο βενετός αρχιναύαρχος Γριμάνης (Grimani) πού περιπολούσε στό Ιόνιο, ενισχύθηκε μέ πλοία των οποίων τή διοίκηση τήν είχε ο Λορεδάνος. Η ναυμαχία των δύο πανίσχυρων στόλων έλαβε μέρος ανοικτά του κάβο-Πάπα (ακρωτήριο Αράξου) καί ενώ ο Λορεδάνος συνεπλάκη μέ τή ναυαρχίδα του, μέ τόν περίφημο κουρσάρο Μπαράκ, ο Γριμάνης απέφυγε νά τόν βοηθήσει. Στά δύο πλοία των προαναφερομένων εκδηλώθηκε πυρκαγιά, καί χάθηκαν οι δύο γενναίοι ναυτικοί μέ τό σύνολο των πληρωμάτων τους. Ο κακεντρεχής Grimani οπισθοχώρησε, αφήνοντας αφύλακτη τήν είσοδο γιά τόν Κορινθιακό κόλπο καί επιτρέποντας τόν οθωμανικό στόλο νά εισέλθει καί νά αποκλείσει τό σημαντικότατο λιμάνι της Ναυπάκτου (Lepanto). Είχε ήδη καταφθάσει καί ο στρατός του Βαγιαζήτ καί έντρομοι οι πρόκριτοι της Ναυπάκτου Ιωάννης Μούσκος, Λοΐζος Δρακόπουλος καί Δημήτριος Μονάζης έπεισαν τόν βενετό διοικητή Moro νά παραδώση τήν πόλη. Οι Βενετοί έχασαν τό σημαντικό τους εμπορικό κέντρο (fiore de Levante) καί εκτέλεσαν τόν υπαίτιο Moro μέ δημόσιο απαγχονισμό. Ο Βαγιαζήτ στό μεταξύ έκτισε δύο κάστρα στήν είσοδο του Κορινθιακού κόλπου (Ρίο καί Αντίρριο), τά οποία ονόμασε "Μικρά Δαρδανέλλια", πρίν φύγει γιά νά διαχειμάσει στήν Αδριανούπολη.

Τό επόμενο καλοκαίρι εμφανίσθηκε πάλι ισχυρός οθωμανικός στόλος, υπό τή διοίκηση του Δαούδ πασά καί του πρώην πειρατή Κεμάλ, στή Μεθώνη. Ο ακούραστος Βαγιαζήτ B', επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων βρισκόταν ήδη στό Λεοντάρι (Μεγαλόπολη) καί παρενοχλείτο από τούς stradioti (Ρωμηοί μισθοφόροι πολεμιστές), πού είχαν επικεφαλής τόν Γεώργιο Ράλλη, Νικόλαο Ρενέση, Νικόλαο Μενάγια κ.ά. Η πολιορκία διήρκεσε ένα μήνα καί στίς 10 Αυγούστου 1500, η Μεθώνη έπεσε ξαφνικά, όταν κάποιοι από τούς υπερασπιστές άφησαν αφύλακτο κάποιο τμήμα του τείχους καί πήγαν νά πανηγυρίσουν τήν είσοδο στό αποκλεισμένο λιμάνι τεσσάρων βενετικών κατέργων, πού είχαν σπάσει τόν αποκλεισμό. Ακολούθησε τριήμερη λεηλασία καί σύμφωνα μέ τήν αφήγηση ανώνυμου Ελληνα ιστορικού ο διοικητής, ο επίσκοπος, οι αξιωματικοί καί τό ένα τρίτο των κατοίκων σφαγιάσθηκαν ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι αιχμαλωτίσθηκαν γιά νά πουληθούν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας. Ο σουλτάνος μόλις μπήκε στήν πόλη, στάθηκε μπροστά σέ ένα χριστιανικό ναό καί αφού διέταξε νά τόν μετατρέψουν σέ τζαμί δήλωσε: "Διά τήν ανδρίαν του βεηλέρβεη Σινάν πασά καί τήν ορμητικήν έφοδον των γιανιτσάρων, ο θεός μοί έδωκεν τήν πόλιν τάυτην." Τόν πρώτο γενίτσαρο πού ανέβηκε στά τείχη τόν διόρισε φλαμπουριάρη (σαντζάκμπέη) καί του έδωσε 80000 δουκάτα. Η Κορώνη παραδώθηκε αμέσως, ενώ καί ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης δέν τόλμησε νά προβάλει αντίσταση. Ολόκληρος ο Μορηάς χάθηκε γιά τούς Βενετούς μέ εξαίρεση τήν Μονεμβασιά καί τό Ναύπλιο.

Ακολούθησαν κάποιες κοινές επιχειρήσεις των Βενετών μέ τούς Ισπανούς. Στήν Ισπανία βασίλευαν οι περίφημοι Φερδινάνδος καί Ισαβέλλα πού είχαν διώξει τούς Μαυριτανούς από τά ευρωπαϊκά εδάφη καί φιλοδοξούσαν νά επικρατήσουν καί στήν ελληνική χερσόνησο. Γι'αυτό τό λόγο είχαν αποστείλει στόλο νά βοηθήσουν στόν κοινό αγώνα των χριστιανών έναντι των "απίστων", μέ διοικητές του ισπανικού στόλου τούς ονομαστούς ναυάρχους Petro Navarro καί Gonzalo Fernandez de Cordoba. Ομως, εκτός από τήν κατάληψη της Λευκάδας (Αγίας Μαύρας) καί τής Κεφαλληνίας, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος δέν κατάφερε τίποτα αξιόλογο καί περιορίσθηκε σέ λεηλασίες παράκτιων περιοχών στή Χαλκιδική καί στή Μικρά Ασία. Τό 1503 η Γαληνοτάτη υπέγραψε μέ τήν Υψηλή Πύλη συνθήκη ειρήνης. Κερδισμένος πάλι ήταν ο σουλτάνος πού έβλεπε τούς Λατίνους νά στερούνται ολοένα καί περισσότερες κτήσεις στή Ρουμελία. Οικονομικά όμως υπέφεραν καί οι δύο δυνάμεις από τούς πολέμους καί ιδιαίτερα η Δημοκρατία καθώς όχι μόνο έχασε τά εμπορικά κέντρα της Μεθώνης, Κορώνης καί Ναυπάκτου, αλλά είχαν ανοίξει μέ τίς περίφημες πορτογαλικές καί ισπανικές ανακαλύψεις άλλοι δρόμοι εμπορίου, υποβαθμίζοντας έτσι τόν δικό της ρόλο.

Γιά τούς Ελληνες όλες αυτές οι περιπέτειες σήμαιναν ακόμα περισσότερη μείωση πληθυσμού λόγω των σφαγών αλλά καί λόγω των αναγκαστικών μετακινήσεων κυρίως πρός τά νησιά τωυ Ιονίου πού βρίσκονταν υπό βενετική κατοχή. Ιδιαίτερα η Πελοπόννησος καί η Ηπειρος οδηγούταν σέ μία περίοδο φτώχειας καί αθλιότητας. Τούρκοι έποικοι (μετανάστες) έρχονταν καί κατοικούσαν ελληνικές περιοχές, διώχνοντας από τίς πατρογονικές τους εστίες τούς ντόπιους, αλλοιώνοντας τήν κοινωνική δομή καί καταστρέφοντας τήν πολιτιστική παράδοση. Εκκλησίες βεβηλώνονταν ή μετατρέπονταν σέ τζαμιά, αρχαία μνημεία καταστρέφονταν ή υφαρπάζονταν από τυχοδιώκτες, χριστιανοί γιά νά αποφύγουν τίς ταπεινώσεις καί τήν δουλεία γίνονταν μουσουλμάνοι. Η χώρα πού γέννησε τήν δημοκρατία καί ύψωσε τήν αξία του ατόμου, γέμιζε σκλαβοπάζαρα, υποβάθμιζε τή ζωή καί τήν ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η χώρα πού είχε τούς πιό πλούσιους υπηκόους όταν ήταν αυτοκρατορία, είχε τώρα υπηκόους σκλάβους καί ρακένδυτους, η χώρα πού δίδαξε τίς επιστήμες στόν υπόλοιπο κόσμο, ήταν τώρα βουτηγμένη στήν αμάθεια καί στήν αγραμματοσύνη. Τά παλάτια καί τά μέγαρα έδωσαν τή θέση τους στίς παράγκες καί στά φτωχοκάλυβα. Τό πανδιδακτήριον καί τα πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης σώπασαν. Η αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα πού μιλούσε ο τελευταίος αυτοκράτορας μετατράπηκε σέ μία άθλια φραγκοαρβανιτορωμέϊκη γλώσσα. Τά παιδιά των φιλοσόφων, των μαθηματικών, των θεολόγων, των ιστορικών γίνονταν αγρότες, ψαράδες, υπηρέτες, ναυτικοί στά κάτεργα, γίνονταν ραγιάδες (κτήνη). Τήν ίδια περίοδο πού οι Ευρωπαίοι μέ τήν διδασκαλία των βυζαντινών λογίων μάθαιναν γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη καί δημιουργούσαν μία Αναγέννηση, οι Ελληνες μόλις πού διατηρούσαν τήν ταυτότητα καί τή μνήμη τους μέσα από θρύλους, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια καί ψαλτήρια. Οι Ελληνες πού άλλοτε αποκαλούσαν τούς αλλοεθνείς βαρβάρους καί τούς περιφρονούσαν γιά τήν αμάθειά τους, τώρα έβλεπαν ιδιαίτερα τούς Φράγκους μέ δέος καί τούς ικέτευαν γιά βοήθεια. Τά κορίτσια αρπάζονταν από τούς γονείς τους καί οδηγούνταν στά χαρέμια όπου ατιμάζονταν από τούς αγάδες, ενώ τά αγόρια οδηγούνταν στά στρατόπεδα των γενιτσάρων γιά νά πολεμήσουν τήν πίστη των γονιών τους. Οι απόγονοι των υπερήφανων Σπαρτιατών τώρα έσκυβαν τό κεφάλι όταν περνούσε δίπλα τους κάποιος αγάς. Τούς αυτοκράτορες της Βασιλεύουσας, πού θεωρούνταν ανώτεροι από όλους τούς άλλους ηγεμόνες καί ενέπνεαν δέος καί σεβασμό, τούς διαδέχτηκαν οι δουλικοί φαναριώτες πού έτρεμαν στό άκουσμα του ονόματος του σουλτάνου. Η περίοδος του 16ου αιώνα θεωρείται η σκοτεινότερη περίοδος της ιστορίας της πατρίδας μας.

Κατακτήσεις του Σουλεϊμάν Α' - Ισπανικές πολεμικές επιχειρήσεις στόν ελλαδικό χώρο
Σύμφωνα μέ τόν Σάθα:" τό μεγαλυνόμενον κατ'Ανατολήν καί Δύσιν Οθωμανικόν κράτος εξαναγκάζουσιν εκάστοτε τούς Χριστιανούς ηγεμόνας ίνα διοργανίζωσι σταυροφορίας, τάς οποίας ελεειναί μικροφιλοτιμίαι καθιστώσι θνησιγενείς, οι δέ δυστυχείς Έλληνες καί άλλοι υπήκοοι του σουλτάνου εν πρώτοις υποκινούμενοι μετ'ολίγον δ'αισχρώς εγκαταλειπόμενοι σφάζονται καί εξανδραποδίζονται." Τό 1513, ο πάπας Λέων Ι, παρακινούμενος από τόν Μάρκο Μούσουρο παρακίνησε τούς βασιλείς της Πολωνίας, Αγγλίας καί Γερμανίας σέ σταυροφορία κατά των μουσουλμάνων. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε καί ενώ οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες αναλλώθηκαν πάλι σέ μεταξύ τους έριδες, οι Τούρκοι καταλάμβαναν τό 1516, τήν Συρία καί τό επόμενο έτος τήν Αίγυπτο. Οι κατακτήσεις αυτές δημιούργησαν νέα κέντρα εμπορίου στή μέση Ανατολή γιά τό Οθωμανικό κράτος, υπονομεύοντας τό ιταλικό μονοπώλιο κυρίως στό εμπόριο των μπαχαρικών. Αυτή η εξέλιξη έθετε τίς προϋποθέσεις γιά τήν ανάπτυξη εξιοσημείωτης εμπορικής δραστηριότητας, εκ μέρους των μή μουσουλμάνων υπηκόων (Αρμενιών, Ρωμηών καί Εβραίων πού είχαν στό μεταξύ φτάσει από τήν Ισπανία).

Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) άρχισε τήν εφαρμογή ενός νέου προγράμματος κατακτήσεων μέ πρώτο στόχο τό βασίλειο των Ιωαννιτών στή Ρόδο. Τον Ιούνιο του 1522 τουρκικός στόλος 300 πλοίων, υπό τή διοίκηση το βεζίρη Μουσταφά ξεκίνηαε μέ προορισμό τή Ρόδο. Ταυτόχρονα ο ίδιος ο σουλτάνος οδηγούσε από τήν ξηρά χερσαίες δυνάμεις 100 χιλιάδων ανδρών. Ο μέγας μάγιστρος, εγκαταλειφθείς από τούς υπόλοιπους χριστιανούς ηγεμόνες, κατόρθωσε νά συγκεντρώσει μόλις 5000 μάχιμους, μεταξύ των οποίων ήταν Κρήτες, Βενετοί καί ντόπιοι Ροδίτες.

Τήν 1η Αυγούστου, ο βεηλέρβεης της Ρούμελης Αγιάζ πασάς επιτέθηκε κατά του προμαχώνα πού υπερασπίζονταν οι Γερμανοί ιππότες. (Σημειώνεται ότι τό τάγμα των Ιωαννιτών αποτελείτο από Ευρωπαίους διαφόρων εθνικοτήτων καί οι οποίοι όταν εκδιώχθηκαν από τήν Ιερουσαλήμ, κατέληξαν στήν Ρόδο). Τούς υπονόμους των επιτιθέμενων εξουδετέρωσε μέ επιτυχία ο Βενετός μηχανικός Martinengo καί η πρώτη απόπειρα του εχθρού απέτυχε οικτρώς. Στή συνέχεια κατελήφθη ο αγγλικός προμαχώνας καί οι Τούρκοι ύψωσαν τά μπαϊράκια τους βέβαιοι γιά τήν επιτυχία τους, αλλά αντεπίθεση των Ιωαννιτών μέ επικεφαλής τόν ίδιο τό μάγιστρο, τούς απώθησε εκ νέου από τίς επάλξεις. Στίς 24 Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί ετοιμάσθηκαν γιά γενική έφοδο. Οι ουλεμάδες διακήρυτταν σέ όλο τό μήκος του στρατοπέδου: "Αύριο θά γίνη έφοδος, η πέτρα καί τό χώμα ανήκουν εις τόν πατισάχ, τό αίμα καί τά υπάρχοντα των κατοίκων είνε λεία των νικητών." Ο σουλτάνος ανέβηκε σέ ένα λόφο γιά νά παρακολουθεί τήν εξέλιξη της εφόδου. Η γενναιότητα όμως των ιπποτών αλλά καί η συνδρομή τού λαού της Ρόδου πού βοηθούσαν τούς τραυματίες, μετέφεραν εφόδια καί τρόφιμα στούς αμυνόμενους, οδήγησε καί σέ άλλη ήττα τούς Οθωμανούς οι οποίοι είχαν απώλειες πάνω από δέκα χιλιάδες πολεμιστές. Ο σουλτάνος οργισμένος καθαίρεσε καί φυλάκισε τόν Αγιάζ πασά καί σκεπτόταν νά αποχωρήσει από τό νησί, όταν κάποιος προδότης, ονόματι Αμαράλ, τόν παρότρυνε νά επιμείνει γιατί οι πολιορκημένοι βρίσκονταν σέ απελπιστική κατάσταση. Πράγματι στίς 22 Δεκεμβρίου 1522, τό συμβούλιο του τάγματος αποφάσισε τήν παράδοση της πόλης πετυχαίνοντας όμως ευνοϊκούς όρους γιά τούς ιππότες καί τούς κατοίκους της πόλης. Ο μέγας μάγιστρος παρουσιάσθηκε στό σουλτάνο του φίλησε τό χέρι καί αποχώρησε μέ τούς γενναίους πολεμιστές του. Υστερα από περιπλανήσεις στή Μεσόγειο, οι ιππότες του τάγματος ’γιος Ιωάννης θά κατέληγαν στή Μάλτα.

Αντίστοιχη επιτυχία είχε ο οθωμανικός στρατός καί στά βόρεια σύνορά του. Κατέλαβε τό Βελιγράδι, τήν Μολδαβία καί τή Βλαχία, ενώ τό 1526 στήν αποφασιστική μάχη του Μοχάτς, όπου σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, κατέκτησε καί τίς νότιες επαρχίες του κράτους του. Τό στέμμα διεκδικούσε από τή μία μεριά ο βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ζαπόλυα καί ο Αψβούργος αρχιδούκας της Αυστρίας Φερδινάνδος. Ο Ζαπόλυα στράφηκε πρός τόν Σουλεϊμάν γιά βοήθεια, ο οποίος επωφελήθηκε γιά τίς παραπέρα βλέψεις του πρός τά δυτικά καί μέ ισχυρές δυνάμεις στράφηκε πρός τήν Αυστρία. Τό 1529, λοιπόν η ημισέληνος κυμάτιζε έξω από τά τείχη της Βιέννης σκορπώντας τόν τρόμο σέ όλους τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες. Η Βιέννη τελικά δέν έπεσε. Ο Φερδινάνδος, ενισχυμένος καί από τίς δυνάμεις του αδελφού καί αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Καρόλου Ε', υπερασπίσθηκε μέ επιτυχία τήν πρωτεύουσά του, ενώ τό ψύχος του χειμώνα αποτελείωσε τό έργο του, αναγκάζοντας τόν Σουλεϊμάν νά υποχωρήση στό Βελιγράδι.

Ενώ ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού βρισκόταν στό Βορρά, στή Ρόδο διάφοροι νησιώτες μεταξύ των οποίων ο Χρυσολωράς Γρατιανός, Μανόλης Κοσκινιάτης, Φραγγούλης Ζακούρης, Ιωάννης Στρατηγόπουλος καί Νικόλαος Καντακουζηνός, μαζί μέ κρυπτοχριστιανούς γενίτσαρους προσπάθησαν νά πείσουν τούς Ιωαννίτες νά στείλουν στόλο γιά νά ανακαταλάβουν τό νησί. Μάλιστα ο μητροπολίτης Ευθύμιος τό 1528 έστειλε επιστολή στόν πάπα εξορκίζοντάς τον νά βοηθήσει στήν επιχείρηση: "... επί πλέον δέν δυνάμεθα νά υποφέρωμεν τήν ελεινήν δουλείαν καί αθλιότητα, εν η ευρισκόμεθα, αδυνατούμεν ν'ανεχθώμεν επί πλέον βλέποντες τάς σκληροτάτας καταφρονήσεις, τάς οποίας οσημέραι ο άθλιος καί αξιοδάκρυτος ούτος λαός υποφέρει. Πολύ δέ φοβούμεθα μήπως η τόση βραδύτης προξενήση τόν θάνατον καί ημών καί πασών των οικεγενειών καί ημετέρων συγγενών." Πράγματι η Δύση δέν προσπάθησε ανακατάληψη της Ρόδου, η συνομωσία αποκαλύφθηκε καί οι Τούρκοι εκτέλεσαν όλους τούς συνομώτες, συμπεριλαμβανομένου καί του άτυχου μητροπολίτη.

Ο Κάρολος Ε', σέ μία προσπάθεια αντιπερισπασμού, οργάνωσε ένα ναυτικό συνασπισμό μέ στόχο τήν Πελοπόννησο, ώστε νά αμβλυνθούν οι πιέσεις πού δεχόταν στήν κεντρική Ευρώπη. Ο στόλος πού οργανώθηκε αποτελείτο από γενουατικά, ισπανικά, παπικά πλοία αλλά καί γαλέρες από τό τάγμα των ιπποτών της Μάλτας. Επικεφαλής βρισκόταν ο Ανδρέας Ντόρια (Doria), ένας αξιόμαχος Γενουάτης ευγενής, ενώ η χριστιανική δύναμη περιελάμβανε Ιταλούς, Ισπανούς, Γερμανούς καί φυσικά Έλληνες καί Αλβανούς stradioti. Στίς 21 Σεπτεμβρίου 1532 παραδόθηκε η Κορώνη, όταν σέ ενέδρα σκοτώθηκαν καί οι επτακόσιοι σπαχήδες πού στάλθηκαν ως ενισχύσεις από τήν Σπάρτη, καί τά κεφάλια των δύο αρχηγών τους τοποθετήθηκαν σέ δόρατα έξω από τά τείχη της πόλης. Κατά τή διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκαν οι παλαίμαχοι μαχητές Θεόδωρος Μπόχαλης καί Θεόδωρος Βοσκίτης. Η διοίκηση της πόλης ανατέθηκε σέ ισπανική φρουρά 2000 ανδρών, υπό τήν αρχηγία του Ιερώνυμου Mendoza. Ο Ντόρια προχώρησε βορειότερα, τόν Οκτώβριο κατέλαβε τήν Πάτρα καί ακολούθησε η κατάληψη των φρουρίων του Ρίου καί του Αντιρρίου, όπου οι χριστιανοί καί κυρίως οι Έλληνες προέβησαν σέ άγρια σφαγή των υπερασπιστών των δύο φρουρίων, σύμφωνα μέ τήν αφήγηση του απεσταλμένου του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α'. Μέ τήν έλευση του φθινοπώρου, ο Doria πέρασε στήν Κεφαλλονιά καί από εκεί επέστρεψε θριαμβευτής στήν Ιταλία. Πάντως η επανάσταση δέν γενικεύτηκε στό Μορηά, διότι οι Ρωμιοί γνώριζαν ότι όταν θά άλλαζαν τά συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων θά έμεναν μόνοι καί αβοήθητοι στό έλεος των Τούρκων. Εκείνοι πού σήκωσαν πάλι τά όπλα εναντίων των κατακτητών ήταν οι ατίθασοι Ηπειρώτες στήν περιοχή της Χιμάρας.

Οπως ήταν επόμενο, τό επόμενο καλοκαίρι, η Υψηλή Πύλη απέστειλε ισχυρές χερσαίες δυνάμεις, μέ επικεφαλής τόν σαντζάκμπεη του Μοριά, οι οποίες έφθασαν στή Μεσσηνία τόν Απρίλιο του 1533, ενώ στόλος 80 σκαφών, υπό τή διοίκηση του Λουφτή μπέη, απέκλεισε τό λιμάνι της Κορώνης. Στό μεταξύ στήν πόλη είχαν εισέλθει "Grecci estratiotas", (από τίς οικογένειες Μάνεση, Κατωγίτη, Βαρβάτη, Στρατηγού, Ρωμανού, Μενάγια, Καπνίση κ.ά.) ενώ τή διοίκηση ανέλαβε ο Ισπανός Rodrigo de Machicao. Ο στόλος του Doria κατέφθασε μέ βοήθεια γιά τούς πολιορκημένους καί απώθησε τόν οθωμανικό στόλο στά ανοικτά του πελάγους. Τόν Αύγουστο όμως ο χριστιανικός στόλος αναχώρησε γιά τήν Ιταλία, αφήνοντας μόνους τούς αμυνομένους οι οποίοι είχαν νά αντιμετωπίσουν εκτός από τίς ισχυρές πολιορκητικές δυνάμεις, τήν πείνα καί τόν λοιμό μέ αποτέλεσμα νά αποδεκατιστούν. Παρόλες τίς δυσκολίες επιχειρούσαν εξόδους γιά νά εξοικονομήσουν τρόφιμα καί μάλιστα η πιό παράτολμη νυκτερινή έξοδος έγινε στό τουρκοχώρι της Ανδρούσας όπου κατετρόπωσαν τούς χίλιους γενίτσαρους πού στάθμευαν εκεί, ενώ έκαψαν τά ιπποστάσια καί τίς αποθήκες των πολεμοφοδίων. Δυστυχώς όμως ο γενναίος Μακικάο, πού ηγείτο της μάχης, σκοτώθηκε από σφαίρα στό κεφάλι, οι χριστιανοί οπισθοχώρησαν καί έθαψαν μέ τιμές τόν γενναίο Ισπανό πολεμιστή. Επιτέλους, τόν Μάρτιο του 1534, ο αυτοκράτορας Κάρολος E' έστειλε πλοία τά οποία παρέλαβαν τόν πληθυσμό της Κορώνης καί τήν φρουρά της μέ προορισμό τήν Κάτω Ιταλία. Εκεί οι Έλληνες πού άφησαν τή γη της Μεσσηνίας γιά πάντα, θά ενωθούν μέ τούς άλλους συμπατριώτες τους (Grecanoi), θά εξελιχθούν σέ δυναμική κοινότητα καί θά διατηρήσουν τόν ελληνικό τους χαρακτήρα γιά τρείς αιώνες περίπου, μέχρι νά αλλαξοπιστήσουν καί νά γίνουν καθολικοί, ύστερα από τήν αφόρητη πίεση των καθολικών ιερέων του Βατικανού.

Τά επόμενα δύο χρόνια, ο Σουλεϊμάν κάνει δύο εντυπωσιακές ενέργειες. Κλείνει μέ τόν βασιλέα της Γαλλίας, Φραγκίσκο Α', τήν "ανίερη" γαλλοτουρκική συνθήκη του 1535, ενώ ορίζει ως νέο αρχιναύαρχο του αυτοκρατορικού στόλου τόν διαβόητο πειρατή Χαϊρεντίν, τόν επονομαζόμενο Μπαρμπαρόσσα. (Ο Χαϊρεντίν [Χρήστος] ήταν Ρωμηός στήν καταγωγή από τήν Μυτιλήνη, αλλά εξισλαμίσθηκε καί μαζί μέ τόν αδελφό του [Ουρούτζ] ’ρη, αποτέλεσαν ένα τρομερό δίδυμο ικανότατων πειρατών, πού σκορπούσαν τόν τρόμο στούς χριστιανούς καί τήν υπερηφάνεια στούς μουσουλμάνους. Πολέμησαν στό Αιγαίο, στή Βόρεια Αφρική, αλλά καί σέ κάθε γωνιά της Μεσογείου, ενώ στήν Τύνιδα, ο Ουρούτζ σκοτώθηκε από τούς Ισπανούς). Τό 1535, Ο Barbarossa αποβιβάστηκε στήν Απουλία όπου έκανε τρομακτικές επιδρομές καί κατέστρεψε ολοσχερώς τό Ρήγιον, μεταφέροντας έτσι τόν πόλεμο μέ τούς Λατίνους μέσα στά εδάφη τους.

Τήν άνοιξη του 1537, ο ικανότατος Σουλεϊμάν εξορμά εκ νέου, μέ χερσαίες δυνάμεις καί φθάνει στήν Βόρειο Ήπειρο, ενώ ο Χαϊρεντίν τόν συναντά στήν Αυλώνα μέ τόν πανίσχυρο στόλο του. Στόχος αφ'ενός απόβαση στήν Απουλία καί αφετέρου επιβολή της τάξεως στούς επαναστάτες της Χιμάρας. Οι Χιμαριώτες αποσύρθηκαν αμέσως στά ορεινά τους κρησφύγετα καί κατέφυγαν σέ ανταρτοπόλεμο εναντίον του πολυάριθμου αυτοκρατορικού στρατού. Μάλιστα σέ μία νυκτερινή επιδρομή ο γενναίος οπλαρχηγός Δαμιανός έφτασε έξω από τήν αυτοκρατορική σκηνή καί ενώ επιχείρησε νά τήν κάψει συνελήφθη από τούς φύλακες του σουλτάνου. Ο Δαμιανός βασανίστηκε φρικτά γιά νά αποκαλύψει τίς θέσεις των επαναστατών καί στό τέλος παλουκώθηκε.

Ο Σουλεϊμάν, ενώ κήρυττε καί επισήμως τόν πόλεμο κατά της Βενετίας, έστελνε τόν Barbarossa νά ερημώσει τά παράλια της Απουλίας καί νά μεταφέρει χιλιάδες αιχμαλώτους από τό Βρινδήσιον (Brindisi) στό στρατόπεδο της Αυλώνας. Αλλά καί ο Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια παρενοχλούσε διαρκώς τόν οθωμανικό στόλο σημειώνοντας μεγάλη νίκη στά ανοικτά της Πρέβεζας. Στίς 25 Αυγούστου 1537, ο οθωμανικός στόλος έριχνε άγκυρα μπροστά από τη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα τήν οποία υπερασπίζονταν 3000 Βενετοί καί Έλληνες μαχητές. Οι Οθωμανοί στρατιώτες του σουλτάνου πέρασαν από τό Αργυρόκαστρο, τήν Παραμυθιά καί αφού διεκπεραιώθηκαν απέναντι στό νησί, ξεχύθηκαν στά ενδότερα, λεηλατώντας χωριά καί ερημώνοντας τήν ύπαιθρο. Αλλά ας αφήσουμε τόν ιστορικό της εποχής καί Κερκυραίο Νίκανδρο Νούκιο, νά μας περιγράψει τά γεγονότα, σημειώνοντας ότι η αφήγησή του έχει πολύ συναίσθημα, δεδομένου ότι είναι αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής της αγαπημένης του πατρίδας:
"Μαθών δέ ταύθ'ο Τούρκων δυνάστης, πρός τούς Ουενετούς εκήρυττε πόλεμον, Ιαννούζη καί Χαϊρατινέω ες τούτο παροτρυνάντων, ως ελέγετο. Όθεν ες Κέρκυραν, οιμοί, πατρίδα εμήν απάραι τόν στόλον επέταξεν.... Ο δέ Χαϊρατίνης σύν ταις αμφ'αυτόν τριήρεσιν ως τήν πόλιν ελθών καί πλησίον ταύτης τόν εμβάντα ταις ναυσί στρατόν ες γήν αποτιθείς, τάς εκ της αντιπέραν Ηπείρου των δυνάμεων ταις ναυσί διεπόρθμευε.... Ω πως αδακρυτί τήν μνήμην ενέγκω τή ενσκηψάση σοι συμφορά, γλυκειά μοι πατρίς! Τήν νήσον πυρί καί σιδήρω καταναλώσαι, τήν δέ πόλιν, ει δυνατόν παραστήσαι. Οι μέν ουν βάρβαροι, ανά τήν πόλιν σκεδασθέντες, πυρ ταις οικίαις ενιέντες, τούς δ'αλισκόμενους ες ανδραπόδων επείχον τάξιν, πολλούς δέ κατέκτεινον. Αι δέ λοιπαί δυνάμεις, περαιωθέντες, ως είρηται, ες τά πέριξ εφέροντο χωρία της πόλεως, καί επί πάσαν διασκεδασθέντες τήν νήσον, ωμότατα τοίς εντυγχάνουσι διετίθεντο, κτείνοντες, ζωγρούντες, λεηλατούντες, σκυλεύοντες, διαφθείροντες, παίδων, παρθενών καί μειρακίων ου φειδόμενοι, πρέσβυτας καί πρεσβυτίδας ανηλεώς κατασφάττοντες, ευκτηρίους οίκους καταμιαίνοντες, αίματι ανθρωπαίω τοις αλόγων μιγνύντες...."
Καί ενώ οι πληθυσμοί των χωριών της Κέρκυρας υπέφεραν, στρατιωτικά ο Χαϊρεδίν απέτυχε, τό φρούριο της πρωτεύουσας άντεξε καί τόν Σεπτέμβριο του 1537, λύθηκε η πολιορκία. Οι Βενετοί όμως θά παραχωρούσαν στό σουλτάνο τά κάστρα του Βουθρωτού καί της Πάργας.

Σειρά νά υποστούν τίς φοβερές επιδρομές του Μπαρμπαρόσσα, είχαν οι νησιωτες κάτοικοι του Αιγαίου, οι οποίοι βρίσκονταν υπό φράγκικη διοίκηση. Τόν Οκτώβριο του 1537, καταλήφθηκε η Αίγινα καί ακολούθησε η Σέριφος, η Ιος, η Αστυπάλαια, η Αμοργός (των Querin), η Πάρος (των Sagredo), η Νάξος (των Crispo), η Μύκονος καί η Ανδρος. O πόνος των νησιωτών καταγράφηκε καί στά δημοτικά τραγούδια καί παραθέτω ένα από αυτά, πού θέλει τήν Παναγία τήν Καταπολιανή νά θρηνεί τήν καταστροφή της Πάρου από τόν Μπαρμπαρόσσα:
"Όλα τά Δωδεκάννησα στέκουν αναπαμένα
κ'η Πάρος η βαριόμοιρη στέκετ'αποκλεισμένη
κ'όσοι τήν ξεύρουν κλέουν την κι'όλοι τήνε λυπούντε
καί σάν τήν κλαίη η Δέσποινα κανείς δέν τήνε κλαίγει"
Τήν ίδια περίοδο ο διοικητής του Μορέως Κασίμ Μπέης διετάχθη νά πολιορκήσει τά δύο τελευταία βενετικά φρούρια στήν Πελοπόννησο, τό Ναύπλιο καί τή Μονεμβασιά. Ο Κασίμ ερήμωσε τήν ύπαιθρο του Ναυπλίου καί εκπόρθησε τό οχυρό του Καστριού (της οικογένειας του Παλαιολόγου) καί τό Θερμήσι. Στή συνέχεια έστησε τήν σκηνή του έξω από τά τείχη του Ναυπλίου, γιά νά αρχίσει μία πολιορκία (Σεπτέμβριος 1537), η οποία θά κρατούσε τρία ολόκληρα χρόνια, ενώ άλλες δυνάμεις του πολιορκούσαν τήν Μονεμβασιά (Μαλβασία). Τό βάρος της άμυνας των δύο πόλεων τό έφεραν οι Έλληνες καί οι Αλβανοί ντόπιοι μαχητές. Η κατάσταση βέβαια των πολιορκημένων ήταν τραγική, καθώς θερίζονταν από τίς επιδημίες λόγω του μολυσμένου πόσιμου νερού καί από τήν πείνα. Αναγκάζονταν λοιπόν άνδρες της φρουράς νά εγκαταλείπουν τίς θέσεις τους στούς προμαχώνες καί νά αναζητούν μέ εξόδους στήν ύπαιθρο, τρόφιμα καί νερό. Στίς 5 Απριλίου 1538, 200 επίλεκτοι ιππείς, υπό τήν ηγεσία των Βενετών Βρετού Μποζίκη καί Ρογγόνη, σέ μία επιδρομή στό λόφο του Προφήτη Ηλία, αποδεκατίστηκαν από ανώτερες δυνάμεις καί οι δύο γενναιόι Ιταλοί αρχηγοί σκοτώθηκαν. Επειδή οι αυτόπτες μάρτυρες αποτελούν τήν πιό αξιόπιστη πηγή αληθείας, ας διαβάσουμε απόσπασμα από τήν διήγηση του Δωρόθεου μητροπολίτη Μονεμβασίας σχετικά μέ τήν πολιορκία του Ναυπλίου:
"... καί μετέπειτα επήγεν ο Κασίμ πασάς εις τούς πύργους του Καστρίου, καί δέν ημπόρεσε νά τούς πάρη, καί έκαψέ τους, καί επαραδόθησαν διά νά μή καγούν, καί πολλοί έπεσαν κάτω μέ σχοινία, καί εσκλαβώθηκαν διά νά μή πεθάνουν, τότε πήρε καί τούς Παλαιολόγους, τόν κύρ Ανδρόνικον, τόν κύρ Νικόλαον, τόν κύρ Θεόδωρον καί κύρ Δημήτριον, καί εις τό ’ργος έκοψε τά κεφάλια τους..... καί η αρμάδα όταν υπήγαινεν ήλθεν εις Αίγιναν καί επήρεν την αφλζ' εν μηνί Οκτωβρίω καί άφηκέ την έρημον, καί άλλα νησιά, καί εφόρτωσεν αιχμαλωσία, καί υπάγει εις τήν Πόλιν..... καί η μάχη εκράτειε χρόνους γ', καί επολεμούντο τά δύο κάστρη του Ναυπλίου καί της Μονεμβασίας, καί εσκοτώθηκαν πολλοί Χριστιανοί καί άλλοι απέθαναν από τήν πείναν καί τήν δίψαν, ότι δέν είχαν νερόν καί έπιναν βλυχόν.... καί οι Τούρκοι έδωκαν λουμπάρδαις καί τότε οι Τούρκοι έδραμαν εις τό φουσάτον των Ρωμαίων καί έκοψαν πολλούς, καί ήλθαν εις τήν πόρταν του κάστρου, τότε ευγήκεν ο γενναιότατος κύρ Δομένιγος Μποζίκης απάνω τους, καί άλλους έκοψε άλλους εκρέμνισε..."
Η μοίρα των αιχμαλώτων ήταν τραγική καί ιδιαίτερα όσων δούλευαν στά κάτεργα (κατεργάρηδες) τραβώντας κουπί, μέρα καί νύκτα. Ενας Τσέχος διπλωμάτης, ο οποίος αιχμαλωτίσθηκε από Τούρκους καί αλυσοδέθηκε σέ γαλέρα αναφέρει: "Ο σκλάβος είναι δεμένος μέ αλυσίδες από τό ένα πόδι κάτω από τόν πάγκο καί τόν αφήνουν ελεύθερο μόνο γιά νά τραβάει κουπί. Από τή μεγάλη ζέστη είναι αδύνατο νά κωπηλατήσει παρά μόνο γυμνός καί τό δέρμα του καίγεται σάν του καψαλισμένου γουρουνιού, η τροφή είναι δύο κομμάτια γαλέτα, είμαστε γεμάτοι ψείρες καί κοριούς, η ζωή μας είναι σκέτη κόλαση. Οποιος προσπαθήσει νά δραπετεύσει τιμωρείται μέ φάλαγγα καί μένει δεμένος μέ αλυσίδες δέκα μήνες..."

Εν τω μεταξύ στή δυτική Ευρώπη τό 1538, συγκροτήθηκε επί τέλους νέα αντιτουρκική συμμαχία. Ο πάπας Παύλος Γ', ο Γερμανός αυτοκράτορας Κάρολος Ε', ο αδελφός του Φερδινάνδος της Αυστρίας καί η Βενετία υπέγραψαν τήν "Santa Lega", η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε τήν αποκατάσταση των Βενετών στίς χαμένες κτήσεις τους καί τήν ενθρόνιση του Καρόλου στήν Κωνσταντινούπολη ως συνεχιστής της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Οι Λατίνοι ηγεμόνες συγκέντρωσαν αξιόλογες δυνάμεις στρατού (70000 άνδρες), 200 γαλέρες καί άλλα πολεμικά σκάφη (παπικά, βενετικά, ισπανικά, μαλτέζικα κ.ά). Γενικός διοικητής του στόλου ορίστηκε ο εβδομηνταδυάχρονος Andrea Doria, αρχηγός των βενετικών πλοίων ο Vicentio Capello, διοικητής των Ισπανών πεζών ο αντιβασιλεύς της Σικελίας Φερδινάνδος Gonzaga καί αρχηγός των Ελλήνων καί Αλβανών στρατιωτών ο Γενουάτης Spinola. O Σουλεϊμάν Α', μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν χριστιανική συμμαχία, έστειλε τόν Μπαρμπαρόσσα νά προσβάλλη τίς βενετικές κτήσεις στό Ιόνιο πέλαγος. Ο διαβόητος πειρατής, αφού ερήμωσε τίς Σποράδες, πέρασε ανεπιτυχώς από τά Χανιά καί κατέληξε στόν Αμβρακικό κόλπο, προστατευόμενος από τά κανόνια της Πρέβεζας. Στίς 25 Σεπτεμβρίου 1538, συναντήθηκαν οι δύο στόλοι. Οι μουσουλμάνοι ναυτικοί αποδείχθησαν πιό τολμηροί καί μέ πρωταγωνιστές τούς κουρσάρους Ντραγούτ ρεΐς, Σαλίχ ρεΐς καί Ταμπάκ ρεΐς, βύθισαν δύο γαλέρες καί συνέλαβαν άλλες δύο, ενώ ο χριστιανικός στόλος οπισθοχωρούσε πρός τήν Κέρκυρα, από όπου δέν τόλμησε νά ξαναβγεί στά ανοικτά.

Ενώ η συμμαχία είχε ξεκινήσει μέ τούς καλύτερους οιωνούς, φέρνοντας ελπίδες στούς υπόδουλους Ελληνες, οι αντιδικίες καί οι διαφωνίες κυρίως μεταξύ Ισπανών καί Βενετών, οδήγησαν τήν εκστρατεία σέ πλήρη αποτυχία. Οι Βενετοί, δόλιοι καί ύπουλοι, δέν έβλεπαν ευνοϊκά τήν παρουσία άλλων Ευρωπαίων στίς πρώην κτήσεις τους, στά εδάφη του Levante (τά κάποτε Ελληνικά εδάφη), καί άρχισαν μυστικές διαπραγματεύσεις μέ τόν σουλτάνο. Κατέδωσαν μάλιστα στούς Τούρκους τόν Πέτρο Σέκουλα, πού είχε αποσταλεί από τόν Κάρολο E' στήν Πελοπόννησο, μέ σκοπό νά οργανώσει επαναστατικές ομάδες. Ο Σέκουλας οδηγήθηκε στήν Πόλη καί αποκεφαλίσθηκε. Ακολούθησε μία ακόμα τουρκοβενετική συνθήκη, στίς 2 Οκωβρίου 1540, σύμφωνα μέ τήν οποία όλα τά νησιά του Αιγαίου, πού είχε κατακτήσει ο Χαΐρεδίν, καθώς καί τό Ναύπλιο καί η Μονεμβασιά παραδίδονταν στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία, υποχρεώθηκε νά πληρώσει 300000 βενετικά δουκάτα ως πολεμική αποζημίωση, ενώ διατήρησε τά νησιά του Ιονίου, τά Κύθηρα καί τήν Κύπρο. Νέος ξεριζωμός στόν Μωρηά, αυτή τήν φορά από τούς κατοίκους του Ναυπλίου καί της Μονεμβασιάς πού αφήνουν γιά πάντα τά σπίτια τους καί τά χώματά τους, γιά νά καταφύγουν στή Βενετία, τήν Κρήτη καί τήν Κέρκυρα. Η Πελοπόννησος καί όχι μόνο, από τό 1204 καί έπειτα, διαρκώς δέρνεται, ερημώνεται, εγκαταλείπεται. Καί όμως η Ρωμιοσύνη κρατάει, αντέχει, επιμένει. Οι Ελληνες της Δύσης ακατάπαυστα παροτρύνουν τούς Φράγκους ηγεμόνες νά επανέλθουν μέ νέες δυνάμεις γιά νά αποτινάξουν τόν ζυγό των βαρβάρων. Ακολουθεί επιστολή του Κερκυραίου Αντώνιου Έπαρχου: "Ασπαζόμενος τήν ελευθερίαν καί τό της δουλείας επάρατον αίσχος εν αλλοδαπή νυνί διατρίβω... άρε τά όπλα, αναγιγνώσκων τάς των προγόνων ημων βίβλους, τήν αρετήν προτιθείς των ανδρών, τήν περί λόγους δύναμιν, τήν σοφίαν, τήν στρατηγίαν, καί τά λοιπά των αγαθών, ά δή πάντα ου μόνον εξεύρον Ελληνες, αλλά καί λαμπρώς εξειργάσαντο...." Επιστολή (1555) του Αυγέριου Βουσβέκη, πρέσβη του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φερδινάνδου: "Η Ελλάς, η άλλοτε ευκλεεστάτη, νυν δε αναξίως πιεζομένην υπό δουλείαν, η πάλαι ποτέ διδάσκαλος των ωραίων τεχνών καί ελευθερίου μαθήσεως, φαίνεται αναζητούσα τήν παιδείαν τήν οποίαν εις ημάς παρέδωκε, καί χάριν της κοινής πίστεως ικετεύουσα αρρωγήν κατά της Σκυθικής βαρβαρότητος...."

Πολιορκία της Μάλτας - 1566
Ο νικηφόρος γιά τούς Οθωμανούς πόλεμος του 1538-1540 δέν αποτελούσε παρά ένα μονάχα κρίκο στήν αλυσίδα των επιτυχιών του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στά μέτωπα του βορρά (Ουγγαρία, Μολδαβία), στήν ανατολή (Γεωργία, Αρμενία, Περσία), στό νότο (Υεμένη) καί στή Μεσόγειο, όπου τό 1551 μέ τόν Ντραγούτ ρεΐς κατέλαβε τήν Τρίπολη καί τό 1560 μέ τόν Πιαλή πασά κατέλαβε τήν Τζέρμπα. Εξαίρεση στόν κανόνα αποτέλεσε η εκστρατεία στήν Μάλτα τό 1565. Τήν Μάλτα τήν υπερασπίζονταν τό τάγμα των Ιωαννιτών, πού είχε καταφύγει εκεί μετά τήν απώλεια της Ρόδου τό 1522. Ο ηλικιωμένος Μεγάλος Μάγιστρος ντε λα Βαλέτ, ανέλαβε τήν οργάνωση της άμυνας της πόλης καί είχε στή διάθεσή του 7000 άνδρες κάθε εθνικότητας (Ιταλούς, Ισπανούς, Γάλλους, Γερμανούς, Ελληνες καί Μαλτέζους). Τό Μάΐο του 1565, ξεκίνησε η πολιορκία των τριών φρουρίων (Αγιος Αγγελος, Αγιος Ελμος καί Αγιος Μιχαήλ), πού αποτελούσαν τά βασικά οχυρά της πρωτεύουσας. Οι επιτιθέμενοι ήταν 6500 γενίτσαροι, 9000 σπαχήδες, 20000 πεζοί Τούρκοι καί 20000 μουσουλμάνοι από τήν Αλγερία καί τήν Τρίπολη. Ο Οθωμανικός στόλος αποτελείτο από 300 πλοία κατάφορτα μέ δεκάδες κανόνια καί εφόδια.

Οι δύο στρατηγοί της πολιορκίας ήταν ο ηλικιωμένος Μουσταφά πασάς καί ο νεότατος Πιαλή πασάς καί αυτή ακριβώς η διαφορά ηλικίας, τούς έκανε νά έρχονται συχνά σέ διαφωνίες καί προστριβές. Οι Ιωαννίτες ιππότες πολεμούσαν μέ γενναιότητα καί αυτοθυσία, όπως μέ τήν ίδια γενναιότητα πολεμούσαν καί οι υπερήφανοι σπαχήδες καί οι άγριοι Βερβερίνοι. Τό κάστρο του Αγίου Έλμου έπεσε στίς 23 Ιουνίου όπου οι χριστιανοί υπερασπιστές πολέμησαν μέχρις εσχάτων. Διέφυγαν κολυμπώντας μόλις πέντε ιππότες ενώ αιχμαλωτίσθηκαν εννέα. Οι εννέα αιχμάλωτοι βασανίσθηκαν απάνθρωπα καί τά κεφάλια τους τά περιέφεραν έξω από τά τείχη του Αγίου Αγγέλου. Ο ντε λα Βαλέτ απάντησε μέ παρόμοιες μεθόδους καί έστειλε κεφάλια αιχμαλώτων μέσα σέ καλάθια, σάν δώρο στούς δύο πασάδες στρατηγούς. Η αγριότητα, η ευτέλεια της ανθρώπινης ζωής καί της αξιοπρέπειας χαρακτήριζαν εκείνη τήν εποχή.

Οι Τούρκοι ετοίμαζαν γενική έφοδο στό κάστρο του Αγίου Μιχαήλ, αλλά τά σχέδιά τους τά πληροφορήθηκε ο μάγιστρος από τόν Λάσκαρι, Ελληνα αξιωματικό του τουρκικού στρατού, πού αυτομόλησε στούς Ιωαννίτες. Στίς 15 Ιουλίου οι αλλαλάζοντες γενίτσαροι καί σπαχήδες αποκρούστηκαν μέ επιτυχία καί οι χριστιανοί βγήκαν από τά οχυρά τους, κατασφάζοντας τούς μουσουλμάνους καί εκδικούμενοι έτσι τούς νεκρούς του Αγίου Ελμου. Οι ενισχύσεις 8000 άριστα εκπαιδευμένων Ισπανών στρατιωτών από τήν Σικελία υπό τήν διοίκηση του Γκαρσία ντε Τολέδο, έφεραν τό τελειωτικό κτύπημα στόν Οθωμανικό στρατό, ο οποίος επιβιβάστηκε πανικόβλητος στά πλοία του καί αποχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωαννίτες θά συνέχιζαν νά είναι οι κυρίαρχοι της Μάλτας γιά δύο αιώνες, ενώ ο de la Valette θά έβαζε δύο χρόνια αργότερα τόν θεμέλιο λίθο στή νέα πρωτεύουσα, που πρός τιμή του θά ονομαζόταν Βαλέτα.

Tό επόμενο έτος ο Πιαλή πασάς κατέπλευσε πρός τή Χίο, η οποία διοικείτο από τήν γενουατική εμπορική εταιρεία Mahona, καί απαίτησε τά καθυστερούμενα, από τόν φόρο υποτέλειας πού πλήρωνε η εταιρεία στό σουλτάνο. Καί ενώ οι Γενουάτες υποσχέθηκαν ότι θά ικανοποιήσουν τίς απαιτήσεις άμεσα, αποβιβάστηκαν 10000 τούρκοι στρατιώτες καί κατέλαβαν τό πλούσιο νησί στίς 17 Απριλίου 1566. Οι 500 Ευρωπαίοι υπήκοοι πού βρίσκονταν στή Χίο ρίχτηκαν κωπηλάτες στίς τουρκικές γαλέρες. Ο Πιαλή πασάς συνέχισε τήν πορεία του πρός τήν Βόρεια Ηπειρο, όπου Αλβανοί καί Ελληνες είχαν σκοτώσει τούς απεσταλμένους τού σουλτάνου πού είχαν έρθει νά στρατολογήσουν παιδιά (παιδομάζωμα - devshisrme) καί στή συνέχεια είχαν επιτεθεί σέ τουρκικές φρουρές. Οι αδούλωτοι Ηπειρώτες επαναστάτες αντιμετώπισαν μέ επιτυχία τόν αυτοκρατορικό στρατό καί ο Πιαλή πασάς ταπεινωμένος, τό φθινόπωρο του 1566 επέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη.


Κατάκτηση της Κύπρου - 1571
Ο Σελίμ Β' ανέβηκε στόν θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τό 1566 καί παρέδωσε τήν εκμετάλλευση των νησιών των Κυκλάδων (Πάρου, Νάξου, ’νδρου, Θήρας, Μήλου, Σύρου κ.ά.) στόν πανούργο Εβραίο έμπορο Ιωσήφ Νάζη. Αυτός ήταν πού προέτρεψε τόν σουλτάνο νά εκστρατεύσει κατά της Κύπρου γιά νά τήν καταλάβει, δεδομένου ότι αποτελούσε εμπόδιο στήν διέλευση μωαμεθανικών εμπορικών πλοίων, από τήν νεοαποκτηθείσα Αίγυπτο μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη. Η Κύπρος στέναζε κάτω από τή βενετσιάνικη κατοχή καί οι χωρικοί υπηρετούσαν σάν δούλοι τούς Ιταλούς άρχοντες, μέ αποτέλεσμα πολλά χωριά νά καλέσουν τόν Σελίμ νά έρθει νά τούς απαλλάξει από τούς δυνάστες τους. Οι Βενετοί μάλιστα, όχι μόνο δέν είχαν οργανώσει κατάλληλα τήν άμυνα της Μεγαλοννήσου, αλλά πλήρωσαν τή δόλια πολιτική τους στούς πολέμους των Ευρωπαίων εναντίον των Οθωμανών, αφού η πανίσχυρη Ισπανία αρνήθηκε νά τούς συνδράμει στήν προσπάθεια νά κρατήσουν τό νησί. Οι Τούρκοι, ως συνήθως, κινήθηκαν τάχιστα καί δύο αρμάδες απέπλευσαν από τήν Καλλίπολη. Η πρώτη (80 γαλέρες καί 30 γαλεότες) είχε ναύαρχο τόν Πιαλή πασά καί η δεύτερη (36 γαλέρες καί 12 φούστες) τόν καπουδάν Αλή πασά. Χερσαίες δυνάμεις 80000 ανδρών, μέ διοικητή τό Λαλά Μουσταφά πασά, πέρασαν μέ αποβατικά σκάφη από τήν Καραμανία στήν Πάφο καί στήν Λεμεσό, όπου συναντήθηκαν μέ τόν τεράστιο στόλο των 350 σκαφών των δύο πασάδων. Στίς 26 Ιουλίου 1570, οι πράσινες σημαίες μέ τήν ημισέληνο, κυμάτιζαν έξω από τά τείχη της πρωτεύουσας της Μεγαλοννήσου, Λευκωσίας.

Τήν ευθύνη της αμύνας της Λευκωσίας τήν είχε ο Ενετός Νικόλαος Dandolo, μαζί μέ τόν Κύπριο Ευγένιο Συγκλητικό ή Ρουχιά, οι οποίοι είχαν στή διάθεσή τους 3000 μάχιμους άνδρες. Διασώζεται καί ομιλία του επισκόπου Πάφου, στήν εκκλησία της Αγίας Σοφίας μέ τήν οποία καλούσε τούς πιστούς νά πολεμήσουν "διά τήν πίστιν καί διά τήν πατρίδα". Στό μεταξύ οι επιτιθέμενοι βομβάρδιζαν ασταμάτητα τά τείχη, έσκαβαν λαγούμια καί απέκλειαν κάθε οδό επικοινωνίας μέ τόν έξω κόσμο. Οι αμυνόμενοι μέ αρχηγούς τόν Ιωάννη Σωζομενό, τόν Κόντο Ροντάκη καί τόν Ανδρέα Κουρτέση, έκαναν εξόδους, προκαλώντας δολιοφθορές στό αντίπαλο στρατόπεδο, δηλητηριάζοντας πηγάδια ή καταστρέφοντας αποθήκες τροφίμων. Μάταια όμως. Στίς 9 Σεπτεμβρίου ο Μουσταφά πασάς έκανε τήν μεγάλη έφοδο καί κατάφερε μέσα από ανοίγματα στά τείχη νά εισβάλλει στήν πόλη. Τίς τρομερές τελευταίες στιγμές πού έζησαν οι Ελληνες καί οι Ιταλοί κάτοικοι, τίς διηγείται στό χρονικό του (1788) ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός:
"... ο εχθρός δέν άφηνε ζωντανόν μήτε άνδρας μήτε γυναίκας μήτε βρέφος, τέλος πάντων ότι ηπάντει ηφάνιζε μέ τήν μάχαιραν, εις τούς δρόμους έτρεχε τό αίμα, καί κοκκίνιζε τό έδαφος, καί εις ολίγον διάστημα βουνά από θανατωμένους. Ποίων αι κεφαλαί, ποίων τά χέρια, ποίων ποδάρια διαχωρισμένα, ποίωνο εμυαλός έξω..... Επιάσθη ο τοποτηρητής Δάνδολος, καί ο πασάς επρόσταξε καί του έκοψαν τήν κεφαλήν, καί τήν έστειλεν εις τόν καπετάνον της Κυρήνιας, όστις ιδών αυτήν επαρεδόθη....έμπροσθεν της καθεδρικής εκκλησίας των Ρωμαίων εθανατώθησαν πολλοί μοναχοί καί ιερείς αυτού του γένους καί δύο επίσκοποι Ρωμαίων....Αυτή η φοβερά σφαγή καί αρπαγή εβάσταξε σχεδόν τρείς ημέρας. Εγδυσαν τάς εκκλησίας, τάς ιεράς τράπεζας εκατατσάκισαν, έκαμαν ένα πλούσιον λεηλατισμόν, όπου οι ίδιοι έλεγον, πως υπερέβαινεν εκείνον της Κωνσταντινουπόλεως.... Παρελθούσης της ημέρας, όπου επάρθη η χώρα, έγινε παζάρι, καί πρώτον επωλούντο τά ωραία παιδία καί αι ωραίαι παιδίσκαι. Τούς σκλαβωμένους επώλουν εις αχρείαν τιμήν, τούς δέ δυνατούς διά τήν γαλέραν μέ περισσότεραν... Εφονεύθησαν δέ εις αυτήν τήν αποφράδα ημέραν περισσότερον από είκοσι χιλιάδες ψυχών."
Ενώ η Γαληνοτάτη επεδείκνυε ανεξήγητη αδράνεια, ο θριαμβευτής οθωμανικός στρατός στρατοπέδευε στίς 17 Σεπτεμβρίου 1570, έξω από τήν Αμμόχωστο (Famagusta) καί ο στόλος απέκλειε τό λιμάνι. Ο Μουσταφά πασάς έστειλε κύρηκες στίς αραβικές χώρες νά διακυρήξουν τόν ιερό πόλεμο κατά των απίστων καί νά έλθουν νά βοηθήσουν στήν πολιορκία της Αμμοχώστου, τάζοντας λάφυρα καί πολλούς δούλους. Διοικητές της πόλης ήταν οι γενναίοι Ιταλοί Μαρκαντώνιος Bragadin καί Έκτωρ Baglione, οι οποίοι οργάνωσαν άριστα τήν άμυνα, αλλά δυστυχώς θά έμεναν αβοήθητοι από τίς χριστιανικές δυνάμεις. Ελληνες ιππείς πραγματοποιούσαν τολμηρές εξόδους αλλά είχαν σοβαρές απώλειες καί έτσι χάθηκαν τά δύο αδέλφια Κόντος καί Πέτρος Ροντάκης. Γιά τόν χειμώνα ένα μεγάλο μέρος του στόλου αποσύρθηκε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί μάλιστα σέ ένα πλοίο πού μετέφερε τίς ωραιότερες σκλάβες γιά τόν σουλτάνο, η κόρη του Ρουχιά, πού είχε τήν φήμη της ωραιότερης κόρης της Λευκωσίας, φέρεται ότι έβαλε φωτιά στό πλοίο, τό οποίο κάηκε μέ όλο τό χαρέμι του σουλτάνου.

Τόν Απρίλιο του 1571, επανήλθε ο στόλος μέ νέο καπουδάν πασά καί η πολιορκία από στεριά καί θάλασσα έγινε πάλι αφόρητη. Οι βομβαρδισμοί καί οι υπονομεύσεις των τειχών έφεραν τά προσδοκόμενα γιά τούς επιτιθέμενους αποτελέσματα. Τμήματα των τειχών κατέρρευσαν, αλλά παρόλες τίς εφόδους ο Bragadin καί ο Baglione απωθούσαν τούς εχθρούς. Αλλά πόσο νά αντέξουν εξαντλημένοι από τήν κούραση, τήν δίψα καί τήν πείνα; Τήν 1η Αυγούστου ύψωσαν λευκή σημαία γιά νά παραδοθούν. Ο πασάς έστειλε τόν κεχαγιά του καί συζήτησαν τούς όρους της παράδοσης καί της φυγής των στρατιωτών καί όσων κατοίκων ήθελαν νά ακολουθήσουν. Καί ενώ όλα φαίνονταν ότι θά εξελίσσονταν ειρηνικά, ο Μουσταφά πασάς κάλεσε στό στρατόπεδό του τούς δύο διοικητές μέ άνδρες της συνοδείας τους, τάχα νά τούς αποχαιρετήσει καί νά τούς τιμήσει γιά τήν ανδρεία τους. Οταν ο πασάς ζήτησε νά κρατήσει τό νεαρό Ιταλό Αντώνιο Κουερίνη, καί ο Bragadin αρνήθηκε, βρήκε τήν αφορμή πού ζητούσε καί εξαγριωμένος διέταξε τούς γενίτσαρους νά δέσουν όλους τούς καλεσμένους, τούς οποίους, 350 συνολικά τούς αποκεφάλισαν μπροστά από τόν άτυχο διοικητή τους. Στόν Βενετσιάνο ευγενή επεφύλαξε χειρότερη μοίρα. Αφού του έκοψαν μύτη καί αυτιά, τόν εκατάντησαν από τά βασανιστήρια ελεεινό, καί αφού τόν διοπόμπευσαν πάνω σέ αγελάδα μπροστά από όλο τό στράτευμα, ένας Εβραίος δήμιος ανέλαβε νά τόν γδάρει αργα καί βασανιστικά, στήν κεντρική πλατεία της Αμμοχώστου. Τό δέρμα του τό γέμισαν μέ άχυρα καί αργότερα τό έστειλαν στόν σουλτάνο. Τό σύνθημα είχε δοθεί καί ο τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στήν πόλη γιά νά προβεί σέ κάθε είδους βιαιότητες εναντίον των αμάχων. Κατ'αυτόν τόν τρόπο έκλεισε αυτό τό κεφάλαιο γιά τήν μαρτυρική Κύπρο, η οποία θά έμενε υπό τουρκική κατοχή γιά τρείς αιώνες περίπου.

Ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto) - 1571
Ο πάπας Πίος Ε', ύστερα από κοπιαστικές προσπάθειες, κατόρθωσε νά γεφυρώσει τίς ισπανοβενετικές διαφορές καί νά πείσει τίς δύο δυνάμεις νά υπογράψουν, στίς 20 Μαΐου 1571, τήν Sacra Liga Antiturca. Η ανάθεση της αρχιστρατηγίας των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, δόθηκε στόν Δόν Χουάν (Don Juan) τόν Αυστριακό, ο οποίος είχε ήδη δεχθεί ελληνικές αντιπροσωπείες, πού τόν καλούσαν νά αναλάβει επιχειρήσεις στήν κατεχόμενη ελληνική χερσόνησο. Πράγματι στίς 16 Σεπτεμβρίου 1571, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος απέπλευσε από τή Μεσσήνη της Σικελίας. Ο βασιλιάς της Ισπανίας είχε προσφέρει 81 γαλέρες καί 30 φρεγάτες μέ 7000 Ισπανούς, 6000 Γερμανούς καί 5000 Ιταλούς στρατιώτες, η Βενετία συμμετείχε μέ 108 γαλέρες, 6 γαλεάσσες καί 5000 πεζούς, ο πάπας προσέφερε 12 γαλέρες πλήρως εξοπλισμένες, οι ιππότες της Μάλτας τέσσερις καί η Γένουα διέθεσε 11 γαλέρες μέ διοικητή τόν Τζιαναντρέα Ντόρια, ανηψιό του περίφημου Γενουάτη ναυάρχου. Στήν βενετική δύναμη περιλαμβάνονταν καί πλοία πού είχαν εξοπλίσει οι Ρωμηοί υπήκοοι της Γαληνοτάτης, κυρίως από τήν Κρήτη. Σημαντική συμβολή στόν εξοπλισμό των πλοίων καί στή χρηματοδότηση της αποστολής είχαν οι: Πέτρος Αυγουστίνης, Ιωάννης Δαπιράς, Ανδρέας Καλλέργης, Γεώργιος Καλλέργης, Δράκος Μακρής, Ανδρέας Στρατηγός, Γεώργιος Γαβράς, Αντώνιος Ευδαιμονογιάννης, Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του περίφημου ζωγράφου), Χριστόφορος Κοντοκάλης, Πέτρος Μπούας, Γεώργιος Κοκκίνης, Δημήτριος Κομούτος κ.ά.

Ο τουρκικός στόλος πού είχε ήδη αποπλέυσει από τό ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, περιελάμβανε 230 γαλέρες καί άλλα μικρότερα σκάφη. Γενικός αρχηγός ήταν ο καπουδάν Μουεζιν-ζάντε Αλή πασάς, ενώ διοικητής του πεζικού, πού επέβαινε στά πλοία, ήταν ο Πετράου πασάς. Μαζί τους βρίσκονταν οι γνωστοί κουρσάροι Ουλούτζ Αλή (αρνησίθρησκος Ιταλός) καί Καρακόζα μέ αλγερινά πληρώματα. Tήν αυγή της 7ης Οκτωβρίου οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στίς Εχινάδες, βραχονησίδες πού βρίσκονται στίς εκβολές του Αχελώου καί άρχισαν νά πλησιάζουν ο ένας τόν άλλο μέ βραδύτητα, ενώ τά πληρώματα ετοιμάζονταν γιά τήν σύγκρουση πού θά ακολουθούσε. Νά σημειώσουμε ότι οι κωπηλάτες των τουρκικών πλοίων στήν πλειοψηφία τους ήταν Ελληνες σκλάβοι, οι οποίοι κινήθηκαν όσο αδέξια μπορούσαν, γιά νά δυσχεράνουν τήν πλοήγηση των σκαφών, καί ήταν αυτοί πού αργότερα θά είχαν τίς περισσότερες απώλειες, αφού όντας αλυσοδεμένοι θά βυθίζονταν αργότερα μαζί μέ τό πλοία του οθωμανικού στόλου. Οι οθωμανοί υστερούσαν σέ ισχύ πυροβόλων ενώ υπερτερούσαν σέ μάχιμους άνδρες οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ τόξα καί γιαταγάνια. Οι Ευρωπαίοι στρατιώτες ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ αρκεβούζια, τά πρωτόγονα όπλα της εποχής εκείνης.

Τήν αριστερή καί βόρεια πτέρυγα, κοντά στό ακρωτήριο Σκρόφα, τήν διοικούσε ο γηραιός Ενετός Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο μαζί μέ τούς Αντόνιο ντά Κανάλε καί Μάρκο Κουερίνι. Απέναντί τους τέθηκε η δεξιά πτέρυγα των Τούρκων μέ διοικητές τόν Μεχμέτ Σουλίκ Σιρόκο, κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας καί τόν Μεχμέτ Μπέγκ, σαντζάκμπεη της Χαλκίδος. Στό κέντρο της χριστιανικής παράταξης τοποθετήθηκε η "la Reale", γαλέρα του δον Χουάν, ο οποίος πλαισιωνόταν από τόν Βενιέρ καί τόν Μαρκαντόνιο Κολόνα, αρχηγό των παπικών δυνάμεων. Απέναντι βρισκόνταν ο διοικητής του μωαμεθανικού στόλου, Αλή καπουδάν πασάς μαζί μέ τόν Πετράου πασά. Τέλος στή δεξιά πλευρά των χριστιανών, τά πλοία τά διοικούσε ο Γενουάτης Τζιαναντρέα Ντόρια καί απέναντί του είχε τόν περίφημο κουρσάρο Ουλούτζ Αλή. Πρίν αρχίσει η ναυμαχία ο δον Χουάν επιβιβάσθηκε σέ ένα ελαφρύ σκάφος καί πέρασε μπροστά από τά πλοία του στόλου γιά νά εμψυχώσει τούς άνδρες του, οι οποίοι απάντησαν μέ ζητωκραυγές. Ταυτόχρονα ιερείς μετέφεραν τόν Εσταυρωμένο από τήν πλώρη στήν πρύμνη καλώντας τά πληρώματα νά πολεμήσουν υπέρ της χριστιανικής πίστης. Γύρω στίς 09:00 ο δον Χουάν έριξε τήν πρώτη βολή από τή ναυαρχίδα του, καλώντας τόν αντίπαλο ναύαρχο νά έρθει νά τόν αντιμετωπίσει. Τό ελαφρύ δυτικό αεράκι πού άρχισε νά πνέει θά ευνοούσε τά χριστιανικά πλοία, αφού ο καπνός των κανονιών θά πήγαινε στήν πλευρά των μουσουλμάνων.

Οι πρώτοι οι οποίοι επιτέθηκαν μέ φανατισμό ήταν από τήν αριστερή πτέρυγα, οι Βενετοί Αμπρότζιο καί Αντώνιο Μπραγκαντίν, συγγενείς του ομώνυμου υπερασπιστή της Αμμοχώστου, οι οποίοι μόλις είχαν πληροφορηθεί τό μαρτυρικό του τέλος. Μέ τρείς εύστοχες βολές βύθισαν τήν πρώτη εχθρική γαλέρα πρός μεγάλη θλίψη του Αλή καπουδάν πασά, ο οποίος άρχισε νά τραβά τά γένια του, διαισθάνοντας τήν εξέλιξη. Καί ενώ οι βενετικές γαλέρες στό βόρεια τμήμα προξενούσαν αναστάτωση στίς αντίστοιχες τουρκικές, ο Μεχμέτ Σιρόκο, μέ μία παράτολμη κυκλωτική κίνηση, απείλησε τή ναυαρχίδα του Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο οποίος τραυματίστηκε από βέλος στό μάτι, όταν σπαχήδες πήδησαν στό πλοίο του. Σέ βοήθεια ήρθαν η γαλέρα του ανηψιού του Μαρίνο Κονταρίνι, καί αυτή του Μάρκο Κουερίνι. Καί ενώ η μάχη γινόταν σώμα μέ σώμα καί τά πληρώματα πολεμούσαν λυσσασμένα, οι χριστιανοί κωπηλάτες της ναυαρχίδας του Σιρόκο έσπασαν τά δεσμά τους καί κατέλαβαν τό σκάφος. Τά τουρκικά πλοία πλέον της βορειας πλευράς, βούλιαζαν τό ένα μετά τό άλλο, καί οι Τούρκοι σκοτώνονταν σωρηδόν. Οσοι είχαν τή δύναμη νά κολυμπήσουν στήν στεριά καί πρός τή λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, κατασφάζονταν από τούς Ελληνες πού παρακολουθούσαν από εκεί τήν εξέλιξη της μάχης.

Στό κέντρο της παράταξης, τά χριστιανικά πλοία υπό τήν ηγεσία του δον Χουάν, έπλευσαν εναντίον του εχθρού, καλυπτόμενα από τή δύναμη του πυρός πού τούς παρείχαν οι γαλεάσσες. Μία από τίς βολές έσπασε τό πίσω κατάρτι της ναυαρχίδας του Αλή, ενώ οι απώλειες στά υπόλοιπα τουρκικά σκάφη ήταν εξίσου σημαντικές. Πρός τό μεσημέρι οι δύο αντίπαλες ναυαρχίδες είχαν ενωθεί μεταξύ τους, ενώ είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους 30 ακόμα σκάφη. Οι γενίτσαροι από τό σκάφος του Αλή κατέλαβαν τήν πλώρη της γαλέρας του δον Χουάν καί δέχονταν τά πυρά των 400 αρκεβουζιοφόρων. Πρός βοήθειά του δον Χουάν, έσπευσε ο Βενετός ναύαρχος Βενιέρ, ο Ιταλός μισθοφόρος Μαρκαντόνιο Κολόνα καί ο Τζιοβάνι Μπατίστα Κονταρίνι. Οταν ο Πετράου πασάς τραυματίστηκε από εμπρηστικό βλήμα καί εγκατέλειψε τή γαλέρα του, επικράτησε σύγχυση στά τουρκικά πληρώματα καί επωφελήθηκε ο Κολόνα ο οποίος έπεσε μέ δύναμη στή ναυαρχίδα του Αλή καί έδινε διαταγή στούς στρατιώτες του νά τήν καταλάβουν. Ο καπουδάν πασάς σκοτώθηκε καί τότε οι Ευρωπαίοι άρχισαν νά σκοτώνουν αδιακρίτως τούς πανικόβλητους Οθωμανούς, τά σώματα των οποίων έπεφταν στήν κοκκινισμένη από τό αίμα τους θάλασσα. Τά τουρκικά πλοία βυθίζονταν μαζί μέ τούς αλυσοδεμένους χριστιανούς κωπηλάτους, οι κραυγές των οποίων δονούσαν τόν αέρα.

Στό νότιο τομέα, η ναυμαχία εξελίχθηκε κοντά στό ακρωτήριο πάπα (’ραξος) καί ούτε ο Γενουάτης Ντόρια, ούτε ο κουρσάρος Ουλούτζ Αλή πολέμησαν μέ πάθος γιά τή νίκη, καθώς τά συμφέροντα καί των δύο δέν διακυβεύονταν άμεσα. Ο τελευταίος μάλιστα συνέλαβε τή ναυαρχίδα των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας καί κατόρθωσε νά διαφύγει αργά τό απόγευμα, τήν ώρα πού στά υπόλοιπα χριστιανικά πλοία ακούγονταν οι πανηγυρισμοί της νίκης. Η καταστροφή του Οθωμανικού στόλου ήταν ολοσχερής, 30000 περίπου άνδρες σκοτώθηκαν συμπεριλαμβανομένου καί του ναυάρχου Αλή καί 120 άλλων κυβερνητών. Η χριστιανική νίκη πανηγυρίσθηκε σέ όλη τήν Ευρώπη όπου τελέσθηκαν δοξολογίες σέ όλες τίς μητροπόλεις. Ο δον Χούαν έγινε θρύλος, ενώ στή νίκη συμμετείχε, ως απλός στρατιώτης, καί ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας του "Δόν Κιχώτη", Θερβάντες. Δυστυχώς όμως η νίκη έμεινε ανεκμετάλευτη τελείως από τίς Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θά μορούσαν νά εισέλθουν ανενόχλητες ακόμα καί στήν Προποντίδα. Ο σουλτάνος αργότερα πολύ ορθά θά έλεγε. "Οι χριστιανοί μού έκοψαν τά γένια στή Ναύπακτο αλλά εγώ τούς έκοψα τό χέρι στήν Κύπρο. Τά γένια θά ξαναβγούν, τό χέρι όμως δέν θά ξαναγίνει." Πράγματι τόν επόμενο χρόνο θά κατασκεύαζε αξιόμαχο στόλο καί πάλι μέ αρχιναύαρχο τόν Ουλούτζ Αλή, οι Βενετοί όμως θά έχαναν τήν Κύπρο γιά πάντα.

Εξέγερση στή Βόρεια Ήπειρο καί στή Μάνη
Ο ενθουσιασμός των ραγιάδων, οι υποσχέσεις των χριστιανών ηγεμόνων καί οι φήμες γιά αποβάσεις βενετικών καί ισπανικών στρατευμάτων, παρακίνησαν τούς Ελληνες σέ ασυντόνιστες πολεμικές ενέργειες, αφού θεωρούσαν ότι οι σύμμαχοι θά συνέχιζαν τό έργο πού τόσο εντυπωσιακά είχαν αρχίσει στίς 7 Οκτωβρίου 1571. Οι συνήθεις ύποπτοι καί ανυπότακτοι Μανιάτες αλλά καί οι Ηπειρώτες βρίσκονταν ήδη σέ επαναστατικό αναβρασμό, οπότε ο θρίαμβος στή ναυμαχία της Ναυπάκτου τούς παρότρυνε νά επεκτείνουν τίς επαναστατικές επιχειρήσεις τους. Οι Χιμαριώτες σέ συνεργασία μέ Βενετούς καί άλλους Ελληνες, υπό τίς διαταγές του Θωμά Μουζάκη, Μανόλη Μόρμορη, Χριστόφορου Κοντοκάλη, Πέτρου Λάντζα καί Γεωργίου Ρένεση κατέλαβαν τό Σοποτό (Μπόρσι) καί ορεινά χωριά στήν περιοχή του Αργυροκάστρου, του Γαρδικιού, της ’ρτας καί της Παραμυθιάς. Μέ τή συνδρομή του Βενετού Σεβαστιανού Venier καί επτανήσιων μαχητών προσπάθησαν νά καταλάβουν τή Λευκάδα, αλλά χωρίς επιτυχία. Τό 1581 οι Χιμαριώτες καί πάλι απευθύνθηκαν στόν πάπα Γρηγόριο ΙΓ' γιά βοήθεια: "Αγιώτατε πάτερ, εάν αυτό ποιήσης, νά λυτρώσης ημάς καί τά παιδιά μας όλης της Γρέτζιας, όπου καθημερινώς τά παίρνουν οι ασεβείς καί τά κάνουν τουρκόπουλα...". Καί πάλι λίγα χρόνια αργότερα, ο αρματολός της Βόνιτσας Θεόδωρος Μπούας Γρίβας, κύρηξε τήν επανάσταση καί έσφαξε σέ μία νύκτα όλους τούς Τούρκους της Βόνιτσας καί του Ξηρομέρου. Τό παράδειγμά του μιμήθηκαν καί οι αρματολοί Πούλιος Δράκος καί Μαλάμος πού κατέλαβαν τήν Αρτα καί κινήθηκαν εναντίον των Ιωαννίνων. Οι πασάδες όμως της Μακεδονίας καί της Θεσσαλίας κατέβαλαν τούς επαναστάτες σκοτώνοντας τόν Θεόδωρο Μπούα καί τόν αδελφό του Γκίνη Μπούα (1585).

Καί τό Χρονικόν του Γαλαξειδίου μας βεβαιώνει ότι μετά τήν καταστροφή της τουρκικής αρμάδας οι Ελληνες αναθάρρησαν καί επαναστάτησαν σέ πολλές περιοχές. Στό Γαλαξείδι, στό Λοιδορίκι καί στή Βιτρινίτζα (Ερατεινή) σηκώθηκαν οι κάτοικοι, πήραν τά όπλα καί κτύπησαν τά στρατεύματα πού έρχονταν από τά Σάλονα (Αμφισσα). Οταν όμως ο χριστιανικός στόλος δέν έδωσε συνέχεια στήν επιτυχία του, οι Ρωμηοί δείλιασαν καί διαλύθηκαν. Ο μπέης τότε κάλεσε στά Σάλωνα τούς πρόκριτους από τίς τρείς επαναστατημένες πόλεις γιά νά συμφιλιωθούνε καί νά μιλήσουνε γιά ειρήνη, δίνοντας όρκο ότι δέν θά τούς πείραζε. Πράγματι οι άρχοντες έφτασαν στό σεράϊ του μπέη καί παραθέτω τήν συνέχεια από τήν αφήγηση του μοναχού, στό Χρονικόν του Γαλαξειδίου:
"Εξεκινήσασι γούν εικοσιτρείς οι πρώτοι νοικοκυραίοι Γαλαξειδιώτες μαζή μέ τούς Βιτρινιτζιώταις καί Λοιδορικιώταις καί επήγασι στό Σάλονα, καί ο μπέης τούς εδέχτηκε μέ τιμαίς καί χαρά ψεύτικη καί αφηγώντας τό πώς εγελασθήκασι από τούς Φράγκους καί εσηκώσαν άρματα, ο μπέης τούς εσυχώρησε καί εσυβούλεψε νά ήνε πάντα φρόνιμοι καί νά τηράγουν τή δουλιά τους, καί τό πουρνό σύνταχτα νά μισέψουσι.
Τό βράδυ εδιάταξε καί τούς επιάσασι ένα ένα, καί τούς εδέσασι μέ σίδερα, καί τούς εβάλλασι σέ ένα σκοτεινό μπουτρούμι καί εκεί μέ τά σπαθιά τούς εσφάξασι όλους, ογδόηντα χωρίς νά λείπει κανένας, καί ένας μονάχα από χωριό Βουνοχώρα, πού τόν ελέγασι Δημήτρη Λυκοθανάση, έστωντας ανδρειωμένος άνθρωπος, έσπασε τά σίδερα, καί αρπάζοντας τό σπαθί ενού τζελάτη έσφαξε δυό Τούρκους καί τόν πορτιέρη, καί τρέχωντας ωσάν ελάφι έγλυσε από τό μακελειό.... εσκοτωθήκασι γουν μέ χίλια βασανιστήρια οι άλλοι ογδόηντα, οι πρώτοι κεφαλάδες καί τά ανδρειότερα παλληκάρια, μέ απιστιά μεγάλη, όλοι γιά τήν πατρίδα καί τήν θρησκεία."


Σοβαρότερες προσπάθειες έγιναν στήν Αχαΐα καί ιδιαίτερα στή Μάνη. Στήν Πάτρα η νίκη των χριστιανών γιορτάσθηκε μέ δοξολογία από τό μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό Α', ο οποίος μέ τούς πρόκριτους Δημήτριο Γερμανό, Σοφιανό, Καραγιάννη καί μέ κάτοικους της Βοστίτσας (Αιγίου) εξεγέρθησαν. Προδοσία όμως από κάποιο κάτοικο του Αιγίου, προκάλεσε άμεση τουρκική αντίδραση, οι επαναστάτες κατανικήθηκαν, χιλιάδες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στήν Πόλη γιά νά πουληθούν σάν σκλάβοι, ενώ ο μητροπολίτης καί οι αρχηγοί της εξέγερσης μετά από φρικτά βασανιστήρια καρατομήθηκαν. Οσοι ξέφυγαν τήν οργή των μπέηδων διέφυγαν στή Μάνη, όπου ήδη από τό 1570 είχε ξεκινήσει εξέγερση καί μέ τή βοήθεια του Βενετού Μάρκου Κουερίνι είχε καταληφθεί τό φρούριο στό Πόρτο Κάγιο. Η επανάσταση εδραιώθηκε μέ τήν άφιξη στό Βίτυλο (Οίτυλο) επίσημης βενετικής αντιπροσωπείας μέ προμήθειες σέ όπλα (1571). Λίγο αργότερα κατέφθασε στή Μάνη, ο επίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισσηνός ή Μελισσουργός (γόνος της οικογένειας των Κομνηνών) μαζί μέ τόν αδελφό του Θεόδωρο καί άλλους προκρίτους καί τέθηκε επικεφαλής χιλιάδων επαναστατών, πολιορκώντας τουρκικές φρουρές. Ταυτόχρονα οι Μελισσηνοί έστειλαν απεσταλμένους στήν Ευρώπη, ζητώντας νέες ενισχύσεις από τούς συμμάχους. Οι διενέξεις όμως μεταξύ Ισπανών καί Βενετών ζημίωσαν τήν υπόθεση του απελευθερωτικού αγώνα, ματαίωσαν τόν ανεφοδιασμό των επαναστατών μέ όπλα καί εφόδια, λήγοντας έτσι άδοξα τήν επανάσταση στό Μοριά. Οι αδελφοί Μελισσηνοί κατέφυγαν στή Νεάπολη (Napoli), όπου σώζεται στήν ορθόδοξη εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τό μνημείο στό οποίο είναι θαμμένοι. Οι ύπουλοι Βενετοί, πάλι εντελώς ξαφνικά υπέγραψαν συνθήκη μέ τόν σουλτάνο (1573) αφήνοντας μόνους στόν αγώνα τούς Ισπανούς καί τόν πάπα οι οποίοι τους χαρακτήρισαν προδότες της χριστιανοσύνης. Μάλιστα τό Βενετικό Συμβούλιο των Δέκα αποφάσισε μυστικά νά δολοφονήσει τόν επαναστάτη Πέτρο Λάντζα, ο οποίος συνεργαζόταν μέ τούς Ισπανούς, ευτυχώς χωρίς επιτυχία.

Οι Μανιάτες καί πάλι απέστειλαν επιστολή στόν πάπα (αφπβ',1582) η οποία διασώζεται στά αρχεία του Βατικανού καί τήν οποία τήν παραθέτω γιά δύο λόγους. α) γιά νά φανεί ότι αυτοί οι υπερήφανοι άνθρωποι ουδέποτε σταμάτησαν νά μάχονται τόν κατακτητή β) γιά νά φανεί η αγραμματοσύνη που επικρατούσε στήν περίοδο της τουρκοκρατίας, αφού σέ επιστολή συνταγμένη από τούς άρχοντες της περιοχής επικρατεί ανορθογραφία, καθόλου τονισμός καί ασυνταξία. Εύκολα έτσι εξάγουμε συμπέρασμα γιά τό άθλιο πνευματικό επίπεδο των απλών υπηκόοων του οθωμανικού κράτους:
"τιμιοτατον και αξηώτατον κν' κόν πάπαν της ρομάς, αρχηερεα τον χριστιανο πολα σε προσκυνούμε εμης η μανιατες ολη μικρη καί μεγαλη ασιμαζοχτηκαν ολος ο λαος και παρακαλούμε την βασιλεια σου να γραξης του ρηγος δια τι τορα ηπορουμε να επαρομε τον μωρεα, να καταδικάσομε τον μεγάλο αγαρηνο....
εγο παπάς χρησοσπαθης μαρτιρο τό άνοθε γεγραμενο
εγο θοδωρης κοτοσταβλος στεργομε τό άνοθε γεγραμενο
εγο δημιτρης κλιροδετις τό άνοθε γεγραμενο..."
Ο ιατορικός Δασκαλάκης καί μελετητής της Μάνης, μας διαβεβαιώνει ότι οι "Μανιάται, εγκαταλειφθέντες πανταχόθεν ουδέποτε σταμάτησαν τόν αγώνα κατά των Τούρκων", ενώ γιά τά έθιμα της Μάνης μεταξύ άλλων αναφέρει: " ...τό πολίτευμα των ελευθέρων Μανιατών ήτο καθαρώς στρατοκρατικόν, των γενναιοτέρων καί ισχυροτέρων λόγω του πολυαρίθμου των μελών της οικογενείας των ισχυόντων καί ασκούντων επιβολήν επι των λοιπών. Λαός φύσει ατίθασος, υποχρεωμένος ανά πάσαν στιγμήν νά υπερασπίζη τήν ανεξαρτησίαν του διά των όπλων. Διοικητικώς δυνάμεθα νά χαρακτηρίσομεν τό πολίτευμα της Μάνης ως ομοσπονδιακόν, αλλά μέ ευρύτατην δικαιοδοσίαν των ομοσπόνδων περιφερειών. Ο τοπικός άρχων εξελέγετο υπό του λαού εκ των εχόντων μεγαλυτέραν τοπικήν ισχύν, ήτο δέ ούτος καί αρχηγός των όπλων της περιφερείας του. Πάντες δέ ούτοι συνερχόμενοι εξέλεγον τόν γενικόν άρχοντα, τόν μετέπειτα κληθέντα Μπέην. Γενικαί συνελέυσεις επίσης εκαλούντο προκειμένου περί πολέμου ή αμύνης της χώρας καί εν γένει ζητημάτων εξωτερικής ούτως ειπείν πολιτικής, εις ταύτας δέ εκτός των καπιτάνων ελάμβανον μέρος οι έγκριτοι γέροντες καί οι αρχιερείς..... Τά ιερότερα σύμβολα των Μανιατών ήσαν Θρησκεία, Πατρίς καί Τιμή."



Βιβλιογραφία

Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Τουρκοκρατούμενη Ελλάς - Κωνσταντίνου Σάθα, 1869
Στρατιωτική Ιστορία - Εκδόσεις Περισκόπιο
Η Μάνη καί η Οθωμανική Αυτοκρατορία - Απ. Δασκαλάκης, 1923

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More