Οι πρώτες μεγάλες αναμετρήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων μέ τούς Οθωμανούς άρχισαν μετά τήν άλωση του 1453. Ως τότε η Ευρώπη καί κυρίως ο ισχυρότερός της εκπρόσωπος εκείνης της εποχής, η Βενετία ακολούθησε μία ρεαλιστική πολιτική έναντι του οθωμανικού επεκτατισμού, επιδιώκοντας νά διατηρήσει τά λιμάνια της καί τά εμπορικά προνόμια στό πρώην βυζαντινό κράτος. Από τήν άλλη μεριά οι Οθωμανοί θεωρούσαν υποχρέωσή τους τήν εκδίωξη των Φράγκων από τά εδάφη της αυτοκρατορίας τους. Μολονότι τά λιμάνια των Βενετών ήταν κατά κανόνα κέντρα ειρηνικής εμπορικής δραστηριότητας, ήταν θέμα γοήτρου αλλά καί υποχρέωσης λόγω του ιερού πολέμου, η απομάκρυνση κάθε χριστιανικής δύναμης από τήν οθωμανική επικράτεια. Μέχρι τόν 16ο αιώνα οι Τούρκοι υπερείχαν έναντι των Βενετών διότι οι τελευταίοι δέν είχαν ούτε τόν απαιτούμενο αριθμό αντρών ούτε τήν οικονομική άνεση γιά μακροχρόνιες διενέξεις. Αντίθετα οι Οθωμανοί μέ τό τεράστιο κράτος τους καί τίς αστείρευτες πηγές στρατιωτών, ναυτών, κωπηλατών καί εφοδίων, κάλυπταν άνετα τίς ανάγκες μακροχρόνιων πολεμικών κρίσεων. Τά πεδία μαχών βρίσκονταν σέ εδάφη της άλλοτε Ελληνικής Αυτοκρατορίας καί κατοικούνταν από Ελληνες, οι οποίοι ήταν υπόδουλοι είτε στούς Βενετούς είτε στούς Τούρκους. Οι περισσότεροι τάσσονταν στό πλευρό των ομοθρήσκων τους, ενώ δέν ήταν λίγες οι φορές πού ξεκινούσαν επαναστατικά κινήματα εναντίον των ασιατών κατακτητών, μέ τήν ελπίδα ότι οι Βενετοί θά έρχονταν ως ελευθερωτές τους γιά νά τούς λυτρώσουν από τήν τυραννία. Υπήρξαν βέβαια καί περιπτώσεις στίς οποίες οι Ρωμηοί τάσσονταν στό πλευρό των Οθωμανών εναντίον των Λατίνων καί ιδιαίτερα ο κλήρος, αφού οι Λατίνοι ιεραπόστολοι πίεζαν απροκάλυπτα γιά τήν αλλαγή του δόγματος των Ορθοδόξων υπηκόων.
Η πρώτη αποφασιστική σύγκρουση Βενετών καί Οθωμανών έγινε τό 1462, όταν τουρκικός στόλος μέ διοικητή τόν Ελληνα αρνησίθρησκο βεζίρη Μαχμούτ πασά ήρθε από τήν Καλλίπολη του Ελλησπόντου, πολιόρκησε τή Μυτιλήνη των Gattilusi καί τήν κατέλαβε μέ σχετική ευκολία αφού οι 5000 υπερασπιστές της, κυρίως Καταλανοί καί ιππότες της Ρόδου συνθηκολόγησαν. Οι Τούρκοι όμως παρασπονδώντας προέβησαν σέ άγριες σφαγές, καί εξανδραποδισμό των 10000 κατοίκων της Μυτιλήνης τούς οποίους τούς μετέφεραν σκλάβους στήν Κωνσταντινούπολη. Επίσημη κήρυξη του πολέμου από τούς Βενετούς έγινε τό 1463, όταν ενίσχυσαν τόν Σκεντέρμπεη (Γεώργιο Καστριώτη) στήν Αλβανία, αλλά κυρίως τίς δικές τους κτήσεις στόν Μορέα. Στήν Πελοπόννησο συγκεκριμένα, στρατολόγησαν Ρωμηούς καί Αλβανούς ατάκτους οι οποίοι ονομάζονταν stradioti, αλλά τά μέσα γιά τή συντήρησή τους ήταν φτωχά, σέ αντίθεση μέ τόν οθωμανικό στρατό πού ήταν πολυάριθμος, πειθαρχημένος καί άριστα οργανωμένος. Μερικοί από τούς ηγέτες των "στρατιωτών" πού στρατολόγησε η "Γαληνοτάτη" ήταν οι: Μιχαήλ Ράλλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ισαάκιος Ράλλης-Λάσκαρις, Πέτρος Μπούας, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Ιωάννης Γαβαλλάς κ.ά. Ανάμεσα στούς επαναστάτες εκείνης της εποχής, περίοπτη θέση έχει ο Γραίτζας Παλαιολόγος, ο οποίος υπερασπίσθηκε μέ επιτυχία τό κάστρο του Σαλμενίκου στό Αίγιο (Βοστίτσα) καί γιά τόν οποίο ο Μεχμέτ Β' είχε πεί ότι ήταν ο γενναιότερος Ελληνας του Μορηά.
Τίς πρώτες νίκες έκανε ο Κορκόδειλος Κλαδάς στήν Μάνη καί ο Μιχαήλ Ράλλης στά αχαϊκά κάστρα στό Σανταμέρι, Βούμερο, Ωλενό καί Χελιδόνι. Ακολούθως οι Βενετοί υπό τή διοίκηση του Bertoldo d'Este, (Βερτόλδο)κατέλαβαν τό Αργος καί τόν Ισθμό καί οχύρωσαν τό τείχος του Εξαμιλίου. Τό κάστρο της Ακροκορινθίας δέν μπόρεσαν νά τό καταλάβουν καί όταν εμφανίστηκε ο στρατός του Μαχμούτ πασά καί του Ομάρ μπέη οι "στρατιώτες" καί οι Βενετοί πανικοβλήθηκαν καί υποχώρησαν ατάκτως, ενώ ο Βερτόλδος έπεφτε νεκρός. Ο δρόμος ήταν ανοικτός γιά τούς Τούρκους πού ξεχύθηκαν στήν Αργοναυπλία λεηλατώντας καί πυρπολώντας τά χωριά. Εφτασαν ανενόχλητοι μέχρι τό Λεοντάρι της Αρκαδίας καί απείλησαν τή Μεσσηνία πού ήταν τό προπύργιο της εξέγερσης. Η Βενετία έστειλε ενισχύσεις καί διόρισε αρχιστράτηγο τόν Μαλατέστα, ο οποίος ανέκτησε κάποια κάστρα στόν Μυστρά καί τή Μάνη. Ο Malatesta εγκατέλειψε χωρίς άλλες επιτυχίες τόν Μοριά παίρνοντας μαζί του τά οστά του Γεωργίου Γεμιστού τά οποία τά απόθεσε στό Ρίμινι, σέ μνημείο πού σώζεται μέχρι καί σήμερα. Μετά τό Μαλάτέστα τήν αρχηγία των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Ιάκωβος Βαρβαρίγος (Barbarigo), ο οποίος στίς 9 Αυγούστου 1466, πολιόρκησε χωρίς επιτυχία τήν Πάτρα (Πάτραι) καί σκοτώθηκε στό Σαραβάλι. Οι ατυχείς Ελληνες που αιχμαλωτίσθηκαν, βασανίσθηκαν φρικτά σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του χρονικογράφου Θεόδωρου Σπανδωνή (Σπανδουγίνο), πρίν νά θανατωθούν. Ο Μιχαήλ Ράλλης καί ο μητροπολίτης Νεόφυτος ανασκολοπίσθηκαν ενώ ο Μάρκος - Επιφάνειος Κλαδάς, γδάρθηκε ζωντανός.
Τό 1468 πέθανε ο Γεώργιος Καστριώτης ο "αθλητής του Χριστού", ο οποίος πολεμούσε σχεδόν μόνος μία ολόκληρη αυτοκρατορία, καί έμελλε νά γίνει ο εθνικός ήρωας της Αλβανίας. Τό επόμενο έτος (1469) ο βενετός ναύαρχος de Canal λεηλάτησε τά παράλια της Θράκης καί της Μακεδονίας καί κατέσφαξε τούς εκεί πληθυσμούς. Τούς αιχμαλώτους τούς μετέφερε στήν Χαλκίδα, όπου τό γεγονός γιορτάστηκε μέ καμπανοκρουσίες καί φωταψίες. Οι άμοιροι όμως κάτοικοι της Χαλκίδας έμελλε νά πληρώσουν ακριβά τίς αθλιότητες του βενετού ναυάρχου. Τόν Ιούνιο του 1470 μία ισχυρή τουρκική δύναμη 300 πλοίων, επανδρωμένα μέ Ελληνες κωπηλάτες καί διοικητή τόν εξισλαμισμένο (επίσης Ελληνα) Μαχμούτ πασά, αναχώρησε από τήν Καλλίπολη μέ προορισμό τήν Χαλκίδα, ενώ από τήν ξηρά εμφανίσθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος Μωάμεθ Β', μέ 70000 άντρες. Τήν πόλη υπερασπίζονταν Βενετοί στρατιώτες, Κρήτες τοξότες υπό τήν διοίκηση του Κωνσταντίνου Χορτάτζη, Δαλματοί καί Πελοποννήσιοι μαχητές ενώ είχαν σημαντική βοήθεια από τόν πληθυσμό της πόλης ακόμα καί από τίς γυναίκες καί τά παιδιά. Η πόλη καταλήφθηκε ύστερα από προδοσία του Δαλματού Θωμά Schiavo καί οι Οθωμανοί πού είχαν στό μεταξύ υποστεί βαρύτατες απώλειες κυρίευσαν τήν πόλη, στίς 12 Ιουλίου 1470. Επί τρείς ημέρες η πόλις των 30000 κατοίκων μετατράπηκε σέ σφαγείο. Ολοι οι άντρες άνω των 10 ετών εσφαγιάσθησαν ή ανασκολοπίσθηκαν ή εγδάρθησαν ενώ ο βενετός βάιλος Ερίτζο πριονίσθηκε ζωντανός. Τήν κόρη του Αννα, τήν έσφαξε ο ίδιος ο σουλτάνος στή σκηνή του, πού είχε οδηγηθεί μέ άλλες γυναίκες της αριστοκρατίας, επειδή δέν ενέδωσε στίς ακόλαστες ορέξεις του. Ο άθλιος de Canal ο οποίος προκάλεσε τήν σφαγή της Χαλκίδας, δείλιασε καί ουδεμία κίνηση έκανε νά βοηθήσει τήν άτυχη πόλη. Η Δημοκρατία εξέλεξε νέο αρχιστράτηγο τόν Πέτρο Μοτσενίγο ο οποίος συνέλαβε τόν προκάτοχό του καί τόν μετέφερε σιδεροδέσμιο στήν Βενετία.
Τά επόμενα χρόνια οι Βενετοί περιορίσθηκαν σέ επιδρομές σέ τουρκικά λιμάνια της Μικράς Ασίας καί σέ λεηλασίες τουρκικών χωριών στίς Κυκλάδες. Σέ συνεργασία μέ τούς ιππότες της Ρόδου κατέλαβαν ακόμα καί τή Σμύρνη καί τούς χιλιάδες αιχμαλώτους τούς μετέφερε ο Mocenigo στήν Μεθώνη τόν Οκτώβριο του 1472. Ο Μωάμεθ δέν αντέδρασε δυναμικά γιατί ήταν απασχολημένος στά ανατολικά σύνορά του μέ τόν Τουρκομάνο Ουζούν Χασάν ο οποίος βρίσκονταν σέ αλληλογραφία μέ τούς Βενετούς καί επέδραμε στήν Κιλικία, τόν Πόντο καί τήν Αρμενία. Μάλιστα βοήθησε τόν Αλέξιο Κομνηνό, ανηψίο του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, νά ανακαταλάβη τήν πόλη, χωρίς όμως επιτυχία. Τό 1473 επτά γενναίοι Ιταλοί ναυτικοί μέ επικεφαλής τόν Antonello πραγματοποίησαν νυκτερινή παράτολμη επιδρομή στό ναύσταθμο του οθωμανικού στόλου στήν Καλλίπολη όπου κατάφεραν νά επιφέρουν σημαντικές φθορές. Συνελήφθησαν όμως, εστάλησαν στήν Κωνσταντινούπολη καί ύστερα από φρικτά βασανιστήρια ανασκολοπίστηκαν. Τό 1477 ο Σουλεϊμάν πασάς προσπάθησε ανεπιτυχώς νά καταλάβει τό κάστρο της Ναυπάκτου (Lepanto). Εκείνα τά χρόνια ο βενετικός στόλος μέ ναύαρχο τόν Αντώνιο Λορεδάνο δρούσε στό Αιγαίο καί βρέθηκε επανειλημμένως αντιμέτωπος μέ τόν τουρκικό στόλο. Από αυτή τήν περίοδο διαζώζεται καί ο μύθος της Μαρούλας της Λήμνου η οποία κατά τήν πολιορκία της Λήμνου από τούς Οθωμανούς, μόλις σκοτώθηκε ο πατέρας της, πήρε τό ξίφος του, μεταμφιέστηκε σέ άντρα, εμψύχωσε τούς συμπατριώτες της καί τούς οδήγησε σέ μεγάλη νίκη. Από τό 1473 μέχρι τό 1489 οι Βενετοί μέ τή βοήθεια της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρου, αναλάμβαναν σταδιακά τήν κυριαρχία της Κύπρου, τήν οποία έμελλε νά κρατήσουν γιά περίπου 100 έτη.
Τό 1479, ο απεσταλμένος της Γαληνοτάτης, ο Εβραίος Giovanni Dario έκλεισε συμφωνία ειρήνης μεταξύ των δύο εμπλεκομένων υπερδυνάμεων. Η Βενετία ήταν ο μεγάλος χαμένος αφού έχασε πολλές κτήσεις της καί υποχρεώθηκε νά πληρώνει ετήσια καταβολή 10000 δουκάτα στό σουλτάνο. Τό μεγάλο της κέρδος βέβαια ήταν η κατοχή της Μεγαλονήσου. Ο σουλτάνος ήταν ελεύθερος τώρα νά τιμωρήσει τούς θρασύτατους ιππότες της Ρόδου των οποίων τό κρατιδίο αποτελούσε ένα αγκάθι γιά τήν αυτοκρατορία του. Τό 1480, απέστειλε τόν προδότη εξισλαμισμένο Ελληνα Μεζίχ Παλαιολόγο μέ τούς επίσης προδότες Σοφιανό καί Μελίγαλο καί χιλιάδες στρατό, νά πολιορκήσει τή Ρόδο. Ο Μέγας μάγιστρος Πέτρος Δοβουσών, αν καί προχωρημένης ηλικίας αντέταξε σθεναρή αντίσταση πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή καί εμψυχώνοντας τούς γενναίους ιππότες καί τούς κατοίκους της πόλης. Ας αφήσουμε τόν Κωνσταντίνο Σάθα νά περιγράψει τήν πολιορκία:
"Ο Μεζίχ πασάς εξοργισθείς διέταξε γενικήςν έφοδον, υποσχεθείς τήν λείαν εις τούς στρατιώτας, οι δέ Τούρκοι εφοδιάσθησαν μέ σάκκους ίνα θέσωσι τήν λείαν των, σχοινία ίνα δέσωσι τάς νεάνιδας καί τούς νεανίσκους, καί μέ οκτώ χιλιάδας πάλων ιν'ανασκολωπίσωσι τόν μέγα μάγιστρον καί τούς ιππότας. Τό τουρκικό στρατόπεδο αντήχει καθ'όλην τήν προηγηθείσν της ημέρας της εφόδου νύκτα εκ των κραυγών αλλάχ! Οι Τούρκοι ώρμησαν επί του ρήγματος, ένθα τρείς χιλιάδες εξ αυτών συνεκρότησαν τρομεράν μάχην, όπισθεν δέ αυτών συνωθούντο τεσσαράκοντα χιλιάδες ανδρών προσβαλλόντων ταυτοχρόνως πανταχόθεν τήν πόλιν. Δώδεκα γιανίτσαροι ζητούσι τόν μέγαν μάγιστρον τόν κτυπούσι, ο δέ Δοβουσών φέρων πέντε μεγάλας πληγάς καί αιμόφυρτος περικυκλούται υπό των ιπποτών οι οποίοι ορμώσι μανιωδώς κατά των φαλάγγων των απίστων καί διασπείρουσι εν'αυταίς τόν θάνατον καί τόν τρόμον. Οι Οθωμανοί τρέπονται εις φυγήν..... Κατά τήν πολιορκίαν ταύτην έλαβον μέρος καί οι ΈΛληνες της Ρόδου καί των πέριξ νήσων."
Ο Μεζίχ πασάς απέτυχε εντελώς, αφού δέν κατέλαβε ούτε τήν οχυρωμένη Αλικαρνασσό (Petronium) καί αποχώρησε, επιτρέποντας έτσι στούς ιππότες νά συνεχίσουν τήν αντιτουρκική τους δραστηριότητα στό Αρχιπέλαγος. Τήν ίδια περίοδο, η Βενετία η οποία θέωρησε προδοτική τή διαγωγή των Ευρωπαίων, νά μήν τήν βοηθήσουν στόν πόλεμο κατά των μουσουλμάνων, παρότρυνε τόν Μωάμεθ Β' νά καταλάβει καί τήν Κάτω Ιταλία η οποία ανήκε στήν επικράτεια της Ελληνικής Αυτοκρατορίας καί δικαιωματικά τώρα ανήκε στόν κατακτητή αυτής της αυτοκρατορίας. Ο Μωάμεθ συνέλαβε αμέσως τό νόημα καί απέστειλε τόν Γκεντίκ Αχμέτ ο οποίος αιφνιδιαστικά κατέλαβε τόν Υδρούντα (Otranto) στήν Απουλία, σκορπίζοντας τόν τρόμο στήν Ευρώπη καί ιδιαίτερα στόν βασιλέα της Νεαπόλεως (Napoli) Φερδινάνδο Α'. Ομως η μοίρα βοήθησε τούς Λατίνους, αφού πέθανε ο Μωάμεθ (1481) καί οι διάδοχοί του άρχισαν εμφύλιο πόλεμο, αναγκάζοντας τόν Αχμέτ νά εκκενώσει τό Οτράντο.
Τό επίκεντρο των πολεμικών διενέξεων αυτή τήν εποχή ήταν ο Μωριάς. Οι ελεεινοί αδελφοί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Δημήτριος καί Θωμάς, φάνηκαν ανάξιοι των περιστάσεων καί δέν έκαναν τίποτα γιά νά εμποδίσουν τίς τουρκικές ορδές πού κατέλαβαν τήν Πελοπόννησο. Αντίθετα, ορισμένοι οπλαρχηγοί αντιστάθηκαν καί πολέμησαν μέ γενναιότητα. Ο σημαντικότερος αυτών ήταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς. Οταν οι Βενετοί εσύναψαν ειρήνη μέ τούς Οθωμανούς, τούς παρέδωσαν καί τή Μάνη. Αυτή η κίνηση θεωρήθηκε προδοτική από τούς ντόπιους κατοίκους οι οποίοι μέ επικεφαλής τόν ατίθασο πολέμαρχο, εκδίωξαν τούς Οθωμανούς τουρμάρχες καί σουμπασίδες, καί κατέλαβαν τά φρούρια στό Τριγόφιλο, Οίτυλο, Καστανιά, Ανδρούσα, Πιάγα, Λεφτίνη καί Παπαφίγγο. Μέ τόν Κλαδά ένωσαν τίς δυνάμεις τους καί οι παλαίμαχοι στρατιωτικοί Θεόδωρος Μπούας καί Μέξας Μποζίκης. Μάλιστα γιά νά προκαλέσουν σύγχυση στίς βενετοτουρκικές σχέσεις, μαζί μέ τίς σημαίες μέ τό δικέφαλο αετό είχαν υψώσει καί σημαίες μέ τό λεοντάρι του Αγίου Μάρκου. Οι Βενετοί πράγματι ταράχθησαν καί αφού έστειλαν απεσταλμένους στήν Πύλη γιά νά βεβαιώσουν ότι δέν είχαν σχέση μέ τά γεγονότα, συνέλαβαν τά μέλη των οικογενειών των αρχηγών των επαναστατών, ενώ επικύρηξαν τόν Κλαδά μέ 10000 υπέρπυρα.
Τόν Ιανουάριο του 1480, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν νά επέμβουν. Δυνάμεις μέ επικεφαλής τόν σατζάκμπέη του Μοριά Σουλεϊμάν καί τό μπεηλέρμπεη της Ρούμελης Αλή Μπούμικο εισέβαλαν στή Μάνη καίγοντας καί λεηλατώντας. Ο Κλαδάς όμως κατάφερε στίς κλεισούρες του Οίτυλου, νά παγιδέψει καί νά αποδεκατίσει τίς δυνάμεις του Μπούμικο αναγκάζοντάς τον νά υποχωρήσει στήν Σπάρτη. Νέες δυνάμεις δέκα χιλιάδων γενίτσαρων καί αζάπιδων υπό τή διοίκηση του Αχμέτ εισβάλλουν στή Μάνη καί επιτίθενται μέ επιτυχία εναντίον του Κλαδά στήν Καστανιά. Ο ατρόμητος πολέμαρχος κατέφυγε στό Πόρτο Κάγιο, όπου τόν παρέλαβαν τρείς γαλέρες της Νεάπολης καί τόν Απρίλη του 1480 κατέφυγε στήν Ιταλία. Ο Φερδινάνδος τόν υποδέχτηκε μέ τιμές καί ύστερα από ένα μήνα τόν έστειλε στή Βόρεια Ηπειρο, όπου ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τόν γιό του Σκεντέρμπεη, Ιωάννη Καστριώτη καί απελευθέρωσαν τήν Χιμάρα. Ο νέος μπεηλέρμπεης της Αυλώνας Σουλεϊμάν πασάς προσπάθησε μέ τρείς χιλιάδες νά ανακαταλάβει τή Χιμάρα αλλά κατατροπώθηκε από τούς Ελληνες καί συνελήφθη αιχμάλωτος. Δέκα χρόνια παρέμεινε η Χιμάρα ελεύθερη, μέχρι τό 1492 όταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις ερήμωσαν τήν περιοχή, αιχμαλώτισαν χιλιάδες Ηπειρώτες καί τούς μετέφεραν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας.
Γιά δύο δεκαετίες οι υπόδουλοι Έλληνες έζησαν μία σχετική περίοδο ηρεμίας, λόγω της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των δύο υιών του Μωάμεθ, του Βαγιαζήτ Β' καί του νεώτερου αδελφού του Τζέμ. Η αναμέτρηση των δύο αδελφών κλόνισε τήν οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δυστυχώς αυτή τήν κατάσταση δέν τήν εκμεταλλεύτηκαν οι Φράγκοι ηγεμόνες. Ο Τζέμ νικήθηκε στή μάχη του Γενί Σεχίρ τόν Ιούνιο του 1481 καί αφού περιπλανήθηκε καταδιωκώμενος στά όρη της Κιλικίας, ζήτησε άσυλο από τόν μάγιστρο της Ρόδου Πέτρο Δοβουσών. Μάταιες απέβησαν οι προσπάθειες του μάγιστρου νά πείσει τούς Ευρωπαίους νά οργανώσουν σταυροφορία μέ επικεφαλής τόν Τζέμ, εναντίον του σουλτάνου αδελφού του Βαγιαζήτ Β'. Τελικά ο νεαρός Οθωμανός εστάλη στή Ρώμη, όπου ο πάπας Αλέξανδρος πού βρισκόταν σέ επαφή μέ τόν Βαγιαζήτ, ενεργώντας ύπουλα καί ανέντιμα τόν εφυλάκισε. Εν τώ μεταξύ στό θρόνο της Γαλλίας είχε ανέβει ο Κάρολος Η', ο οποίος τό 1494 εκστράτευσε στήν Ιταλία καί από εκεί διακήρυξε ότι απώτερος στόχος ήταν η απελεύθερωσις της Ελλάδος (Grece) καί η στέψη του σάν βασιλέα των Γραικών (roi des Grecs):
"Il subjugera les italiens,
et passera de-la mer,
Entrera puis dedans la Grece
ou par sa vaillance proesse
Sera nomme le roi des Grecs."
Η προδοτική όμως στάση του πάπα, ο οποίος δηλητηρίασε τόν Τζέμ, εμπόδισε τόν Κάρολο νά οργανώσει συνασπισμό εναντίον των Τούρκων. Μάλιστα καί η Βενετία είχε εχθρική στάση απέναντί του καί εμπόδισε τήν επαναστατική προσπάθεια πού είχε ξεκινήσει στήν Ηπειρο καί η οποία είχε επικεφαλής τόν καθολικό αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Firmiano, τόν ανηψιό του τελευταίου αυτοκράτορα Ανδρέα Παλαιολόγο καί τόν Κωνσταντίνο Αριανίτη. Η ειρωνεία είναι ότι οι φήμες γιά σταυροφορία είχαν ενσπείρει τόν πανικό στίς τουρκικές φρουρές, σύμφωνα μέ τήν αναφορά του βενετού ναυάρχου Γριμάνη, οι οποίες διαλύονταν μόνο μέ τήν εμφάνιση του βενετικού στόλου. Ο Κάρολος όμως βλέποντας εχθρική συμπεριφορά στόν χριστιανικό συνασπισμό απέναντί του, εγκατέλειψε τήν προσπάθεια καί επέστρεψε στή Γαλλία. Οι υπόδουλοι Ελληνες καί Αλβανοί απογοητευμένοι γιά μία ακόμα φορά, αντιμετώπισαν πάλι τά σκληρά προληπτικά μέτρα της Υψηλής Πύλης στήν Ηπειρο καί τήν Αλβανία. Γιά τήν ιστορία αξίζει νά αναδημοσιεύσουμε από τόν ακούραστο εργάτη της ιστορίας τόν Κωνσταντίνο Σάθα, τήν επίσημη πράξη πού υπογράφηκε στή Ρώμη, μεταξύ του Ανδρέα Παλαιολόγου καί του Καρόλου Η', σχετικά μέ τήν διαδοχή στό θρόνο της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, σέ περίπτωση πού επιτύγχανε η εκστρατεία του Καρόλου: "Τό Σάββατον, 6 Φεβρουαρίου 1494, εν τη εκκλησία του Αγίου Πέτρου, ο Ανδρέας Παλαιολόγος Δεσπότης της Ρωμανίας είπεν ότι διά του θανάτου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, θείου αυτού, αποθανόντος ατέκνου, μένει αυτός μόνος άμεσος κληρονόμος της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως καί ότι εξόριστος τη πατρίδος αυτού, εγκαταλελειμμένος υφ'όλων των Χριστιανών ηγεμόνων....παραχωρεί στόν αήττητο Γάλλων μονάρχη βασιλέα Κάρολο, τά επί της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως καί της Τραπεζούντος δικαιώματα ....".
Βενετοτουρκικοί πόλεμοι (1499-1503)
Ο
Βαγιαζήτ Β', έχοντας εξαλείψει τό εμπόδιο του αδελφού του καί σφετεριστή του θρόνου
Τζέμ, αναθεώρησε τήν ως τότε εφεκτική του στάση έναντι των Βενετών. Τόν Ιούλιο του
1499 ισχυρός τουρκικός στόλος, υπό τή διοίκηση του καπουδάν
Δαούδ πασά, εμφανίσθηκε στά δυτικά της
Πελοποννήσου. Ο ίδιος ο σουλτάνος μετέφερε στή Στερεά τίς στρατιές καί τό πυροβολικό του. Ο βενετός αρχιναύαρχος
Γριμάνης (Grimani) πού περιπολούσε στό Ιόνιο, ενισχύθηκε μέ πλοία των οποίων τή διοίκηση τήν είχε ο
Λορεδάνος. Η ναυμαχία των δύο πανίσχυρων στόλων έλαβε μέρος ανοικτά του
κάβο-Πάπα (ακρωτήριο Αράξου) καί ενώ ο Λορεδάνος συνεπλάκη μέ τή ναυαρχίδα του, μέ τόν περίφημο κουρσάρο
Μπαράκ, ο Γριμάνης απέφυγε νά τόν βοηθήσει. Στά δύο πλοία των προαναφερομένων εκδηλώθηκε πυρκαγιά, καί χάθηκαν οι δύο γενναίοι ναυτικοί μέ τό σύνολο των πληρωμάτων τους. Ο κακεντρεχής Grimani οπισθοχώρησε, αφήνοντας αφύλακτη τήν είσοδο γιά τόν Κορινθιακό κόλπο καί επιτρέποντας τόν οθωμανικό στόλο νά εισέλθει καί νά αποκλείσει τό σημαντικότατο λιμάνι της
Ναυπάκτου (Lepanto). Είχε ήδη καταφθάσει καί ο στρατός του Βαγιαζήτ καί έντρομοι οι πρόκριτοι της Ναυπάκτου Ιωάννης Μούσκος, Λοΐζος Δρακόπουλος καί Δημήτριος Μονάζης έπεισαν τόν βενετό διοικητή
Moro νά παραδώση τήν πόλη. Οι Βενετοί έχασαν τό σημαντικό τους εμπορικό κέντρο
(fiore de Levante) καί εκτέλεσαν τόν υπαίτιο Moro μέ δημόσιο απαγχονισμό. Ο Βαγιαζήτ στό μεταξύ έκτισε δύο κάστρα στήν είσοδο του Κορινθιακού κόλπου (Ρίο καί Αντίρριο), τά οποία ονόμασε
"Μικρά Δαρδανέλλια", πρίν φύγει γιά νά διαχειμάσει στήν Αδριανούπολη.
Τό επόμενο καλοκαίρι εμφανίσθηκε πάλι ισχυρός οθωμανικός στόλος, υπό τή διοίκηση του
Δαούδ πασά καί του πρώην πειρατή
Κεμάλ, στή Μεθώνη. Ο ακούραστος
Βαγιαζήτ B', επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων βρισκόταν ήδη στό
Λεοντάρι (Μεγαλόπολη) καί παρενοχλείτο από τούς stradioti (Ρωμηοί μισθοφόροι πολεμιστές), πού είχαν επικεφαλής τόν
Γεώργιο Ράλλη, Νικόλαο Ρενέση, Νικόλαο Μενάγια κ.ά. Η πολιορκία διήρκεσε ένα μήνα καί στίς 10 Αυγούστου
1500, η
Μεθώνη έπεσε ξαφνικά, όταν κάποιοι από τούς υπερασπιστές άφησαν αφύλακτο κάποιο τμήμα του τείχους καί πήγαν νά πανηγυρίσουν τήν είσοδο στό αποκλεισμένο λιμάνι τεσσάρων βενετικών κατέργων, πού είχαν σπάσει τόν αποκλεισμό. Ακολούθησε τριήμερη λεηλασία καί σύμφωνα μέ τήν αφήγηση ανώνυμου Ελληνα ιστορικού ο διοικητής, ο επίσκοπος, οι αξιωματικοί καί τό ένα τρίτο των κατοίκων σφαγιάσθηκαν ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι αιχμαλωτίσθηκαν γιά νά πουληθούν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας. Ο σουλτάνος μόλις μπήκε στήν πόλη, στάθηκε μπροστά σέ ένα χριστιανικό ναό καί αφού διέταξε νά τόν μετατρέψουν σέ τζαμί δήλωσε:
"Διά τήν ανδρίαν του βεηλέρβεη Σινάν πασά καί τήν ορμητικήν έφοδον των γιανιτσάρων, ο θεός μοί έδωκεν τήν πόλιν τάυτην." Τόν πρώτο γενίτσαρο πού ανέβηκε στά τείχη τόν διόρισε φλαμπουριάρη (σαντζάκμπέη) καί του έδωσε 80000 δουκάτα. Η
Κορώνη παραδώθηκε αμέσως, ενώ καί ο φρούραχος της Πύλου
Κάρολος Κονταρίνης δέν τόλμησε νά προβάλει αντίσταση. Ολόκληρος ο Μορηάς χάθηκε γιά τούς Βενετούς μέ εξαίρεση τήν
Μονεμβασιά καί τό
Ναύπλιο.
Ακολούθησαν κάποιες κοινές επιχειρήσεις των Βενετών μέ τούς Ισπανούς. Στήν Ισπανία βασίλευαν οι περίφημοι
Φερδινάνδος καί Ισαβέλλα πού είχαν διώξει τούς Μαυριτανούς από τά ευρωπαϊκά εδάφη καί φιλοδοξούσαν νά επικρατήσουν καί στήν ελληνική χερσόνησο. Γι'αυτό τό λόγο είχαν αποστείλει στόλο νά βοηθήσουν στόν κοινό αγώνα των χριστιανών έναντι των
"απίστων", μέ διοικητές του ισπανικού στόλου τούς ονομαστούς ναυάρχους
Petro Navarro καί
Gonzalo Fernandez de Cordoba. Ομως, εκτός από τήν κατάληψη της
Λευκάδας (Αγίας Μαύρας) καί τής
Κεφαλληνίας, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος δέν κατάφερε τίποτα αξιόλογο καί περιορίσθηκε σέ λεηλασίες παράκτιων περιοχών στή Χαλκιδική καί στή Μικρά Ασία. Τό
1503 η Γαληνοτάτη υπέγραψε μέ τήν Υψηλή Πύλη
συνθήκη ειρήνης. Κερδισμένος πάλι ήταν ο σουλτάνος πού έβλεπε τούς Λατίνους νά στερούνται ολοένα καί περισσότερες κτήσεις στή Ρουμελία. Οικονομικά όμως υπέφεραν καί οι δύο δυνάμεις από τούς πολέμους καί ιδιαίτερα η
Δημοκρατία καθώς όχι μόνο έχασε τά εμπορικά κέντρα της
Μεθώνης, Κορώνης καί Ναυπάκτου, αλλά είχαν ανοίξει μέ τίς περίφημες πορτογαλικές καί ισπανικές ανακαλύψεις άλλοι δρόμοι εμπορίου, υποβαθμίζοντας έτσι τόν δικό της ρόλο.
Γιά τούς Ελληνες όλες αυτές οι περιπέτειες σήμαιναν ακόμα περισσότερη μείωση πληθυσμού λόγω των
σφαγών αλλά καί λόγω των
αναγκαστικών μετακινήσεων κυρίως πρός τά νησιά τωυ Ιονίου πού βρίσκονταν υπό βενετική κατοχή. Ιδιαίτερα η Πελοπόννησος καί η Ηπειρος οδηγούταν σέ μία περίοδο
φτώχειας καί αθλιότητας.
Τούρκοι έποικοι (μετανάστες) έρχονταν καί κατοικούσαν ελληνικές περιοχές,
διώχνοντας από τίς
πατρογονικές τους εστίες τούς ντόπιους,
αλλοιώνοντας τήν κοινωνική δομή καί καταστρέφοντας τήν
πολιτιστική παράδοση.
Εκκλησίες βεβηλώνονταν ή μετατρέπονταν σέ τζαμιά,
αρχαία μνημεία καταστρέφονταν ή υφαρπάζονταν από τυχοδιώκτες, χριστιανοί γιά νά αποφύγουν τίς ταπεινώσεις καί τήν δουλεία
γίνονταν μουσουλμάνοι. Η χώρα πού γέννησε τήν
δημοκρατία καί ύψωσε τήν αξία του ατόμου, γέμιζε
σκλαβοπάζαρα, υποβάθμιζε τή ζωή καί τήν ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η χώρα πού είχε τούς πιό
πλούσιους υπηκόους όταν ήταν αυτοκρατορία, είχε τώρα
υπηκόους σκλάβους καί ρακένδυτους, η χώρα πού
δίδαξε τίς επιστήμες στόν υπόλοιπο κόσμο, ήταν τώρα βουτηγμένη στήν
αμάθεια καί στήν αγραμματοσύνη. Τά παλάτια καί τά μέγαρα έδωσαν τή θέση τους στίς παράγκες καί στά φτωχοκάλυβα. Τό πανδιδακτήριον καί τα πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης σώπασαν. Η
αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα πού μιλούσε ο τελευταίος αυτοκράτορας μετατράπηκε σέ μία άθλια
φραγκοαρβανιτορωμέϊκη γλώσσα. Τά παιδιά των φιλοσόφων, των μαθηματικών, των θεολόγων, των ιστορικών γίνονταν αγρότες, ψαράδες, υπηρέτες, ναυτικοί στά κάτεργα, γίνονταν
ραγιάδες (κτήνη). Τήν ίδια περίοδο πού οι Ευρωπαίοι μέ τήν διδασκαλία των βυζαντινών λογίων μάθαιναν γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη καί δημιουργούσαν μία
Αναγέννηση, οι Ελληνες μόλις πού διατηρούσαν τήν ταυτότητα καί τή μνήμη τους μέσα από
θρύλους, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια καί ψαλτήρια. Οι Ελληνες πού άλλοτε αποκαλούσαν τούς αλλοεθνείς βαρβάρους καί τούς περιφρονούσαν γιά τήν αμάθειά τους, τώρα έβλεπαν ιδιαίτερα τούς Φράγκους μέ δέος καί τούς ικέτευαν γιά βοήθεια. Τά κορίτσια αρπάζονταν από τούς γονείς τους καί οδηγούνταν στά
χαρέμια όπου ατιμάζονταν από τούς αγάδες, ενώ τά αγόρια οδηγούνταν στά στρατόπεδα των
γενιτσάρων γιά νά πολεμήσουν τήν πίστη των γονιών τους. Οι απόγονοι των υπερήφανων Σπαρτιατών τώρα έσκυβαν τό κεφάλι όταν περνούσε δίπλα τους κάποιος
αγάς.
Τούς αυτοκράτορες της Βασιλεύουσας, πού θεωρούνταν ανώτεροι από όλους τούς άλλους ηγεμόνες καί ενέπνεαν δέος καί σεβασμό, τούς διαδέχτηκαν οι
δουλικοί φαναριώτες πού έτρεμαν στό άκουσμα του ονόματος του σουλτάνου. Η περίοδος του 16ου αιώνα θεωρείται η σκοτεινότερη περίοδος της ιστορίας της πατρίδας μας.
Κατακτήσεις του Σουλεϊμάν Α' - Ισπανικές πολεμικές επιχειρήσεις στόν ελλαδικό χώρο
Σύμφωνα μέ τόν Σάθα:" τό μεγαλυνόμενον κατ'Ανατολήν καί Δύσιν Οθωμανικόν κράτος εξαναγκάζουσιν εκάστοτε τούς Χριστιανούς ηγεμόνας ίνα διοργανίζωσι σταυροφορίας, τάς οποίας ελεειναί μικροφιλοτιμίαι καθιστώσι θνησιγενείς, οι δέ δυστυχείς Έλληνες καί άλλοι υπήκοοι του σουλτάνου εν πρώτοις υποκινούμενοι μετ'ολίγον δ'αισχρώς εγκαταλειπόμενοι σφάζονται καί εξανδραποδίζονται." Τό 1513, ο πάπας Λέων Ι, παρακινούμενος από τόν Μάρκο Μούσουρο παρακίνησε τούς βασιλείς της Πολωνίας, Αγγλίας καί Γερμανίας σέ σταυροφορία κατά των μουσουλμάνων. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε καί ενώ οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες αναλλώθηκαν πάλι σέ μεταξύ τους έριδες, οι Τούρκοι καταλάμβαναν τό 1516, τήν Συρία καί τό επόμενο έτος τήν Αίγυπτο. Οι κατακτήσεις αυτές δημιούργησαν νέα κέντρα εμπορίου στή μέση Ανατολή γιά τό Οθωμανικό κράτος, υπονομεύοντας τό ιταλικό μονοπώλιο κυρίως στό εμπόριο των μπαχαρικών. Αυτή η εξέλιξη έθετε τίς προϋποθέσεις γιά τήν ανάπτυξη εξιοσημείωτης εμπορικής δραστηριότητας, εκ μέρους των μή μουσουλμάνων υπηκόων (Αρμενιών, Ρωμηών καί Εβραίων πού είχαν στό μεταξύ φτάσει από τήν Ισπανία).
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) άρχισε τήν εφαρμογή ενός νέου προγράμματος κατακτήσεων μέ πρώτο στόχο τό βασίλειο των Ιωαννιτών στή Ρόδο. Τον Ιούνιο του 1522 τουρκικός στόλος 300 πλοίων, υπό τή διοίκηση το βεζίρη Μουσταφά ξεκίνηαε μέ προορισμό τή Ρόδο. Ταυτόχρονα ο ίδιος ο σουλτάνος οδηγούσε από τήν ξηρά χερσαίες δυνάμεις 100 χιλιάδων ανδρών. Ο μέγας μάγιστρος, εγκαταλειφθείς από τούς υπόλοιπους χριστιανούς ηγεμόνες, κατόρθωσε νά συγκεντρώσει μόλις 5000 μάχιμους, μεταξύ των οποίων ήταν Κρήτες, Βενετοί καί ντόπιοι Ροδίτες.
Τήν 1η Αυγούστου, ο βεηλέρβεης της Ρούμελης Αγιάζ πασάς επιτέθηκε κατά του προμαχώνα πού υπερασπίζονταν οι Γερμανοί ιππότες. (Σημειώνεται ότι τό τάγμα των Ιωαννιτών αποτελείτο από Ευρωπαίους διαφόρων εθνικοτήτων καί οι οποίοι όταν εκδιώχθηκαν από τήν Ιερουσαλήμ, κατέληξαν στήν Ρόδο). Τούς υπονόμους των επιτιθέμενων εξουδετέρωσε μέ επιτυχία ο Βενετός μηχανικός Martinengo καί η πρώτη απόπειρα του εχθρού απέτυχε οικτρώς. Στή συνέχεια κατελήφθη ο αγγλικός προμαχώνας καί οι Τούρκοι ύψωσαν τά μπαϊράκια τους βέβαιοι γιά τήν επιτυχία τους, αλλά αντεπίθεση των Ιωαννιτών μέ επικεφαλής τόν ίδιο τό μάγιστρο, τούς απώθησε εκ νέου από τίς επάλξεις. Στίς 24 Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί ετοιμάσθηκαν γιά γενική έφοδο. Οι ουλεμάδες διακήρυτταν σέ όλο τό μήκος του στρατοπέδου: "Αύριο θά γίνη έφοδος, η πέτρα καί τό χώμα ανήκουν εις τόν πατισάχ, τό αίμα καί τά υπάρχοντα των κατοίκων είνε λεία των νικητών." Ο σουλτάνος ανέβηκε σέ ένα λόφο γιά νά παρακολουθεί τήν εξέλιξη της εφόδου. Η γενναιότητα όμως των ιπποτών αλλά καί η συνδρομή τού λαού της Ρόδου πού βοηθούσαν τούς τραυματίες, μετέφεραν εφόδια καί τρόφιμα στούς αμυνόμενους, οδήγησε καί σέ άλλη ήττα τούς Οθωμανούς οι οποίοι είχαν απώλειες πάνω από δέκα χιλιάδες πολεμιστές. Ο σουλτάνος οργισμένος καθαίρεσε καί φυλάκισε τόν Αγιάζ πασά καί σκεπτόταν νά αποχωρήσει από τό νησί, όταν κάποιος προδότης, ονόματι Αμαράλ, τόν παρότρυνε νά επιμείνει γιατί οι πολιορκημένοι βρίσκονταν σέ απελπιστική κατάσταση. Πράγματι στίς 22 Δεκεμβρίου 1522, τό συμβούλιο του τάγματος αποφάσισε τήν παράδοση της πόλης πετυχαίνοντας όμως ευνοϊκούς όρους γιά τούς ιππότες καί τούς κατοίκους της πόλης. Ο μέγας μάγιστρος παρουσιάσθηκε στό σουλτάνο του φίλησε τό χέρι καί αποχώρησε μέ τούς γενναίους πολεμιστές του. Υστερα από περιπλανήσεις στή Μεσόγειο, οι ιππότες του τάγματος ’γιος Ιωάννης θά κατέληγαν στή Μάλτα.
Αντίστοιχη επιτυχία είχε ο οθωμανικός στρατός καί στά βόρεια σύνορά του. Κατέλαβε τό Βελιγράδι, τήν Μολδαβία καί τή Βλαχία, ενώ τό 1526 στήν αποφασιστική μάχη του Μοχάτς, όπου σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, κατέκτησε καί τίς νότιες επαρχίες του κράτους του. Τό στέμμα διεκδικούσε από τή μία μεριά ο βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ζαπόλυα καί ο Αψβούργος αρχιδούκας της Αυστρίας Φερδινάνδος. Ο Ζαπόλυα στράφηκε πρός τόν Σουλεϊμάν γιά βοήθεια, ο οποίος επωφελήθηκε γιά τίς παραπέρα βλέψεις του πρός τά δυτικά καί μέ ισχυρές δυνάμεις στράφηκε πρός τήν Αυστρία. Τό 1529, λοιπόν η ημισέληνος κυμάτιζε έξω από τά τείχη της Βιέννης σκορπώντας τόν τρόμο σέ όλους τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες. Η Βιέννη τελικά δέν έπεσε. Ο Φερδινάνδος, ενισχυμένος καί από τίς δυνάμεις του αδελφού καί αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Καρόλου Ε', υπερασπίσθηκε μέ επιτυχία τήν πρωτεύουσά του, ενώ τό ψύχος του χειμώνα αποτελείωσε τό έργο του, αναγκάζοντας τόν Σουλεϊμάν νά υποχωρήση στό Βελιγράδι.
Ενώ ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού βρισκόταν στό Βορρά, στή Ρόδο διάφοροι νησιώτες μεταξύ των οποίων ο Χρυσολωράς Γρατιανός, Μανόλης Κοσκινιάτης, Φραγγούλης Ζακούρης, Ιωάννης Στρατηγόπουλος καί Νικόλαος Καντακουζηνός, μαζί μέ κρυπτοχριστιανούς γενίτσαρους προσπάθησαν νά πείσουν τούς Ιωαννίτες νά στείλουν στόλο γιά νά ανακαταλάβουν τό νησί. Μάλιστα ο μητροπολίτης Ευθύμιος τό 1528 έστειλε επιστολή στόν πάπα εξορκίζοντάς τον νά βοηθήσει στήν επιχείρηση: "... επί πλέον δέν δυνάμεθα νά υποφέρωμεν τήν ελεινήν δουλείαν καί αθλιότητα, εν η ευρισκόμεθα, αδυνατούμεν ν'ανεχθώμεν επί πλέον βλέποντες τάς σκληροτάτας καταφρονήσεις, τάς οποίας οσημέραι ο άθλιος καί αξιοδάκρυτος ούτος λαός υποφέρει. Πολύ δέ φοβούμεθα μήπως η τόση βραδύτης προξενήση τόν θάνατον καί ημών καί πασών των οικεγενειών καί ημετέρων συγγενών." Πράγματι η Δύση δέν προσπάθησε ανακατάληψη της Ρόδου, η συνομωσία αποκαλύφθηκε καί οι Τούρκοι εκτέλεσαν όλους τούς συνομώτες, συμπεριλαμβανομένου καί του άτυχου μητροπολίτη.
Ο Κάρολος Ε', σέ μία προσπάθεια αντιπερισπασμού, οργάνωσε ένα ναυτικό συνασπισμό μέ στόχο τήν Πελοπόννησο, ώστε νά αμβλυνθούν οι πιέσεις πού δεχόταν στήν κεντρική Ευρώπη. Ο στόλος πού οργανώθηκε αποτελείτο από γενουατικά, ισπανικά, παπικά πλοία αλλά καί γαλέρες από τό τάγμα των ιπποτών της Μάλτας. Επικεφαλής βρισκόταν ο Ανδρέας Ντόρια (Doria), ένας αξιόμαχος Γενουάτης ευγενής, ενώ η χριστιανική δύναμη περιελάμβανε Ιταλούς, Ισπανούς, Γερμανούς καί φυσικά Έλληνες καί Αλβανούς stradioti. Στίς 21 Σεπτεμβρίου 1532 παραδόθηκε η Κορώνη, όταν σέ ενέδρα σκοτώθηκαν καί οι επτακόσιοι σπαχήδες πού στάλθηκαν ως ενισχύσεις από τήν Σπάρτη, καί τά κεφάλια των δύο αρχηγών τους τοποθετήθηκαν σέ δόρατα έξω από τά τείχη της πόλης. Κατά τή διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκαν οι παλαίμαχοι μαχητές Θεόδωρος Μπόχαλης καί Θεόδωρος Βοσκίτης. Η διοίκηση της πόλης ανατέθηκε σέ ισπανική φρουρά 2000 ανδρών, υπό τήν αρχηγία του Ιερώνυμου Mendoza. Ο Ντόρια προχώρησε βορειότερα, τόν Οκτώβριο κατέλαβε τήν Πάτρα καί ακολούθησε η κατάληψη των φρουρίων του Ρίου καί του Αντιρρίου, όπου οι χριστιανοί καί κυρίως οι Έλληνες προέβησαν σέ άγρια σφαγή των υπερασπιστών των δύο φρουρίων, σύμφωνα μέ τήν αφήγηση του απεσταλμένου του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α'. Μέ τήν έλευση του φθινοπώρου, ο Doria πέρασε στήν Κεφαλλονιά καί από εκεί επέστρεψε θριαμβευτής στήν Ιταλία. Πάντως η επανάσταση δέν γενικεύτηκε στό Μορηά, διότι οι Ρωμιοί γνώριζαν ότι όταν θά άλλαζαν τά συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων θά έμεναν μόνοι καί αβοήθητοι στό έλεος των Τούρκων. Εκείνοι πού σήκωσαν πάλι τά όπλα εναντίων των κατακτητών ήταν οι ατίθασοι Ηπειρώτες στήν περιοχή της Χιμάρας.
Οπως ήταν επόμενο, τό επόμενο καλοκαίρι, η Υψηλή Πύλη απέστειλε ισχυρές χερσαίες δυνάμεις, μέ επικεφαλής τόν σαντζάκμπεη του Μοριά, οι οποίες έφθασαν στή Μεσσηνία τόν Απρίλιο του 1533, ενώ στόλος 80 σκαφών, υπό τή διοίκηση του Λουφτή μπέη, απέκλεισε τό λιμάνι της Κορώνης. Στό μεταξύ στήν πόλη είχαν εισέλθει "Grecci estratiotas", (από τίς οικογένειες Μάνεση, Κατωγίτη, Βαρβάτη, Στρατηγού, Ρωμανού, Μενάγια, Καπνίση κ.ά.) ενώ τή διοίκηση ανέλαβε ο Ισπανός Rodrigo de Machicao. Ο στόλος του Doria κατέφθασε μέ βοήθεια γιά τούς πολιορκημένους καί απώθησε τόν οθωμανικό στόλο στά ανοικτά του πελάγους. Τόν Αύγουστο όμως ο χριστιανικός στόλος αναχώρησε γιά τήν Ιταλία, αφήνοντας μόνους τούς αμυνομένους οι οποίοι είχαν νά αντιμετωπίσουν εκτός από τίς ισχυρές πολιορκητικές δυνάμεις, τήν πείνα καί τόν λοιμό μέ αποτέλεσμα νά αποδεκατιστούν. Παρόλες τίς δυσκολίες επιχειρούσαν εξόδους γιά νά εξοικονομήσουν τρόφιμα καί μάλιστα η πιό παράτολμη νυκτερινή έξοδος έγινε στό τουρκοχώρι της Ανδρούσας όπου κατετρόπωσαν τούς χίλιους γενίτσαρους πού στάθμευαν εκεί, ενώ έκαψαν τά ιπποστάσια καί τίς αποθήκες των πολεμοφοδίων. Δυστυχώς όμως ο γενναίος Μακικάο, πού ηγείτο της μάχης, σκοτώθηκε από σφαίρα στό κεφάλι, οι χριστιανοί οπισθοχώρησαν καί έθαψαν μέ τιμές τόν γενναίο Ισπανό πολεμιστή. Επιτέλους, τόν Μάρτιο του 1534, ο αυτοκράτορας Κάρολος E' έστειλε πλοία τά οποία παρέλαβαν τόν πληθυσμό της Κορώνης καί τήν φρουρά της μέ προορισμό τήν Κάτω Ιταλία. Εκεί οι Έλληνες πού άφησαν τή γη της Μεσσηνίας γιά πάντα, θά ενωθούν μέ τούς άλλους συμπατριώτες τους (Grecanoi), θά εξελιχθούν σέ δυναμική κοινότητα καί θά διατηρήσουν τόν ελληνικό τους χαρακτήρα γιά τρείς αιώνες περίπου, μέχρι νά αλλαξοπιστήσουν καί νά γίνουν καθολικοί, ύστερα από τήν αφόρητη πίεση των καθολικών ιερέων του Βατικανού.
Τά επόμενα δύο χρόνια, ο Σουλεϊμάν κάνει δύο εντυπωσιακές ενέργειες. Κλείνει μέ τόν βασιλέα της Γαλλίας, Φραγκίσκο Α', τήν "ανίερη" γαλλοτουρκική συνθήκη του 1535, ενώ ορίζει ως νέο αρχιναύαρχο του αυτοκρατορικού στόλου τόν διαβόητο πειρατή Χαϊρεντίν, τόν επονομαζόμενο Μπαρμπαρόσσα. (Ο Χαϊρεντίν [Χρήστος] ήταν Ρωμηός στήν καταγωγή από τήν Μυτιλήνη, αλλά εξισλαμίσθηκε καί μαζί μέ τόν αδελφό του [Ουρούτζ] ’ρη, αποτέλεσαν ένα τρομερό δίδυμο ικανότατων πειρατών, πού σκορπούσαν τόν τρόμο στούς χριστιανούς καί τήν υπερηφάνεια στούς μουσουλμάνους. Πολέμησαν στό Αιγαίο, στή Βόρεια Αφρική, αλλά καί σέ κάθε γωνιά της Μεσογείου, ενώ στήν Τύνιδα, ο Ουρούτζ σκοτώθηκε από τούς Ισπανούς). Τό 1535, Ο Barbarossa αποβιβάστηκε στήν Απουλία όπου έκανε τρομακτικές επιδρομές καί κατέστρεψε ολοσχερώς τό Ρήγιον, μεταφέροντας έτσι τόν πόλεμο μέ τούς Λατίνους μέσα στά εδάφη τους.
Τήν άνοιξη του 1537, ο ικανότατος Σουλεϊμάν εξορμά εκ νέου, μέ χερσαίες δυνάμεις καί φθάνει στήν Βόρειο Ήπειρο, ενώ ο Χαϊρεντίν τόν συναντά στήν Αυλώνα μέ τόν πανίσχυρο στόλο του. Στόχος αφ'ενός απόβαση στήν Απουλία καί αφετέρου επιβολή της τάξεως στούς επαναστάτες της Χιμάρας. Οι Χιμαριώτες αποσύρθηκαν αμέσως στά ορεινά τους κρησφύγετα καί κατέφυγαν σέ ανταρτοπόλεμο εναντίον του πολυάριθμου αυτοκρατορικού στρατού. Μάλιστα σέ μία νυκτερινή επιδρομή ο γενναίος οπλαρχηγός Δαμιανός έφτασε έξω από τήν αυτοκρατορική σκηνή καί ενώ επιχείρησε νά τήν κάψει συνελήφθη από τούς φύλακες του σουλτάνου. Ο Δαμιανός βασανίστηκε φρικτά γιά νά αποκαλύψει τίς θέσεις των επαναστατών καί στό τέλος παλουκώθηκε.
Ο Σουλεϊμάν, ενώ κήρυττε καί επισήμως τόν πόλεμο κατά της Βενετίας, έστελνε τόν Barbarossa νά ερημώσει τά παράλια της Απουλίας καί νά μεταφέρει χιλιάδες αιχμαλώτους από τό Βρινδήσιον (Brindisi) στό στρατόπεδο της Αυλώνας. Αλλά καί ο Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια παρενοχλούσε διαρκώς τόν οθωμανικό στόλο σημειώνοντας μεγάλη νίκη στά ανοικτά της Πρέβεζας. Στίς 25 Αυγούστου 1537, ο οθωμανικός στόλος έριχνε άγκυρα μπροστά από τη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα τήν οποία υπερασπίζονταν 3000 Βενετοί καί Έλληνες μαχητές. Οι Οθωμανοί στρατιώτες του σουλτάνου πέρασαν από τό Αργυρόκαστρο, τήν Παραμυθιά καί αφού διεκπεραιώθηκαν απέναντι στό νησί, ξεχύθηκαν στά ενδότερα, λεηλατώντας χωριά καί ερημώνοντας τήν ύπαιθρο. Αλλά ας αφήσουμε τόν ιστορικό της εποχής καί Κερκυραίο Νίκανδρο Νούκιο, νά μας περιγράψει τά γεγονότα, σημειώνοντας ότι η αφήγησή του έχει πολύ συναίσθημα, δεδομένου ότι είναι αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής της αγαπημένης του πατρίδας:
"Μαθών δέ ταύθ'ο Τούρκων δυνάστης, πρός τούς Ουενετούς εκήρυττε πόλεμον, Ιαννούζη καί Χαϊρατινέω ες τούτο παροτρυνάντων, ως ελέγετο. Όθεν ες Κέρκυραν, οιμοί, πατρίδα εμήν απάραι τόν στόλον επέταξεν.... Ο δέ Χαϊρατίνης σύν ταις αμφ'αυτόν τριήρεσιν ως τήν πόλιν ελθών καί πλησίον ταύτης τόν εμβάντα ταις ναυσί στρατόν ες γήν αποτιθείς, τάς εκ της αντιπέραν Ηπείρου των δυνάμεων ταις ναυσί διεπόρθμευε.... Ω πως αδακρυτί τήν μνήμην ενέγκω τή ενσκηψάση σοι συμφορά, γλυκειά μοι πατρίς! Τήν νήσον πυρί καί σιδήρω καταναλώσαι, τήν δέ πόλιν, ει δυνατόν παραστήσαι. Οι μέν ουν βάρβαροι, ανά τήν πόλιν σκεδασθέντες, πυρ ταις οικίαις ενιέντες, τούς δ'αλισκόμενους ες ανδραπόδων επείχον τάξιν, πολλούς δέ κατέκτεινον. Αι δέ λοιπαί δυνάμεις, περαιωθέντες, ως είρηται, ες τά πέριξ εφέροντο χωρία της πόλεως, καί επί πάσαν διασκεδασθέντες τήν νήσον, ωμότατα τοίς εντυγχάνουσι διετίθεντο, κτείνοντες, ζωγρούντες, λεηλατούντες, σκυλεύοντες, διαφθείροντες, παίδων, παρθενών καί μειρακίων ου φειδόμενοι, πρέσβυτας καί πρεσβυτίδας ανηλεώς κατασφάττοντες, ευκτηρίους οίκους καταμιαίνοντες, αίματι ανθρωπαίω τοις αλόγων μιγνύντες...."
Καί ενώ οι πληθυσμοί των χωριών της Κέρκυρας υπέφεραν, στρατιωτικά ο Χαϊρεδίν απέτυχε, τό φρούριο της πρωτεύουσας άντεξε καί τόν Σεπτέμβριο του 1537, λύθηκε η πολιορκία. Οι Βενετοί όμως θά παραχωρούσαν στό σουλτάνο τά κάστρα του Βουθρωτού καί της Πάργας.
Σειρά νά υποστούν τίς φοβερές επιδρομές του Μπαρμπαρόσσα, είχαν οι νησιωτες κάτοικοι του Αιγαίου, οι οποίοι βρίσκονταν υπό φράγκικη διοίκηση. Τόν Οκτώβριο του 1537, καταλήφθηκε η Αίγινα καί ακολούθησε η Σέριφος, η Ιος, η Αστυπάλαια, η Αμοργός (των Querin), η Πάρος (των Sagredo), η Νάξος (των Crispo), η Μύκονος καί η Ανδρος. O πόνος των νησιωτών καταγράφηκε καί στά δημοτικά τραγούδια καί παραθέτω ένα από αυτά, πού θέλει τήν Παναγία τήν Καταπολιανή νά θρηνεί τήν καταστροφή της Πάρου από τόν Μπαρμπαρόσσα:
"Όλα τά Δωδεκάννησα στέκουν αναπαμένα
κ'η Πάρος η βαριόμοιρη στέκετ'αποκλεισμένη
κ'όσοι τήν ξεύρουν κλέουν την κι'όλοι τήνε λυπούντε
καί σάν τήν κλαίη η Δέσποινα κανείς δέν τήνε κλαίγει"
Τήν ίδια περίοδο ο διοικητής του Μορέως Κασίμ Μπέης διετάχθη νά πολιορκήσει τά δύο τελευταία βενετικά φρούρια στήν Πελοπόννησο, τό Ναύπλιο καί τή Μονεμβασιά. Ο Κασίμ ερήμωσε τήν ύπαιθρο του Ναυπλίου καί εκπόρθησε τό οχυρό του Καστριού (της οικογένειας του Παλαιολόγου) καί τό Θερμήσι. Στή συνέχεια έστησε τήν σκηνή του έξω από τά τείχη του Ναυπλίου, γιά νά αρχίσει μία πολιορκία (Σεπτέμβριος 1537), η οποία θά κρατούσε τρία ολόκληρα χρόνια, ενώ άλλες δυνάμεις του πολιορκούσαν τήν Μονεμβασιά (Μαλβασία). Τό βάρος της άμυνας των δύο πόλεων τό έφεραν οι Έλληνες καί οι Αλβανοί ντόπιοι μαχητές. Η κατάσταση βέβαια των πολιορκημένων ήταν τραγική, καθώς θερίζονταν από τίς επιδημίες λόγω του μολυσμένου πόσιμου νερού καί από τήν πείνα. Αναγκάζονταν λοιπόν άνδρες της φρουράς νά εγκαταλείπουν τίς θέσεις τους στούς προμαχώνες καί νά αναζητούν μέ εξόδους στήν ύπαιθρο, τρόφιμα καί νερό. Στίς 5 Απριλίου 1538, 200 επίλεκτοι ιππείς, υπό τήν ηγεσία των Βενετών Βρετού Μποζίκη καί Ρογγόνη, σέ μία επιδρομή στό λόφο του Προφήτη Ηλία, αποδεκατίστηκαν από ανώτερες δυνάμεις καί οι δύο γενναιόι Ιταλοί αρχηγοί σκοτώθηκαν. Επειδή οι αυτόπτες μάρτυρες αποτελούν τήν πιό αξιόπιστη πηγή αληθείας, ας διαβάσουμε απόσπασμα από τήν διήγηση του Δωρόθεου μητροπολίτη Μονεμβασίας σχετικά μέ τήν πολιορκία του Ναυπλίου:
"... καί μετέπειτα επήγεν ο Κασίμ πασάς εις τούς πύργους του Καστρίου, καί δέν ημπόρεσε νά τούς πάρη, καί έκαψέ τους, καί επαραδόθησαν διά νά μή καγούν, καί πολλοί έπεσαν κάτω μέ σχοινία, καί εσκλαβώθηκαν διά νά μή πεθάνουν, τότε πήρε καί τούς Παλαιολόγους, τόν κύρ Ανδρόνικον, τόν κύρ Νικόλαον, τόν κύρ Θεόδωρον καί κύρ Δημήτριον, καί εις τό ’ργος έκοψε τά κεφάλια τους..... καί η αρμάδα όταν υπήγαινεν ήλθεν εις Αίγιναν καί επήρεν την αφλζ' εν μηνί Οκτωβρίω καί άφηκέ την έρημον, καί άλλα νησιά, καί εφόρτωσεν αιχμαλωσία, καί υπάγει εις τήν Πόλιν..... καί η μάχη εκράτειε χρόνους γ', καί επολεμούντο τά δύο κάστρη του Ναυπλίου καί της Μονεμβασίας, καί εσκοτώθηκαν πολλοί Χριστιανοί καί άλλοι απέθαναν από τήν πείναν καί τήν δίψαν, ότι δέν είχαν νερόν καί έπιναν βλυχόν.... καί οι Τούρκοι έδωκαν λουμπάρδαις καί τότε οι Τούρκοι έδραμαν εις τό φουσάτον των Ρωμαίων καί έκοψαν πολλούς, καί ήλθαν εις τήν πόρταν του κάστρου, τότε ευγήκεν ο γενναιότατος κύρ Δομένιγος Μποζίκης απάνω τους, καί άλλους έκοψε άλλους εκρέμνισε..."
Η μοίρα των αιχμαλώτων ήταν τραγική καί ιδιαίτερα όσων δούλευαν στά κάτεργα (κατεργάρηδες) τραβώντας κουπί, μέρα καί νύκτα. Ενας Τσέχος διπλωμάτης, ο οποίος αιχμαλωτίσθηκε από Τούρκους καί αλυσοδέθηκε σέ γαλέρα αναφέρει: "Ο σκλάβος είναι δεμένος μέ αλυσίδες από τό ένα πόδι κάτω από τόν πάγκο καί τόν αφήνουν ελεύθερο μόνο γιά νά τραβάει κουπί. Από τή μεγάλη ζέστη είναι αδύνατο νά κωπηλατήσει παρά μόνο γυμνός καί τό δέρμα του καίγεται σάν του καψαλισμένου γουρουνιού, η τροφή είναι δύο κομμάτια γαλέτα, είμαστε γεμάτοι ψείρες καί κοριούς, η ζωή μας είναι σκέτη κόλαση. Οποιος προσπαθήσει νά δραπετεύσει τιμωρείται μέ φάλαγγα καί μένει δεμένος μέ αλυσίδες δέκα μήνες..."
Εν τω μεταξύ στή δυτική Ευρώπη τό 1538, συγκροτήθηκε επί τέλους νέα αντιτουρκική συμμαχία. Ο πάπας Παύλος Γ', ο Γερμανός αυτοκράτορας Κάρολος Ε', ο αδελφός του Φερδινάνδος της Αυστρίας καί η Βενετία υπέγραψαν τήν "Santa Lega", η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε τήν αποκατάσταση των Βενετών στίς χαμένες κτήσεις τους καί τήν ενθρόνιση του Καρόλου στήν Κωνσταντινούπολη ως συνεχιστής της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Οι Λατίνοι ηγεμόνες συγκέντρωσαν αξιόλογες δυνάμεις στρατού (70000 άνδρες), 200 γαλέρες καί άλλα πολεμικά σκάφη (παπικά, βενετικά, ισπανικά, μαλτέζικα κ.ά). Γενικός διοικητής του στόλου ορίστηκε ο εβδομηνταδυάχρονος Andrea Doria, αρχηγός των βενετικών πλοίων ο Vicentio Capello, διοικητής των Ισπανών πεζών ο αντιβασιλεύς της Σικελίας Φερδινάνδος Gonzaga καί αρχηγός των Ελλήνων καί Αλβανών στρατιωτών ο Γενουάτης Spinola. O Σουλεϊμάν Α', μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν χριστιανική συμμαχία, έστειλε τόν Μπαρμπαρόσσα νά προσβάλλη τίς βενετικές κτήσεις στό Ιόνιο πέλαγος. Ο διαβόητος πειρατής, αφού ερήμωσε τίς Σποράδες, πέρασε ανεπιτυχώς από τά Χανιά καί κατέληξε στόν Αμβρακικό κόλπο, προστατευόμενος από τά κανόνια της Πρέβεζας. Στίς 25 Σεπτεμβρίου 1538, συναντήθηκαν οι δύο στόλοι. Οι μουσουλμάνοι ναυτικοί αποδείχθησαν πιό τολμηροί καί μέ πρωταγωνιστές τούς κουρσάρους Ντραγούτ ρεΐς, Σαλίχ ρεΐς καί Ταμπάκ ρεΐς, βύθισαν δύο γαλέρες καί συνέλαβαν άλλες δύο, ενώ ο χριστιανικός στόλος οπισθοχωρούσε πρός τήν Κέρκυρα, από όπου δέν τόλμησε νά ξαναβγεί στά ανοικτά.
Ενώ η συμμαχία είχε ξεκινήσει μέ τούς καλύτερους οιωνούς, φέρνοντας ελπίδες στούς υπόδουλους Ελληνες, οι αντιδικίες καί οι διαφωνίες κυρίως μεταξύ Ισπανών καί Βενετών, οδήγησαν τήν εκστρατεία σέ πλήρη αποτυχία. Οι Βενετοί, δόλιοι καί ύπουλοι, δέν έβλεπαν ευνοϊκά τήν παρουσία άλλων Ευρωπαίων στίς πρώην κτήσεις τους, στά εδάφη του Levante (τά κάποτε Ελληνικά εδάφη), καί άρχισαν μυστικές διαπραγματεύσεις μέ τόν σουλτάνο. Κατέδωσαν μάλιστα στούς Τούρκους τόν Πέτρο Σέκουλα, πού είχε αποσταλεί από τόν Κάρολο E' στήν Πελοπόννησο, μέ σκοπό νά οργανώσει επαναστατικές ομάδες. Ο Σέκουλας οδηγήθηκε στήν Πόλη καί αποκεφαλίσθηκε. Ακολούθησε μία ακόμα τουρκοβενετική συνθήκη, στίς 2 Οκωβρίου 1540, σύμφωνα μέ τήν οποία όλα τά νησιά του Αιγαίου, πού είχε κατακτήσει ο Χαΐρεδίν, καθώς καί τό Ναύπλιο καί η Μονεμβασιά παραδίδονταν στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία, υποχρεώθηκε νά πληρώσει 300000 βενετικά δουκάτα ως πολεμική αποζημίωση, ενώ διατήρησε τά νησιά του Ιονίου, τά Κύθηρα καί τήν Κύπρο. Νέος ξεριζωμός στόν Μωρηά, αυτή τήν φορά από τούς κατοίκους του Ναυπλίου καί της Μονεμβασιάς πού αφήνουν γιά πάντα τά σπίτια τους καί τά χώματά τους, γιά νά καταφύγουν στή Βενετία, τήν Κρήτη καί τήν Κέρκυρα. Η Πελοπόννησος καί όχι μόνο, από τό 1204 καί έπειτα, διαρκώς δέρνεται, ερημώνεται, εγκαταλείπεται. Καί όμως η Ρωμιοσύνη κρατάει, αντέχει, επιμένει. Οι Ελληνες της Δύσης ακατάπαυστα παροτρύνουν τούς Φράγκους ηγεμόνες νά επανέλθουν μέ νέες δυνάμεις γιά νά αποτινάξουν τόν ζυγό των βαρβάρων. Ακολουθεί επιστολή του Κερκυραίου Αντώνιου Έπαρχου: "Ασπαζόμενος τήν ελευθερίαν καί τό της δουλείας επάρατον αίσχος εν αλλοδαπή νυνί διατρίβω... άρε τά όπλα, αναγιγνώσκων τάς των προγόνων ημων βίβλους, τήν αρετήν προτιθείς των ανδρών, τήν περί λόγους δύναμιν, τήν σοφίαν, τήν στρατηγίαν, καί τά λοιπά των αγαθών, ά δή πάντα ου μόνον εξεύρον Ελληνες, αλλά καί λαμπρώς εξειργάσαντο...." Επιστολή (1555) του Αυγέριου Βουσβέκη, πρέσβη του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φερδινάνδου: "Η Ελλάς, η άλλοτε ευκλεεστάτη, νυν δε αναξίως πιεζομένην υπό δουλείαν, η πάλαι ποτέ διδάσκαλος των ωραίων τεχνών καί ελευθερίου μαθήσεως, φαίνεται αναζητούσα τήν παιδείαν τήν οποίαν εις ημάς παρέδωκε, καί χάριν της κοινής πίστεως ικετεύουσα αρρωγήν κατά της Σκυθικής βαρβαρότητος...."
Πολιορκία της Μάλτας - 1566
Ο νικηφόρος γιά τούς Οθωμανούς πόλεμος του 1538-1540 δέν αποτελούσε παρά ένα μονάχα κρίκο στήν αλυσίδα των επιτυχιών του
Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στά μέτωπα του βορρά (Ουγγαρία, Μολδαβία), στήν ανατολή (Γεωργία, Αρμενία, Περσία), στό νότο (Υεμένη) καί στή Μεσόγειο, όπου τό
1551 μέ τόν
Ντραγούτ ρεΐς κατέλαβε τήν
Τρίπολη καί τό
1560 μέ τόν
Πιαλή πασά κατέλαβε τήν
Τζέρμπα. Εξαίρεση στόν κανόνα αποτέλεσε η
εκστρατεία στήν Μάλτα τό 1565. Τήν Μάλτα τήν υπερασπίζονταν τό
τάγμα των Ιωαννιτών, πού είχε καταφύγει εκεί μετά τήν απώλεια της Ρόδου τό 1522. Ο ηλικιωμένος Μεγάλος Μάγιστρος
ντε λα Βαλέτ, ανέλαβε τήν οργάνωση της άμυνας της πόλης καί είχε στή διάθεσή του 7000 άνδρες κάθε εθνικότητας (Ιταλούς, Ισπανούς, Γάλλους, Γερμανούς, Ελληνες καί Μαλτέζους). Τό Μάΐο του 1565, ξεκίνησε η πολιορκία των τριών φρουρίων (Αγιος Αγγελος, Αγιος Ελμος καί Αγιος Μιχαήλ), πού αποτελούσαν τά βασικά οχυρά της πρωτεύουσας. Οι επιτιθέμενοι ήταν 6500 γενίτσαροι, 9000 σπαχήδες, 20000 πεζοί Τούρκοι καί 20000 μουσουλμάνοι από τήν Αλγερία καί τήν Τρίπολη. Ο Οθωμανικός στόλος αποτελείτο από 300 πλοία κατάφορτα μέ δεκάδες κανόνια καί εφόδια.
Οι δύο στρατηγοί της πολιορκίας ήταν ο ηλικιωμένος
Μουσταφά πασάς καί ο νεότατος
Πιαλή πασάς καί αυτή ακριβώς η διαφορά ηλικίας, τούς έκανε νά έρχονται συχνά σέ διαφωνίες καί προστριβές. Οι Ιωαννίτες ιππότες πολεμούσαν μέ γενναιότητα καί αυτοθυσία, όπως μέ τήν ίδια γενναιότητα πολεμούσαν καί οι υπερήφανοι σπαχήδες καί οι άγριοι Βερβερίνοι. Τό κάστρο του
Αγίου Έλμου έπεσε στίς 23 Ιουνίου όπου οι χριστιανοί υπερασπιστές πολέμησαν μέχρις εσχάτων. Διέφυγαν κολυμπώντας μόλις πέντε ιππότες ενώ αιχμαλωτίσθηκαν εννέα. Οι εννέα αιχμάλωτοι βασανίσθηκαν απάνθρωπα καί τά κεφάλια τους τά περιέφεραν έξω από τά τείχη του Αγίου Αγγέλου. Ο ντε λα Βαλέτ απάντησε μέ παρόμοιες μεθόδους καί έστειλε κεφάλια αιχμαλώτων μέσα σέ καλάθια, σάν δώρο στούς δύο πασάδες στρατηγούς. Η αγριότητα, η ευτέλεια της ανθρώπινης ζωής καί της αξιοπρέπειας χαρακτήριζαν εκείνη τήν εποχή.
Οι Τούρκοι ετοίμαζαν γενική έφοδο στό κάστρο του
Αγίου Μιχαήλ, αλλά τά σχέδιά τους τά πληροφορήθηκε ο μάγιστρος από τόν
Λάσκαρι, Ελληνα αξιωματικό του τουρκικού στρατού, πού αυτομόλησε στούς Ιωαννίτες. Στίς 15 Ιουλίου οι αλλαλάζοντες γενίτσαροι καί σπαχήδες αποκρούστηκαν μέ επιτυχία καί οι χριστιανοί βγήκαν από τά οχυρά τους, κατασφάζοντας τούς μουσουλμάνους καί εκδικούμενοι έτσι τούς νεκρούς του Αγίου Ελμου. Οι ενισχύσεις 8000 άριστα εκπαιδευμένων Ισπανών στρατιωτών από τήν Σικελία υπό τήν διοίκηση του
Γκαρσία ντε Τολέδο, έφεραν τό τελειωτικό κτύπημα στόν Οθωμανικό στρατό, ο οποίος επιβιβάστηκε πανικόβλητος στά πλοία του καί αποχώρησε γιά τήν
Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωαννίτες θά συνέχιζαν νά είναι οι κυρίαρχοι της Μάλτας γιά δύο αιώνες, ενώ ο de la Valette θά έβαζε δύο χρόνια αργότερα τόν θεμέλιο λίθο στή νέα πρωτεύουσα, που πρός τιμή του θά ονομαζόταν
Βαλέτα.
Tό επόμενο έτος ο
Πιαλή πασάς κατέπλευσε πρός τή
Χίο, η οποία διοικείτο από τήν γενουατική εμπορική εταιρεία
Mahona, καί απαίτησε τά καθυστερούμενα, από τόν φόρο υποτέλειας πού πλήρωνε η εταιρεία στό σουλτάνο. Καί ενώ οι Γενουάτες υποσχέθηκαν ότι θά ικανοποιήσουν τίς απαιτήσεις άμεσα, αποβιβάστηκαν 10000 τούρκοι στρατιώτες καί κατέλαβαν τό πλούσιο νησί στίς
17 Απριλίου 1566. Οι 500 Ευρωπαίοι υπήκοοι πού βρίσκονταν στή Χίο ρίχτηκαν κωπηλάτες στίς τουρκικές γαλέρες. Ο Πιαλή πασάς συνέχισε τήν πορεία του πρός τήν
Βόρεια Ηπειρο, όπου Αλβανοί καί Ελληνες είχαν σκοτώσει τούς απεσταλμένους τού σουλτάνου πού είχαν έρθει νά στρατολογήσουν παιδιά (παιδομάζωμα - devshisrme) καί στή συνέχεια είχαν επιτεθεί σέ τουρκικές φρουρές. Οι
αδούλωτοι Ηπειρώτες επαναστάτες αντιμετώπισαν μέ επιτυχία τόν αυτοκρατορικό στρατό καί ο Πιαλή πασάς ταπεινωμένος, τό φθινόπωρο του
1566 επέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη.
Κατάκτηση της Κύπρου - 1571
Ο Σελίμ Β' ανέβηκε στόν θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τό 1566 καί παρέδωσε τήν εκμετάλλευση των νησιών των Κυκλάδων (Πάρου, Νάξου, ’νδρου, Θήρας, Μήλου, Σύρου κ.ά.) στόν πανούργο Εβραίο έμπορο Ιωσήφ Νάζη. Αυτός ήταν πού προέτρεψε τόν σουλτάνο νά εκστρατεύσει κατά της Κύπρου γιά νά τήν καταλάβει, δεδομένου ότι αποτελούσε εμπόδιο στήν διέλευση μωαμεθανικών εμπορικών πλοίων, από τήν νεοαποκτηθείσα Αίγυπτο μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη. Η Κύπρος στέναζε κάτω από τή βενετσιάνικη κατοχή καί οι χωρικοί υπηρετούσαν σάν δούλοι τούς Ιταλούς άρχοντες, μέ αποτέλεσμα πολλά χωριά νά καλέσουν τόν Σελίμ νά έρθει νά τούς απαλλάξει από τούς δυνάστες τους. Οι Βενετοί μάλιστα, όχι μόνο δέν είχαν οργανώσει κατάλληλα τήν άμυνα της Μεγαλοννήσου, αλλά πλήρωσαν τή δόλια πολιτική τους στούς πολέμους των Ευρωπαίων εναντίον των Οθωμανών, αφού η πανίσχυρη Ισπανία αρνήθηκε νά τούς συνδράμει στήν προσπάθεια νά κρατήσουν τό νησί. Οι Τούρκοι, ως συνήθως, κινήθηκαν τάχιστα καί δύο αρμάδες απέπλευσαν από τήν Καλλίπολη. Η πρώτη (80 γαλέρες καί 30 γαλεότες) είχε ναύαρχο τόν Πιαλή πασά καί η δεύτερη (36 γαλέρες καί 12 φούστες) τόν καπουδάν Αλή πασά. Χερσαίες δυνάμεις 80000 ανδρών, μέ διοικητή τό Λαλά Μουσταφά πασά, πέρασαν μέ αποβατικά σκάφη από τήν Καραμανία στήν Πάφο καί στήν Λεμεσό, όπου συναντήθηκαν μέ τόν τεράστιο στόλο των 350 σκαφών των δύο πασάδων. Στίς 26 Ιουλίου 1570, οι πράσινες σημαίες μέ τήν ημισέληνο, κυμάτιζαν έξω από τά τείχη της πρωτεύουσας της Μεγαλοννήσου, Λευκωσίας.
Τήν ευθύνη της αμύνας της Λευκωσίας τήν είχε ο Ενετός Νικόλαος Dandolo, μαζί μέ τόν Κύπριο Ευγένιο Συγκλητικό ή Ρουχιά, οι οποίοι είχαν στή διάθεσή τους 3000 μάχιμους άνδρες. Διασώζεται καί ομιλία του επισκόπου Πάφου, στήν εκκλησία της Αγίας Σοφίας μέ τήν οποία καλούσε τούς πιστούς νά πολεμήσουν "διά τήν πίστιν καί διά τήν πατρίδα". Στό μεταξύ οι επιτιθέμενοι βομβάρδιζαν ασταμάτητα τά τείχη, έσκαβαν λαγούμια καί απέκλειαν κάθε οδό επικοινωνίας μέ τόν έξω κόσμο. Οι αμυνόμενοι μέ αρχηγούς τόν Ιωάννη Σωζομενό, τόν Κόντο Ροντάκη καί τόν Ανδρέα Κουρτέση, έκαναν εξόδους, προκαλώντας δολιοφθορές στό αντίπαλο στρατόπεδο, δηλητηριάζοντας πηγάδια ή καταστρέφοντας αποθήκες τροφίμων. Μάταια όμως. Στίς 9 Σεπτεμβρίου ο Μουσταφά πασάς έκανε τήν μεγάλη έφοδο καί κατάφερε μέσα από ανοίγματα στά τείχη νά εισβάλλει στήν πόλη. Τίς τρομερές τελευταίες στιγμές πού έζησαν οι Ελληνες καί οι Ιταλοί κάτοικοι, τίς διηγείται στό χρονικό του (1788) ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός:
"... ο εχθρός δέν άφηνε ζωντανόν μήτε άνδρας μήτε γυναίκας μήτε βρέφος, τέλος πάντων ότι ηπάντει ηφάνιζε μέ τήν μάχαιραν, εις τούς δρόμους έτρεχε τό αίμα, καί κοκκίνιζε τό έδαφος, καί εις ολίγον διάστημα βουνά από θανατωμένους. Ποίων αι κεφαλαί, ποίων τά χέρια, ποίων ποδάρια διαχωρισμένα, ποίωνο εμυαλός έξω..... Επιάσθη ο τοποτηρητής Δάνδολος, καί ο πασάς επρόσταξε καί του έκοψαν τήν κεφαλήν, καί τήν έστειλεν εις τόν καπετάνον της Κυρήνιας, όστις ιδών αυτήν επαρεδόθη....έμπροσθεν της καθεδρικής εκκλησίας των Ρωμαίων εθανατώθησαν πολλοί μοναχοί καί ιερείς αυτού του γένους καί δύο επίσκοποι Ρωμαίων....Αυτή η φοβερά σφαγή καί αρπαγή εβάσταξε σχεδόν τρείς ημέρας. Εγδυσαν τάς εκκλησίας, τάς ιεράς τράπεζας εκατατσάκισαν, έκαμαν ένα πλούσιον λεηλατισμόν, όπου οι ίδιοι έλεγον, πως υπερέβαινεν εκείνον της Κωνσταντινουπόλεως.... Παρελθούσης της ημέρας, όπου επάρθη η χώρα, έγινε παζάρι, καί πρώτον επωλούντο τά ωραία παιδία καί αι ωραίαι παιδίσκαι. Τούς σκλαβωμένους επώλουν εις αχρείαν τιμήν, τούς δέ δυνατούς διά τήν γαλέραν μέ περισσότεραν... Εφονεύθησαν δέ εις αυτήν τήν αποφράδα ημέραν περισσότερον από είκοσι χιλιάδες ψυχών."
Ενώ η Γαληνοτάτη επεδείκνυε ανεξήγητη αδράνεια, ο θριαμβευτής οθωμανικός στρατός στρατοπέδευε στίς 17 Σεπτεμβρίου 1570, έξω από τήν Αμμόχωστο (Famagusta) καί ο στόλος απέκλειε τό λιμάνι. Ο Μουσταφά πασάς έστειλε κύρηκες στίς αραβικές χώρες νά διακυρήξουν τόν ιερό πόλεμο κατά των απίστων καί νά έλθουν νά βοηθήσουν στήν πολιορκία της Αμμοχώστου, τάζοντας λάφυρα καί πολλούς δούλους. Διοικητές της πόλης ήταν οι γενναίοι Ιταλοί Μαρκαντώνιος Bragadin καί Έκτωρ Baglione, οι οποίοι οργάνωσαν άριστα τήν άμυνα, αλλά δυστυχώς θά έμεναν αβοήθητοι από τίς χριστιανικές δυνάμεις. Ελληνες ιππείς πραγματοποιούσαν τολμηρές εξόδους αλλά είχαν σοβαρές απώλειες καί έτσι χάθηκαν τά δύο αδέλφια Κόντος καί Πέτρος Ροντάκης. Γιά τόν χειμώνα ένα μεγάλο μέρος του στόλου αποσύρθηκε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί μάλιστα σέ ένα πλοίο πού μετέφερε τίς ωραιότερες σκλάβες γιά τόν σουλτάνο, η κόρη του Ρουχιά, πού είχε τήν φήμη της ωραιότερης κόρης της Λευκωσίας, φέρεται ότι έβαλε φωτιά στό πλοίο, τό οποίο κάηκε μέ όλο τό χαρέμι του σουλτάνου.
Τόν Απρίλιο του 1571, επανήλθε ο στόλος μέ νέο καπουδάν πασά καί η πολιορκία από στεριά καί θάλασσα έγινε πάλι αφόρητη. Οι βομβαρδισμοί καί οι υπονομεύσεις των τειχών έφεραν τά προσδοκόμενα γιά τούς επιτιθέμενους αποτελέσματα. Τμήματα των τειχών κατέρρευσαν, αλλά παρόλες τίς εφόδους ο Bragadin καί ο Baglione απωθούσαν τούς εχθρούς. Αλλά πόσο νά αντέξουν εξαντλημένοι από τήν κούραση, τήν δίψα καί τήν πείνα; Τήν 1η Αυγούστου ύψωσαν λευκή σημαία γιά νά παραδοθούν. Ο πασάς έστειλε τόν κεχαγιά του καί συζήτησαν τούς όρους της παράδοσης καί της φυγής των στρατιωτών καί όσων κατοίκων ήθελαν νά ακολουθήσουν. Καί ενώ όλα φαίνονταν ότι θά εξελίσσονταν ειρηνικά, ο Μουσταφά πασάς κάλεσε στό στρατόπεδό του τούς δύο διοικητές μέ άνδρες της συνοδείας τους, τάχα νά τούς αποχαιρετήσει καί νά τούς τιμήσει γιά τήν ανδρεία τους. Οταν ο πασάς ζήτησε νά κρατήσει τό νεαρό Ιταλό Αντώνιο Κουερίνη, καί ο Bragadin αρνήθηκε, βρήκε τήν αφορμή πού ζητούσε καί εξαγριωμένος διέταξε τούς γενίτσαρους νά δέσουν όλους τούς καλεσμένους, τούς οποίους, 350 συνολικά τούς αποκεφάλισαν μπροστά από τόν άτυχο διοικητή τους. Στόν Βενετσιάνο ευγενή επεφύλαξε χειρότερη μοίρα. Αφού του έκοψαν μύτη καί αυτιά, τόν εκατάντησαν από τά βασανιστήρια ελεεινό, καί αφού τόν διοπόμπευσαν πάνω σέ αγελάδα μπροστά από όλο τό στράτευμα, ένας Εβραίος δήμιος ανέλαβε νά τόν γδάρει αργα καί βασανιστικά, στήν κεντρική πλατεία της Αμμοχώστου. Τό δέρμα του τό γέμισαν μέ άχυρα καί αργότερα τό έστειλαν στόν σουλτάνο. Τό σύνθημα είχε δοθεί καί ο τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στήν πόλη γιά νά προβεί σέ κάθε είδους βιαιότητες εναντίον των αμάχων. Κατ'αυτόν τόν τρόπο έκλεισε αυτό τό κεφάλαιο γιά τήν μαρτυρική Κύπρο, η οποία θά έμενε υπό τουρκική κατοχή γιά τρείς αιώνες περίπου.
Ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto) - 1571
Ο πάπας Πίος Ε', ύστερα από κοπιαστικές προσπάθειες, κατόρθωσε νά γεφυρώσει τίς ισπανοβενετικές διαφορές καί νά πείσει τίς δύο δυνάμεις νά υπογράψουν, στίς 20 Μαΐου 1571, τήν Sacra Liga Antiturca. Η ανάθεση της αρχιστρατηγίας των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, δόθηκε στόν Δόν Χουάν (Don Juan) τόν Αυστριακό, ο οποίος είχε ήδη δεχθεί ελληνικές αντιπροσωπείες, πού τόν καλούσαν νά αναλάβει επιχειρήσεις στήν κατεχόμενη ελληνική χερσόνησο. Πράγματι στίς 16 Σεπτεμβρίου 1571, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος απέπλευσε από τή Μεσσήνη της Σικελίας. Ο βασιλιάς της Ισπανίας είχε προσφέρει 81 γαλέρες καί 30 φρεγάτες μέ 7000 Ισπανούς, 6000 Γερμανούς καί 5000 Ιταλούς στρατιώτες, η Βενετία συμμετείχε μέ 108 γαλέρες, 6 γαλεάσσες καί 5000 πεζούς, ο πάπας προσέφερε 12 γαλέρες πλήρως εξοπλισμένες, οι ιππότες της Μάλτας τέσσερις καί η Γένουα διέθεσε 11 γαλέρες μέ διοικητή τόν Τζιαναντρέα Ντόρια, ανηψιό του περίφημου Γενουάτη ναυάρχου. Στήν βενετική δύναμη περιλαμβάνονταν καί πλοία πού είχαν εξοπλίσει οι Ρωμηοί υπήκοοι της Γαληνοτάτης, κυρίως από τήν Κρήτη. Σημαντική συμβολή στόν εξοπλισμό των πλοίων καί στή χρηματοδότηση της αποστολής είχαν οι: Πέτρος Αυγουστίνης, Ιωάννης Δαπιράς, Ανδρέας Καλλέργης, Γεώργιος Καλλέργης, Δράκος Μακρής, Ανδρέας Στρατηγός, Γεώργιος Γαβράς, Αντώνιος Ευδαιμονογιάννης, Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του περίφημου ζωγράφου), Χριστόφορος Κοντοκάλης, Πέτρος Μπούας, Γεώργιος Κοκκίνης, Δημήτριος Κομούτος κ.ά.
Ο τουρκικός στόλος πού είχε ήδη αποπλέυσει από τό ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, περιελάμβανε 230 γαλέρες καί άλλα μικρότερα σκάφη. Γενικός αρχηγός ήταν ο καπουδάν Μουεζιν-ζάντε Αλή πασάς, ενώ διοικητής του πεζικού, πού επέβαινε στά πλοία, ήταν ο Πετράου πασάς. Μαζί τους βρίσκονταν οι γνωστοί κουρσάροι Ουλούτζ Αλή (αρνησίθρησκος Ιταλός) καί Καρακόζα μέ αλγερινά πληρώματα. Tήν αυγή της 7ης Οκτωβρίου οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στίς Εχινάδες, βραχονησίδες πού βρίσκονται στίς εκβολές του Αχελώου καί άρχισαν νά πλησιάζουν ο ένας τόν άλλο μέ βραδύτητα, ενώ τά πληρώματα ετοιμάζονταν γιά τήν σύγκρουση πού θά ακολουθούσε. Νά σημειώσουμε ότι οι κωπηλάτες των τουρκικών πλοίων στήν πλειοψηφία τους ήταν Ελληνες σκλάβοι, οι οποίοι κινήθηκαν όσο αδέξια μπορούσαν, γιά νά δυσχεράνουν τήν πλοήγηση των σκαφών, καί ήταν αυτοί πού αργότερα θά είχαν τίς περισσότερες απώλειες, αφού όντας αλυσοδεμένοι θά βυθίζονταν αργότερα μαζί μέ τό πλοία του οθωμανικού στόλου. Οι οθωμανοί υστερούσαν σέ ισχύ πυροβόλων ενώ υπερτερούσαν σέ μάχιμους άνδρες οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ τόξα καί γιαταγάνια. Οι Ευρωπαίοι στρατιώτες ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ αρκεβούζια, τά πρωτόγονα όπλα της εποχής εκείνης.
Τήν αριστερή καί βόρεια πτέρυγα, κοντά στό ακρωτήριο Σκρόφα, τήν διοικούσε ο γηραιός Ενετός Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο μαζί μέ τούς Αντόνιο ντά Κανάλε καί Μάρκο Κουερίνι. Απέναντί τους τέθηκε η δεξιά πτέρυγα των Τούρκων μέ διοικητές τόν Μεχμέτ Σουλίκ Σιρόκο, κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας καί τόν Μεχμέτ Μπέγκ, σαντζάκμπεη της Χαλκίδος. Στό κέντρο της χριστιανικής παράταξης τοποθετήθηκε η "la Reale", γαλέρα του δον Χουάν, ο οποίος πλαισιωνόταν από τόν Βενιέρ καί τόν Μαρκαντόνιο Κολόνα, αρχηγό των παπικών δυνάμεων. Απέναντι βρισκόνταν ο διοικητής του μωαμεθανικού στόλου, Αλή καπουδάν πασάς μαζί μέ τόν Πετράου πασά. Τέλος στή δεξιά πλευρά των χριστιανών, τά πλοία τά διοικούσε ο Γενουάτης Τζιαναντρέα Ντόρια καί απέναντί του είχε τόν περίφημο κουρσάρο Ουλούτζ Αλή. Πρίν αρχίσει η ναυμαχία ο δον Χουάν επιβιβάσθηκε σέ ένα ελαφρύ σκάφος καί πέρασε μπροστά από τά πλοία του στόλου γιά νά εμψυχώσει τούς άνδρες του, οι οποίοι απάντησαν μέ ζητωκραυγές. Ταυτόχρονα ιερείς μετέφεραν τόν Εσταυρωμένο από τήν πλώρη στήν πρύμνη καλώντας τά πληρώματα νά πολεμήσουν υπέρ της χριστιανικής πίστης. Γύρω στίς 09:00 ο δον Χουάν έριξε τήν πρώτη βολή από τή ναυαρχίδα του, καλώντας τόν αντίπαλο ναύαρχο νά έρθει νά τόν αντιμετωπίσει. Τό ελαφρύ δυτικό αεράκι πού άρχισε νά πνέει θά ευνοούσε τά χριστιανικά πλοία, αφού ο καπνός των κανονιών θά πήγαινε στήν πλευρά των μουσουλμάνων.
Οι πρώτοι οι οποίοι επιτέθηκαν μέ φανατισμό ήταν από τήν αριστερή πτέρυγα, οι Βενετοί Αμπρότζιο καί Αντώνιο Μπραγκαντίν, συγγενείς του ομώνυμου υπερασπιστή της Αμμοχώστου, οι οποίοι μόλις είχαν πληροφορηθεί τό μαρτυρικό του τέλος. Μέ τρείς εύστοχες βολές βύθισαν τήν πρώτη εχθρική γαλέρα πρός μεγάλη θλίψη του Αλή καπουδάν πασά, ο οποίος άρχισε νά τραβά τά γένια του, διαισθάνοντας τήν εξέλιξη. Καί ενώ οι βενετικές γαλέρες στό βόρεια τμήμα προξενούσαν αναστάτωση στίς αντίστοιχες τουρκικές, ο Μεχμέτ Σιρόκο, μέ μία παράτολμη κυκλωτική κίνηση, απείλησε τή ναυαρχίδα του Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο οποίος τραυματίστηκε από βέλος στό μάτι, όταν σπαχήδες πήδησαν στό πλοίο του. Σέ βοήθεια ήρθαν η γαλέρα του ανηψιού του Μαρίνο Κονταρίνι, καί αυτή του Μάρκο Κουερίνι. Καί ενώ η μάχη γινόταν σώμα μέ σώμα καί τά πληρώματα πολεμούσαν λυσσασμένα, οι χριστιανοί κωπηλάτες της ναυαρχίδας του Σιρόκο έσπασαν τά δεσμά τους καί κατέλαβαν τό σκάφος. Τά τουρκικά πλοία πλέον της βορειας πλευράς, βούλιαζαν τό ένα μετά τό άλλο, καί οι Τούρκοι σκοτώνονταν σωρηδόν. Οσοι είχαν τή δύναμη νά κολυμπήσουν στήν στεριά καί πρός τή λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, κατασφάζονταν από τούς Ελληνες πού παρακολουθούσαν από εκεί τήν εξέλιξη της μάχης.
Στό κέντρο της παράταξης, τά χριστιανικά πλοία υπό τήν ηγεσία του δον Χουάν, έπλευσαν εναντίον του εχθρού, καλυπτόμενα από τή δύναμη του πυρός πού τούς παρείχαν οι γαλεάσσες. Μία από τίς βολές έσπασε τό πίσω κατάρτι της ναυαρχίδας του Αλή, ενώ οι απώλειες στά υπόλοιπα τουρκικά σκάφη ήταν εξίσου σημαντικές. Πρός τό μεσημέρι οι δύο αντίπαλες ναυαρχίδες είχαν ενωθεί μεταξύ τους, ενώ είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους 30 ακόμα σκάφη. Οι γενίτσαροι από τό σκάφος του Αλή κατέλαβαν τήν πλώρη της γαλέρας του δον Χουάν καί δέχονταν τά πυρά των 400 αρκεβουζιοφόρων. Πρός βοήθειά του δον Χουάν, έσπευσε ο Βενετός ναύαρχος Βενιέρ, ο Ιταλός μισθοφόρος Μαρκαντόνιο Κολόνα καί ο Τζιοβάνι Μπατίστα Κονταρίνι. Οταν ο Πετράου πασάς τραυματίστηκε από εμπρηστικό βλήμα καί εγκατέλειψε τή γαλέρα του, επικράτησε σύγχυση στά τουρκικά πληρώματα καί επωφελήθηκε ο Κολόνα ο οποίος έπεσε μέ δύναμη στή ναυαρχίδα του Αλή καί έδινε διαταγή στούς στρατιώτες του νά τήν καταλάβουν. Ο καπουδάν πασάς σκοτώθηκε καί τότε οι Ευρωπαίοι άρχισαν νά σκοτώνουν αδιακρίτως τούς πανικόβλητους Οθωμανούς, τά σώματα των οποίων έπεφταν στήν κοκκινισμένη από τό αίμα τους θάλασσα. Τά τουρκικά πλοία βυθίζονταν μαζί μέ τούς αλυσοδεμένους χριστιανούς κωπηλάτους, οι κραυγές των οποίων δονούσαν τόν αέρα.
Στό νότιο τομέα, η ναυμαχία εξελίχθηκε κοντά στό ακρωτήριο πάπα (’ραξος) καί ούτε ο Γενουάτης Ντόρια, ούτε ο κουρσάρος Ουλούτζ Αλή πολέμησαν μέ πάθος γιά τή νίκη, καθώς τά συμφέροντα καί των δύο δέν διακυβεύονταν άμεσα. Ο τελευταίος μάλιστα συνέλαβε τή ναυαρχίδα των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας καί κατόρθωσε νά διαφύγει αργά τό απόγευμα, τήν ώρα πού στά υπόλοιπα χριστιανικά πλοία ακούγονταν οι πανηγυρισμοί της νίκης. Η καταστροφή του Οθωμανικού στόλου ήταν ολοσχερής, 30000 περίπου άνδρες σκοτώθηκαν συμπεριλαμβανομένου καί του ναυάρχου Αλή καί 120 άλλων κυβερνητών. Η χριστιανική νίκη πανηγυρίσθηκε σέ όλη τήν Ευρώπη όπου τελέσθηκαν δοξολογίες σέ όλες τίς μητροπόλεις. Ο δον Χούαν έγινε θρύλος, ενώ στή νίκη συμμετείχε, ως απλός στρατιώτης, καί ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας του "Δόν Κιχώτη", Θερβάντες. Δυστυχώς όμως η νίκη έμεινε ανεκμετάλευτη τελείως από τίς Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θά μορούσαν νά εισέλθουν ανενόχλητες ακόμα καί στήν Προποντίδα. Ο σουλτάνος αργότερα πολύ ορθά θά έλεγε. "Οι χριστιανοί μού έκοψαν τά γένια στή Ναύπακτο αλλά εγώ τούς έκοψα τό χέρι στήν Κύπρο. Τά γένια θά ξαναβγούν, τό χέρι όμως δέν θά ξαναγίνει." Πράγματι τόν επόμενο χρόνο θά κατασκεύαζε αξιόμαχο στόλο καί πάλι μέ αρχιναύαρχο τόν Ουλούτζ Αλή, οι Βενετοί όμως θά έχαναν τήν Κύπρο γιά πάντα.
Εξέγερση στή Βόρεια Ήπειρο καί στή Μάνη
Ο ενθουσιασμός των ραγιάδων, οι υποσχέσεις των χριστιανών ηγεμόνων καί οι φήμες γιά αποβάσεις βενετικών καί ισπανικών στρατευμάτων, παρακίνησαν τούς Ελληνες σέ ασυντόνιστες πολεμικές ενέργειες, αφού θεωρούσαν ότι οι σύμμαχοι θά συνέχιζαν τό έργο πού τόσο εντυπωσιακά είχαν αρχίσει στίς 7 Οκτωβρίου 1571. Οι συνήθεις ύποπτοι καί ανυπότακτοι Μανιάτες αλλά καί οι Ηπειρώτες βρίσκονταν ήδη σέ επαναστατικό αναβρασμό, οπότε ο θρίαμβος στή ναυμαχία της Ναυπάκτου τούς παρότρυνε νά επεκτείνουν τίς επαναστατικές επιχειρήσεις τους. Οι Χιμαριώτες σέ συνεργασία μέ Βενετούς καί άλλους Ελληνες, υπό τίς διαταγές του Θωμά Μουζάκη, Μανόλη Μόρμορη, Χριστόφορου Κοντοκάλη, Πέτρου Λάντζα καί Γεωργίου Ρένεση κατέλαβαν τό Σοποτό (Μπόρσι) καί ορεινά χωριά στήν περιοχή του Αργυροκάστρου, του Γαρδικιού, της ’ρτας καί της Παραμυθιάς. Μέ τή συνδρομή του Βενετού Σεβαστιανού Venier καί επτανήσιων μαχητών προσπάθησαν νά καταλάβουν τή Λευκάδα, αλλά χωρίς επιτυχία. Τό 1581 οι Χιμαριώτες καί πάλι απευθύνθηκαν στόν πάπα Γρηγόριο ΙΓ' γιά βοήθεια: "Αγιώτατε πάτερ, εάν αυτό ποιήσης, νά λυτρώσης ημάς καί τά παιδιά μας όλης της Γρέτζιας, όπου καθημερινώς τά παίρνουν οι ασεβείς καί τά κάνουν τουρκόπουλα...". Καί πάλι λίγα χρόνια αργότερα, ο αρματολός της Βόνιτσας Θεόδωρος Μπούας Γρίβας, κύρηξε τήν επανάσταση καί έσφαξε σέ μία νύκτα όλους τούς Τούρκους της Βόνιτσας καί του Ξηρομέρου. Τό παράδειγμά του μιμήθηκαν καί οι αρματολοί Πούλιος Δράκος καί Μαλάμος πού κατέλαβαν τήν Αρτα καί κινήθηκαν εναντίον των Ιωαννίνων. Οι πασάδες όμως της Μακεδονίας καί της Θεσσαλίας κατέβαλαν τούς επαναστάτες σκοτώνοντας τόν Θεόδωρο Μπούα καί τόν αδελφό του Γκίνη Μπούα (1585).
Καί τό Χρονικόν του Γαλαξειδίου μας βεβαιώνει ότι μετά τήν καταστροφή της τουρκικής αρμάδας οι Ελληνες αναθάρρησαν καί επαναστάτησαν σέ πολλές περιοχές. Στό Γαλαξείδι, στό Λοιδορίκι καί στή Βιτρινίτζα (Ερατεινή) σηκώθηκαν οι κάτοικοι, πήραν τά όπλα καί κτύπησαν τά στρατεύματα πού έρχονταν από τά Σάλονα (Αμφισσα). Οταν όμως ο χριστιανικός στόλος δέν έδωσε συνέχεια στήν επιτυχία του, οι Ρωμηοί δείλιασαν καί διαλύθηκαν. Ο μπέης τότε κάλεσε στά Σάλωνα τούς πρόκριτους από τίς τρείς επαναστατημένες πόλεις γιά νά συμφιλιωθούνε καί νά μιλήσουνε γιά ειρήνη, δίνοντας όρκο ότι δέν θά τούς πείραζε. Πράγματι οι άρχοντες έφτασαν στό σεράϊ του μπέη καί παραθέτω τήν συνέχεια από τήν αφήγηση του μοναχού, στό Χρονικόν του Γαλαξειδίου:
"Εξεκινήσασι γούν εικοσιτρείς οι πρώτοι νοικοκυραίοι Γαλαξειδιώτες μαζή μέ τούς Βιτρινιτζιώταις καί Λοιδορικιώταις καί επήγασι στό Σάλονα, καί ο μπέης τούς εδέχτηκε μέ τιμαίς καί χαρά ψεύτικη καί αφηγώντας τό πώς εγελασθήκασι από τούς Φράγκους καί εσηκώσαν άρματα, ο μπέης τούς εσυχώρησε καί εσυβούλεψε νά ήνε πάντα φρόνιμοι καί νά τηράγουν τή δουλιά τους, καί τό πουρνό σύνταχτα νά μισέψουσι.
Τό βράδυ εδιάταξε καί τούς επιάσασι ένα ένα, καί τούς εδέσασι μέ σίδερα, καί τούς εβάλλασι σέ ένα σκοτεινό μπουτρούμι καί εκεί μέ τά σπαθιά τούς εσφάξασι όλους, ογδόηντα χωρίς νά λείπει κανένας, καί ένας μονάχα από χωριό Βουνοχώρα, πού τόν ελέγασι Δημήτρη Λυκοθανάση, έστωντας ανδρειωμένος άνθρωπος, έσπασε τά σίδερα, καί αρπάζοντας τό σπαθί ενού τζελάτη έσφαξε δυό Τούρκους καί τόν πορτιέρη, καί τρέχωντας ωσάν ελάφι έγλυσε από τό μακελειό.... εσκοτωθήκασι γουν μέ χίλια βασανιστήρια οι άλλοι ογδόηντα, οι πρώτοι κεφαλάδες καί τά ανδρειότερα παλληκάρια, μέ απιστιά μεγάλη, όλοι γιά τήν πατρίδα καί τήν θρησκεία."
Σοβαρότερες προσπάθειες έγιναν στήν Αχαΐα καί ιδιαίτερα στή Μάνη. Στήν Πάτρα η νίκη των χριστιανών γιορτάσθηκε μέ δοξολογία από τό μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό Α', ο οποίος μέ τούς πρόκριτους Δημήτριο Γερμανό, Σοφιανό, Καραγιάννη καί μέ κάτοικους της Βοστίτσας (Αιγίου) εξεγέρθησαν. Προδοσία όμως από κάποιο κάτοικο του Αιγίου, προκάλεσε άμεση τουρκική αντίδραση, οι επαναστάτες κατανικήθηκαν, χιλιάδες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στήν Πόλη γιά νά πουληθούν σάν σκλάβοι, ενώ ο μητροπολίτης καί οι αρχηγοί της εξέγερσης μετά από φρικτά βασανιστήρια καρατομήθηκαν. Οσοι ξέφυγαν τήν οργή των μπέηδων διέφυγαν στή Μάνη, όπου ήδη από τό 1570 είχε ξεκινήσει εξέγερση καί μέ τή βοήθεια του Βενετού Μάρκου Κουερίνι είχε καταληφθεί τό φρούριο στό Πόρτο Κάγιο. Η επανάσταση εδραιώθηκε μέ τήν άφιξη στό Βίτυλο (Οίτυλο) επίσημης βενετικής αντιπροσωπείας μέ προμήθειες σέ όπλα (1571). Λίγο αργότερα κατέφθασε στή Μάνη, ο επίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισσηνός ή Μελισσουργός (γόνος της οικογένειας των Κομνηνών) μαζί μέ τόν αδελφό του Θεόδωρο καί άλλους προκρίτους καί τέθηκε επικεφαλής χιλιάδων επαναστατών, πολιορκώντας τουρκικές φρουρές. Ταυτόχρονα οι Μελισσηνοί έστειλαν απεσταλμένους στήν Ευρώπη, ζητώντας νέες ενισχύσεις από τούς συμμάχους. Οι διενέξεις όμως μεταξύ Ισπανών καί Βενετών ζημίωσαν τήν υπόθεση του απελευθερωτικού αγώνα, ματαίωσαν τόν ανεφοδιασμό των επαναστατών μέ όπλα καί εφόδια, λήγοντας έτσι άδοξα τήν επανάσταση στό Μοριά. Οι αδελφοί Μελισσηνοί κατέφυγαν στή Νεάπολη (Napoli), όπου σώζεται στήν ορθόδοξη εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τό μνημείο στό οποίο είναι θαμμένοι. Οι ύπουλοι Βενετοί, πάλι εντελώς ξαφνικά υπέγραψαν συνθήκη μέ τόν σουλτάνο (1573) αφήνοντας μόνους στόν αγώνα τούς Ισπανούς καί τόν πάπα οι οποίοι τους χαρακτήρισαν προδότες της χριστιανοσύνης. Μάλιστα τό Βενετικό Συμβούλιο των Δέκα αποφάσισε μυστικά νά δολοφονήσει τόν επαναστάτη Πέτρο Λάντζα, ο οποίος συνεργαζόταν μέ τούς Ισπανούς, ευτυχώς χωρίς επιτυχία.
Οι Μανιάτες καί πάλι απέστειλαν επιστολή στόν πάπα (αφπβ',1582) η οποία διασώζεται στά αρχεία του Βατικανού καί τήν οποία τήν παραθέτω γιά δύο λόγους. α) γιά νά φανεί ότι αυτοί οι υπερήφανοι άνθρωποι ουδέποτε σταμάτησαν νά μάχονται τόν κατακτητή β) γιά νά φανεί η αγραμματοσύνη που επικρατούσε στήν περίοδο της τουρκοκρατίας, αφού σέ επιστολή συνταγμένη από τούς άρχοντες της περιοχής επικρατεί ανορθογραφία, καθόλου τονισμός καί ασυνταξία. Εύκολα έτσι εξάγουμε συμπέρασμα γιά τό άθλιο πνευματικό επίπεδο των απλών υπηκόοων του οθωμανικού κράτους:
"τιμιοτατον και αξηώτατον κν' κόν πάπαν της ρομάς, αρχηερεα τον χριστιανο πολα σε προσκυνούμε εμης η μανιατες ολη μικρη καί μεγαλη ασιμαζοχτηκαν ολος ο λαος και παρακαλούμε την βασιλεια σου να γραξης του ρηγος δια τι τορα ηπορουμε να επαρομε τον μωρεα, να καταδικάσομε τον μεγάλο αγαρηνο....
εγο παπάς χρησοσπαθης μαρτιρο τό άνοθε γεγραμενο
εγο θοδωρης κοτοσταβλος στεργομε τό άνοθε γεγραμενο
εγο δημιτρης κλιροδετις τό άνοθε γεγραμενο..."
Ο ιατορικός Δασκαλάκης καί μελετητής της Μάνης, μας διαβεβαιώνει ότι οι "Μανιάται, εγκαταλειφθέντες πανταχόθεν ουδέποτε σταμάτησαν τόν αγώνα κατά των Τούρκων", ενώ γιά τά έθιμα της Μάνης μεταξύ άλλων αναφέρει: " ...τό πολίτευμα των ελευθέρων Μανιατών ήτο καθαρώς στρατοκρατικόν, των γενναιοτέρων καί ισχυροτέρων λόγω του πολυαρίθμου των μελών της οικογενείας των ισχυόντων καί ασκούντων επιβολήν επι των λοιπών. Λαός φύσει ατίθασος, υποχρεωμένος ανά πάσαν στιγμήν νά υπερασπίζη τήν ανεξαρτησίαν του διά των όπλων. Διοικητικώς δυνάμεθα νά χαρακτηρίσομεν τό πολίτευμα της Μάνης ως ομοσπονδιακόν, αλλά μέ ευρύτατην δικαιοδοσίαν των ομοσπόνδων περιφερειών. Ο τοπικός άρχων εξελέγετο υπό του λαού εκ των εχόντων μεγαλυτέραν τοπικήν ισχύν, ήτο δέ ούτος καί αρχηγός των όπλων της περιφερείας του. Πάντες δέ ούτοι συνερχόμενοι εξέλεγον τόν γενικόν άρχοντα, τόν μετέπειτα κληθέντα Μπέην. Γενικαί συνελέυσεις επίσης εκαλούντο προκειμένου περί πολέμου ή αμύνης της χώρας καί εν γένει ζητημάτων εξωτερικής ούτως ειπείν πολιτικής, εις ταύτας δέ εκτός των καπιτάνων ελάμβανον μέρος οι έγκριτοι γέροντες καί οι αρχιερείς..... Τά ιερότερα σύμβολα των Μανιατών ήσαν Θρησκεία, Πατρίς καί Τιμή."
Βιβλιογραφία
Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Τουρκοκρατούμενη Ελλάς - Κωνσταντίνου Σάθα, 1869
Στρατιωτική Ιστορία - Εκδόσεις Περισκόπιο
Η Μάνη καί η Οθωμανική Αυτοκρατορία - Απ. Δασκαλάκης, 1923