Photobucket

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Αρχαία Ελλάδα και Πειρατεία


Αν σήμερα η άσκηση πειρατείας - θαλάσσιας η εναέριας - με σκοπό τον προσπορισμό υλικών ωφελημάτων προκαλεί τη γενική κατακραυγή, δεν συνέβαινε το ίδιο και κατά την αρχαιότητα. σε ποίο παρωχημένες εποχές, οι Φοίνικες και οι Κάρες καταγίνονταν τόσο με το εμπόριο όσο και με την πειρατεία, λεηλατώντας τα εμπορικά πλοία, πραγματοποιώντας επιδρομές στη στεριά, αρπάζοντας άντρες, γυναίκες, παιδιά, τούς όποίους είτε απελευθέρωναν μετά από την καταβολή λύτρων είτε πουλούσαν για δούλους στις αγορές της Μικρός Ασίας. σε διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας τους, οι περισσότεροι ναυτικοί λαοί της Μεσογείου άσκησαν πειρατικές δραστηριότητες. Αφ’ ότου τα πρώτα πλοία διέσχισαν τη Μεσόγειο, η πειρατεία και η αρπαγή συνιστούν έναν από τούς πόρους ζωής πού προσφέρει η θάλασσα. Ακόμα και στους χρόνους τού Αριστοτέλη, η πειρατεία εξακολουθεί να είναι ένας τρόπος διαβίωσης, όπως το ψάρεμα ή το κυνήγι, αν όχι ένα «μέσο παραγωγής» δούλων τούς όποίους «καταναλώνουν» οι πολίτες και χάρη στους όποίους λειτουργεί η παραγωγή μέσα στο έμθβυακό οικονομικό σύστημα της Αρχαιότητας.

Εννοιολογικό πλαίσιο
Για τούς Έλληνες των ομηρικών έπών και των αρχαϊκών χρόνων, η πειρατεία δεν είναι αξιόποινη παρά μόνο όταν στρέφεται εναντίον συμπολιτών ενώ θεωρείται απόλυτα θεμιτή και αποδεκτή όταν θύματά της είναι ξένοι. Γεγονός όμως είναι ότι, σε όλη τη διάρκεια της ναυτικής ιστορίας της αρχαιότητας, η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές άσκησης βίας εναντίον πλοίων και ταξιδιωτών ή κατοίκων παράκτιων περιοχών δεν είναι πάντοτε εύκολοι. τα όρια είναι δυσδιάκριτα ανάμεσα σε πράξη πειρατείας, η οποία αντιβαίνει στο δίκαιο, και ενέργειες όπως τα αντίποινα («σύλον», «ρύσιον») οι όποίες απαγορεύονται μόνο όταν το ενδιαφερόμενα μέρη (πόλεις) συνδέονται με συμφωνία για ασυλία - και ακόμα οι εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων η ή «κούρσα» (course, κουρσάρος). Μόνο μετά από μακρόχρονη εξελικτική πορεία οι δίδυμες έννοιες «ξένος» ­ εχθρός -, «πειρατεία -κούρσα», «εμπόριο - άνδροληψία» ανεξαρτοποιούνται, εντασσόμενες σε διαφορετικές σφαίρες. Όσο δεν πραγματοποιείται η εννοιολογική αυτονομία, οι όροι πού χρησιμοποιούνται για καθεμιά από τις πράξεις βίας με θύματα τούς ταξιδιώτες και τούς κάτοικους των παραθαλάσσιων περιοχών παραμένουν διφορούμενοι και κάθε κρίση πάνω στις δραστηριότητες αυτές δεν μπορεί να είναι παρά σχετική. Ή έλλειψη ακρίβειας - ακόμα και κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους -στη χρήση των όρων πειρατεία, αντίποινα και αρπαγή μεταξύ εμπόλεμων είναι κατάλοιπο μίας εποχής κατά την όποία η διάκριση ανάμεσα στους διάφορους τρόπους κτήσης αγαθών δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Ένα πλοίο της εποχής έπρεπε να είναι ευκίνητο και ελαφρό ώστε να είναι σε θέση να επιτίθεται και να διαφεύγει, ταυτόχρονα όμως ευρύχωρο ώστε να μεταφέρει τα πολεμικά ή πειρατικά λάφυρα πού συσσώρευσαν οι κυβερνήτες του, όπως ήταν η περίπτωση της «Σάμαινας» (ή «Σαμία ναυς»). Στα ομηρικά έπη, η λέξη «ληίζομαι», όπως και ο όρος «συλάν» των μεταγενέστερων αιώνων, σημαίνει τόσο τη διεκδίκηση ιδίων αγαθών, όσο και τις λείες πολέμου ή ακόμα τις πράξεις λεηλασίας των πειρατών. στους κλασικούς χρόνους, η πειρατεία - μέσο παραγωγής αγαθών για τούς θεωρητικούς της εποχής - καταπολεμάτε από ορισμένες πόλεις, ενώ για άλλες αποτελεί δραστηριότητα καθόλα νόμιμη πού από τη φύση της τοποθετείται στο χώρο ανάμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις και στο εμπόριο. Εννοιολογική σύγχυση υφίσταται σχετικό με την πειρατεία και την κούρσα. Ή διαφορά άνάμεσά τους είναι ότι η πρώτη ασκείται τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης, ενώ η δεύτερη εμφανίζεται μόνο σε περίοδο πολέμου, ασκείται όμως από πλοία ιδιωτικά. Εξ άλλου, η σχετικότητα της αρχής της ουδετερότητας σε συνδυασμό προς την πρακτική δυσχέρεια διάκρισης ανάμεσα σε εμπόλεμους ή όχι, συνεπάγονται την αύξηση κρουσμάτων βιαιοπραγίας και λεηλασίας πλοίων και ταξιδιωτών, πράξεις πού είναι δυνατό να ενταχθούν τόσο στις εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων όσο και σε πειρατικές δραστηριότητες. Ή κούρσα πού ασκείται από τον αντίπαλο ισοδυναμεί για την άλλη πλευρά τού στρατοπέδου με πράξη πειρατείας, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει το θύματα να προβαίνουν σε αντίστοιχες ενέργειες. Έτσι, λ.χ., στους κλασικούς χρόνους, όταν οι Αθηναίοι ασκούσαν ακόμα τον έλεγχοo τού ΑΙγαίου, μία αθηναϊκή τριήρης συνέλαβε, σε ανοιχτή θάλασσα, ένα πλοίο πού μετέφερε έμπόρους από τη Ναύκρατι: το πλοίο οδηγήθηκε στο λιμάνι όπου οι Αθηναίοι πούλησαν το φορτίο των Ναυκρατιτών έμπόρων για λογαριασμό της Αθήνας (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους (XXIV), 11-12). ο Ηρόδοτος διηγείται τις περιπέτειες τού Διονύσιου, ενός κυβερνήτη από τη Φωκαία, ο όποίος μετά την ήττα τού ελληνικού στόλου Στη Λάδη έβαλε πλώρη για τη Φοινίκη, όπου βάλθηκε να λεηλατεί τα εμπορικά πλοία. Στη συνέχεια, αφού συγκέντρωσε πολλά πλούτη, εγκαταστάθηκε στη Σικελία πού τη χρησιμοποίησε για ορμητήριο στις επιδρομές του εναντίον των εμπορικών πλοίων. από τις πειρατικές ενέργειες τού Διονύσιου γλίτωναν μόνο το πλοία πού ανήκαν σε Έλληνες. Τόσο όμως στην περίπτωση της αιχμαλωσίας τού ναυκρατικού πλοίου από τούς Αθηναίους όσο και στη σταδιοδρομία τού Διονύσιου, δεν απουσιάζει ένα στοιχείο νομιμότητας: οι άγραφοι νόμοι τού πολέμου (Σούδα, λέξη Κίμων: μη πλείν νόμω πολέμου) και η εννοιολογική ισοδυναμία μεταξύ ξένου και εχθρού όσον αφορά στις επιχειρήσεις τού Διονύσιου εναντίον των ετρουσκικών και φοινικικών πλοίων. Ακόμα και σε πολύ μεταγενέστερους χρόνους, ο χαρακτηρισμός μίας πράξης ως πειρατικής δεν είναι αυτονόητος. στις αρχές τού αιώνα μας, το αγγλικό βασιλικό δικαστήριο χρειάστηκε να κρίνει αν ή σύλληψη ενός ελληνικού καϊκιού από ένα ληστή της Μαύρης Θάλασσας, με την ανοχή των Κεμαλικών, αποτελεί πράξη πολέμου ή πειρατεία. 'Έχει υποστηριχτεί, από σύγχρονους συγγραφείς, ότι, από νομική άποψη, πειρατής είναι ο χωρίς διάκριση εχθρός τού ανθρώπινου γένους και όχι το άτομο πού επιτίθεται σε ανθρώπους μίας ορισμένης καταγωγής ή τάξης, Παρόμοιο διαχωρισμό έκανε, αιώνες πριν, ο Ηρόδοτος (111, 39) όταν, κατηγορώντας τις πειρατικές δραστηριότητες τού τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, τονίζει ότι «έφερε και ήγε πεντάς διακρίνων ούδένα» , οι Ρωμαίοι ξεχώριζαν ανάμεσα σε «δίκαιο εχθρό» (iustes hostes) και σε κοινό εχθρό τού ανθρώπινου γένους -(humani generis communes hostes), κατηγόρια στην όποία συμπεριλαμβανόταν και ο πειρατής.

Γεωγραφικό πλαίσιο
Σε ορισμένες περιοχές της Μεσογείου η πειρατεία είχε χαρακτήρα ενδημικό: η Κιλικία, η Λιγουρία, οι Ιλλυρικές ακτές, η Κρήτη, η Αιτωλία υπήρξαν από τα σημαντικότερα ορμητήρια πειρατών. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ως πειρατικούς λαούς τούς Λοκρούς, τούς Αιτωλούς, τούς Άκαρνάνες, ενώ ο Ηρόδοτος περιγράφει τις πειρατικές δραστηριότητες των Σαμίων, των Ιώνων ή των κατοίκων της Καρίας πού έπέδραμαν στην Αίγυπτο κατά τούς χρόνους της βασιλείας τού Ψαμμήτιχου. 'Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ακόμα τούς Φωκείς, τούς Λυκίους ή ακόμα τούς Δόλωπες της Σκύρου κατά τη διάρκεια των μηδικών πολέμων, από τούς τρομερότερους πειρατές της αρχαιότητας, τούς όποίους συναντάμε από τούς χρόνους των ομηρικών έπών ως τη ρωμαιοκρατία, είναι οι Κρήτες: "Πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι οι Κρήτες. Πoιος αλήθεια. Kρητικός γνωρίζει τη δικαιοσύνη; Έτσι και μένα το δύστυχο Τιμόλυτο, πού ταξίδευα με φτωχικό φορτίο, οι Κρήτες με βύθισαν στα βάθη της θάλασσας. Πάνω μου θρήνησαν τα θαλασσινά πουλιά' κάτω άπ' τον τύμβο όμως δεν βρίσκεται ο Τιμόλυτος» (επιτύμβιο επίγραμμα τού Λεωνίδα Ταραντίνου, Παλατινή Ανθολογία, νll, 654).
Αφού αιχμαλώτιζαν τούς ταξιδιώτες, οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας συνήθιζαν να στέλνουν στις οικογένειες και τούς φίλους των αιχμάλωτων επιστολές γραμμένες από τα θύματα, με τις όποίες ζητούσαν την καταβολή λύτρων. Οι κάτοικοι τού Βοσπόρου όχι μόνο παρείχαν καταφύγιο στα πειρατικά πλοία άλλά και φρόντιζαν για τη διάθεση στις αγορές των λαφύρων. Είναι ακόμα γνωστό ότι η αγορά δούλων της Δήλου δεχόταν εμπόρευμα από τούς κατοίκους της Κιλικίας, με τούς όποίους συνεργάζονταν οι Παμφυλοί και οι Φασηλίτες. Κίνδυνος πειρατών υπήρχε όχι μόνο Στη θάλασσα άλλά και στη στεριά είναι ο λόγος για τον όποίο οι παλαιότεροι οικισμοί χτίστηκαν σε κάποια απόσταση οπό τις ακτές. Μόνο με την ανάπτυξη τού ναυτικού των ελληνικών πόλεων και την άνθηση τού εμπορίου επεκτείνεται η παραθαλάσσια οικιστική δραστηριότητα και οι πόλεις περιβάλλονται με τείχη. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των αρχαιότερων οικοδομημάτων στο λόφο της Κνωσού, τέσσερα μιλιά από τη θάλασσα, της Αθήνας των προκλασικών ή ακόμα της Ακροκορίνθου όπου εγκαταστάθηκαν πάλι οι Κορίνθιοι τον 17ο αι. μ.χ, όταν η διαβίωση κοντά Στη θάλασσα είχε αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ως τα μέσα τού 19ου αι. τα σπουδαιότερα χωριά χτίζονται κατά κανόνα, σε απόσταση από την ακτή, όπως συμβαίνει, λ.χ., Στη Λέρο, Στη Νίσυρο ή στην Τήλο, όπου η «χώρα» απέχει γύρω στο μισό μίλι από τη θάλασσα. Ένα μέσο προστασίας των νησιωτών από τις πειρατικές επιδρομές στάθηκε, από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, η κατασκευή «πύργων», σαν αυτούς πού συναντάμε στα περισσότερα ΑΙγαιοπελαγίτικα νησιά και αναφέρονται συχνά από τούς ταξιδιώτες (Νάξος, Αστυπάλαια, 'Άνδρος, Κως, Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος, Σκιάθος, Σκόπελος, Αμορ­γός, Λέρος, Κίμωλος). Έκτός από τις επιδρομές των πειρατών, άλλος κίνδυνος πού απειλούσε τούς ταξιδιώτες ήταν οι ναυαγιστές (wreckers, naufrageurs), τούς οποίους συναντάμε από τούς πρώιμους χρόνους της ναυσιπλοΐας και δεν εξαφανίζονται παρά στον 19ο αιώνα. Ο ναυαγιστής διαλέγει μίαν απόκρημνη βραχώδη ακτή όπου, τη νύχτα, ανάβει φωτιές. τα πλοία πού περνούν νομίζουν ότι πρόκειται για τα φώτα λιμανιού, πλησιάζουν να βρουν καταφύγιο, άλλ' αντί γι' αυτό εξοκέλλουν στους βράχους προσφέροντας εύκολη λεία στους ναυαγιστές. Μία από τις πιο γραφικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Ναύπλιος, ιδρυτής τού Ναυπλίου. Ναυαγιστής, άνδραποδιστής και πειρατής ο Ναύπλιος πρέπει να ήταν τυπική περίπτωση τυχοδιώκτη των πρώιμων χρόνων της ναυσιπλοΐας: Στη στεριά ναυαγιστής ή ληστής ταξιδιωτών, στο πέλαγος πειρατής και άνδραποδιστής θαλασσοπόρων. Γίνεται λόγος γι' αυτόν στα ομηρικά έπη (αμφισβητείται όμως αν τα σχετικά αποσπάσματα ανήκουν πράγματι στον Ομηρικό κύκλο) και στην Αργοναυτική εκστρατεία. για να εκδικηθεί τούς Αχαιούς για το θάνατο τού γιου του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος βύθισε στα ανατολικά της Ευβοίας, στο ακρωτήριο Καφηρεύς, τα ελληνικά πλοία πού επέστρεφαν σώα από την Τροία. Ακόμα, ο Ναύπλιος ο Καταποντιστής, θέλοντας αυτήν τη φορά να εκδικηθεί τον Οδυσσέα, επιχείρησε να πνίξει την Πηνελόπη. σε μίαν άλλη περίπτωση τού αποδίδουν την κατηγορία ότι διέφθειρε γυναίκες των Αχαιών κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού. Σύμφωνα με το μύθο, ο Ναύπλιος είχε το ίδιο τέλος με τα θύματά του. Ταξιδεύοντας με το πλοίο του είδε μακριά αναμμένα φώτα και πιστεύοντας ότι βρίσκεται σε λιμάνι ήρθε και έπεσε πάνω στους βράχους όπου περίμενε ένας ναυαγιστής.

Ιστορικό πλαίσιο
Τα ερωτήματα πού προκύπτουν από τη μελέτη της πειρατείας δεν συνδέονται τόσο με την έμφάνισή της ως Ιστορικού φαινόμενου όσο με τη στιγμή κατά την όποία πρωτομαρτυρείται οργανωμένη καταστολή της όχι από ιδιώτες άλλά από το ίδιο το «κράτος». Παρόμοιο εγχείρημα προϋποθέτει εξελιγμένες πολιτειακές δομές, αναπτυγμένη οικονομία και ισχυρό πολεμικό ναυτικό. Οι πρώτοι, απ’ όσο τουλάχιστο γνωρίζουμε ως σήμερα, πού ξεκίνησαν οργανωμένη εκστρατεία κατά των πειρατών ήταν ο Μίνως με τούς Κρήτες του, οι όποίοι, μερικούς αιώνες αργότερα, μεταβλήθηκαν σε αδίστακτους πειρατές. για πολλούς αιώνες μετά τον Μίνωα καμιά ελληνική πόλη δεν είναι σε θέση να αναλάβει μόνη της την πάταξη της πειρατείας. τον 7ο αι. π.Χ. σημαντικό ρόλο στην κυριαρχία τού ΑΙγαίου διαδραματίζουν οι Σάμιοι. με τα πλοία τους διασχίζουν τις θάλασσες τόσο σαν έμποροι όσο και σαν πολεμιστές και πειρατές. Υπήρξαν πάντοτε στιγμές, όχι μόνο κατά τούς αρχαϊκούς χρόνους άλλά και Στη μετέπειτα ιστορία των ναυτικών θεσμών, κατά τις όποίες η πειρατεία συνιστούσε ένα μέσο διαπραγμάτευσης με ένα ξένο κράτος η με ένα συνασπισμό κρατών. με την υποστήριξη ισχυρών συμμάχων οι Σάμιοι δεν είχαν να φοβηθούν άμεσες ποινές εφ' οσον οι πειρατικές τους δραστηριότητες στρέφονταν εναντίον πλοίων τού αντίπαλου στρατοπέδου. Είναι πολύ πιθανό ο Πολυκράτης, τον όποίο ο Ηρόδοτος (111, 39) κατηγορεί ότι λεηλατούσε τα πλοία χωρίς διάκριση ανάμεσα σε φίλο και εχθρό, να ακολουθούσε την ίδια πολιτική με τον πασά της Ρόδου στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο πασάς πολέμησε τούς πειρατές, στο όνομα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με πλοία κρατικά και παράλληλα κατασκεύασε και μία φρεγάτα για λογα­ριασμό του με την όποία λεηλατούσε τα εμπορικά πλοία και τούς ταξιδιώτες. τον 5ο αιώνα π.χ., μετά τούς περσικούς πολέμους και την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν μία ανελέητη δίωξη των πειρατών. Εκστράτευσαν στα δύο σημαντικότερα πειρατικά κέντρα της εποχής, τη Σκύρο (Πλούταρχος, Κίμων, 8: ληιζόμενοι την θάλασσαν έκ παλαιου) και τη Θρακική Χερσόνησο (Πλούταρχος, Περικλής, 19: ληστήρίων γέμουσα). Ο Περικλής προσκάλεσε αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων για να συζητήσουν, ανάμεσα στ' άλλα, την ασφάλεια των θαλασσών, πρόταση πού προσέκρουσε στην αρνητική στάση της Σπάρτης. Αν και πολλές φορές οι Αθηναίοι καταχράστηκαν την κυριαρχία της θάλασσας, η προστασία πού η Αθήνα μπόρεσε να εξασφαλίσει στους ταξιδιώτες και στους ασθενέστερους κατοίκους των παραλίων τού Αιγαίου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ασφάλεια πού, κατά τούς αρχαίους συγγραφείς, επικρατούσε στα χρόνια τού Μίνωα. Ανάμεσα στις καταστροφικές συνέπειες τού Πελοποννησιακού πολέμου και της ήττας των Αθηναίων συγκαταλέγεται και η επανεμφάνιση της πειρατείας είτε ως αυτόνομης δραστηριότητας είτε μέσα στα πλαίσια των εχθροπραξιών. τον 4ο αιώνα, οι Αθηναίοι, πού στο μεταξύ εχoυν επανακτήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο, μαζί με τούς συμμάχους τους, επιβάλλουν στους Μηλίους ποινή δέκα ταλάντων γιατί έδωσαν ορμητήριο σε πειρατικά πλοία, παραβαίνοντας το «ψήφισμα τού Μοιροκλή» πού απαγόρευε στα μέλη της Συμμαχίας να δέχονται στα λιμάνια τους πειρατές (Δημοσθένης, Κατά Θεοκρινου (LVIII), 53 και 56). το 362 και 361, οι Αθηναίοι στάθηκαν και οι ίδιοι θύματα πειρατικών επιδρομών από τούς άντρες τού Αλέξανδρου τού Φάριου, οι όποίοι, αφού λεηλάτησαν τις Κυκλάδες και κατέλαβαν τη Σκόπελο, έπέδραμαν στον Πειραιά όπου καταλήστεψαν τούς χρηματιστές.

Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια της κλασικής περιόδου η Αθήνα όλο ένα εξασθενεί στην προσπάθειά της να καταστείλει την πειρατεία στο Αιγαίο, έργο στο όποίο θα την διαδεχτεί η Ρόδος. 'Ήδη από την εποχή τού πολέμου ανάμεσα στους Αθηναίους και τον Φίλιππο της Μακεδονίας, οι πειρατές και οι κουρσάροι προσλαμβάνουν ρυθμιστικό ρόλο στην ισορροπία των δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ελληνικοί στρατοί κατακλύζονται από άντρες πού ο μόνος πόρος ζωής τους είναι είτε η μισθοφορία είτε η λεηλασία. Μερικοί από τούς σπουδαιότερους condottieri της εποχής προαναγγέλλουν τούς «άρχιπειρατές» τού 3ου αιώνα π.Χ., έτοιμους στον πόλεμο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε οποίον προσφέρει τα περισσότερα, ενώ σε περίοδο ειρήνης ή ανεργίας λεηλατούν τα πλοία και κάνουν επιδρομές στη στεριά για δικό τους λογαριασμό. Κρήτες και ΑΙτωλούς ­ και οι δύο γνωστοί ως ανελέητοι πειρατές -προσέλαβαν για μισθοφόρους πολλοί μονάρχες των ελληνιστικών χρόνων. Ο μεγάλος Ιστορικός Elias Bickerman παραλλήλισε την παρουσία Κρητών και ΑΙτωλών μισθοφόρων σε πολλούς στρατούς από τον 4ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ. με τη συμμετοχή Ελβετών πολεμιστών στους περισσότερους ευρωπαϊκούς στρατούς από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. το κοινό στοιχείο πού συνδέει τούς αρχαίους Κρήτες και ΑΙτωλούς με τούς Ελβετούς μισθοφόρους της νεότερης ιστορίας πρέπει να αναζητηθεί Στη μη παραγωγικότητα των τόπων καταγωγής τους. Κατά κανόνα, όποτε η ενασχόληση των κατοίκων μίας περιοχής με την πειρατεία ή με τη μισθοφορία παρουσιάζει χαρακτήρα ενδημικό, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες τού τόπου στον όποίο αναπτύσσεται το φαινόμενο. Ή γεωγραφική απομόνωση της Κρήτης από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο και η άγονη γη της ΑΙτωλίας, σε συναρτήσει με την αδυναμία των περιοχών αυτών να αναπλάθουν έναν ουσιαστικό ρόλο στο πολιτικό προσκήνιο της εποχής, πού θα τούς επέτρεπε ίσως να αποβούν κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου, χαρακτηριστικά πού ισχύουν και για την προ καπιταλιστική Ελβετία καθιστούσαν την πειρατεία και τη μισθοφορία πρωταρχική - αν όχι μοναδική - πηγή «ξένου συναλλάγματος» για τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες.

πηγή περιοδικό Αρχαιολογία.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Μανιατικη Βεντέτα


Στο κλίμα των σκληρών αγώνων επικράτησης μεταξύ των πατριών (οικογενειών), αναπτύχθηκε η βεντέτα, ο λεγόμενος «γδικιωμός» ή δικιωμός - που αφορούσε αρχικά το σόι ή την οικογένεια και όχι το άτομο - ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας.

Την τιμωρία αποφάσιζε ψύχραιμα ένα οικογενειακό συμβούλιο, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης. Η βεντέτα μπορούσε να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας.

Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας, σε περίπτωση πού ο πατέρας έπεφτε θύμα γδικιωμού, ανατρέφονταν με μοναδικό σκοπό μεγαλώνοντας να πάρουν το αίμα του πίσω. Όταν η εκδίκηση ολοκληρωνόταν, η οικογένεια πού πήρε ικανοποίηση κλεινόταν στο σπίτι της, για να μην προκαλέσει την οικογένεια του σκοτωμένου.

Συχνά στόχος ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Το πρώτο κτύπημα δε γινόταν ποτέ απροειδοποίητα η πλευρά που προκαλούσε κήρυσσε επίσημα τον πόλεμο, χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δυο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους κι από κει και πέρα κάθε μέσο καταστροφής ήταν επιτρεπτό.

Ο ουδέτερος πληθυσμός του χωριού στο διάστημα που διαρκούσε η βεντέτα ή κρυβόταν ή απομακρυνόταν όσο να τελειώσει ο μικρός πόλεμος.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κώδικας της βεντέτας επέτρεπε μια προσωρινή ανάπαυλα, την «τρέβα» την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος και όταν μάζευαν τις ελιές. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε σε γειτονικά χωράφια με νεκρική σιγή και τη νύχτα εφοδίαζαν τους πύργους με τρόφιμα και πυρομαχικά. Ο αγώνας ξανάρχιζε μόλις τέλειωνε η συγκομιδή.

Μια περιορισμένη ανακωχή μπορούσε επίσης να γίνει όταν ένα μέλος των αντιπάλων οικογενειών είχε βαφτίσια, γάμο ή κάτι ανάλογο. Ο συνηθέστερος φυσικά τρόπος με τον οποίο τέλειωνε η βεντέτα ήταν η εκμηδένιση της μιας μερίδας, οπότε τα υπολείμματά της σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια τους στο νικητή, ο οποίος έμενε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, ώσπου μια άλλη Νυκλιάνικη οικογένεια κατόρθωνε να συγκεντρώσει ή να δημιουργήσει αρκετή δύναμη για να τον προκαλέσει.

Μπορούσε όμως και να μείνει αν ήθελε, στο χωριό η νικημένη παράταξη, αν ζητούσε από το νικητή συγγνώμη με, ένα καθορισμένο τελετουργικό τυπικό. Τα πράγματα ήταν απλούστερα στις περιπτώσεις φόνων δίχως γενικότερες προεκτάσεις, οπότε, ύστερα από μια καθορισμένη, απλούστερη από την προηγούμενη, διαδικασία, ο μετανοημένος φονιάς γινόταν ο ιδιαίτερος προστάτης και ευεργέτης της οικογένειας που αδίκησε όλα αυτά τα θέματα τα τακτοποιούσε ένα τοπικό συμβούλιο, η Γεροντική, μοναδικός Θεσμός, υπό τον μπέη ή τον αρχικαπετάνιο, που φρόντιζε για την τάξη στη Μάνη.

Ένα γεγονός που μπορούσε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη ήταν η τουρκική απειλή. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν η γενική τρέβα που ζήτησε ο Μαυρομιχάλης την παραμονή του πόλεμου της Ανεξαρτησίας.

Οι αντιδικίες πάντως συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση, αλλά σιγά-σιγά οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις μεταξύ Νυκλιάνων και υποτακτικών διαλύονταν, η παράδοση της βίας όμως συνεχίστηκε, έστω και χωρίς πια τους μεγάλους πόλεμους των Νυκλιάνων.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Dunkirk Privateers


During the Dutch Revolt (1568 - 1648) the Dunkirkers or Dunkirk Privateers were privateers in the service of the Spanish Empire operating from the ports of the Flemish coast: Nieuwpoort, Ostend, and in particular Dunkirk.

Dunkirk was in the hands of the Dutch rebels from 1577 until 1583, when Alexander Farnese, Duke of Parma, re-established the sovereignty of Philip II of Spain as count of Flanders. Dunkirk was, at the time, an important, strategically positioned town, its approaches shielded by sandbanks, and it did not take long before the Habsburg authorities in the Low Countries began issuing letters of Marque. The aim was to destroy Dutch naval trade and fisheries. Despite a near constant blocking of the port of Dunkirk by Dutch warships, the privateers often managed to evade the blockade and inflict damage on Dutch shipping. The Dutch responded by declaring the Dunkirk privateers pirates in 1587; captains of Dutch naval vessels had to swear an oath that they would throw or beat all prisoners from Dunkirk warships into the sea. This harsh standing order was very unpopular with Dutch crews, however, as Dunkirkers were also Netherlanders. It was often evaded by putting Dunkirk seamen off on one of the many shallow shoals off the Flemish coast from which they could wade to dry land.

The Dunkirkers had an extremely wide range for their era. Although mainly operating in and around the Channel, they also sailed near the Danish and German coastal areas to intercept Dutch ships returning from the Baltic, and operated in Spanish and Mediterranean waters. They cooperated closely with the Spanish navy, e.g. in the Battle of the Downs. To evade the Dutch navy the Dunkirk admiralty had a special type of small and very manoeuvrable warship constructed, the frigate, which would be adopted by other navies soon after.

In 1600 the Dutch sent an army to conquer the city of Dunkirk and stop the privateering once and for all. The Dutch invasion force clashed with a Spanish army and although the Dutch won the resulting Battle of Nieuwpoort the Dutch commander, stadtholder Maurits of Nassau, decided to turn back to the Republic.

After 1621, when the Twelve Years' Truce ended, the Dunkirkers became a real plague for Dutch shipping, capturing on average 229 merchantmen and fishing vessels per year. During this period they took about sixty British vessels each year, as neutral shipping carrying munitions and victuals to the enemy were also considered 'good prize'. This was one of the major concerns of Charles I of England's diplomatic representative in Brussels, Sir Balthasar Gerbier, who eventually managed to have tobacco taken off the list of 'victuals'. One of the most successful raiders of this period was Jacob Collaert. It was not until October 1646, when the French captured Dunkirk with Dutch naval support, that the privateers were no longer a threat.

However, when after 1672 France and the Dutch Republic became enemies, privateering activities were resumed and would last intermittently until 1712. A famous Dunkirk privateer from this period was Jean Bart.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Uskoks The Pirates of Adriatic


The Uskoci (Pronounced: "uskoczy", meaning "Uskoks"; singular: Uskok) were Serbian and Croatian Habsburg soldiers that inhabited the areas of the eastern Adriatic and the surrounding territories during the Ottoman wars in Europe. Etymologically, the word uskok itself means "the ones who jumped in" ("the ones who ambushed") in Croatian. Bands of Uskoks fought a fairly successful guerrilla war against the Ottomans, and they formed small units and rowed swift boats.
The exploits of the uskoks contributed to a renewal of war between Venice and the Ottoman Empire (1571 - 1573). An extremely curious picture of contemporary manners is presented by the Venetian agents, whose reports on this war resemble a knightly chronicle of the Middle Ages. These chronicles contain information pertaining to single combats, tournaments and other chivalrous adventures.
Many of these troops served abroad. At the Battle of Lepanto in 1571, for example, a Dalmatian squadron assisted the allied fleets of Spain, Venice, Austria and the Papal States to crush the Ottoman navy.


During the early years of the 16th century, the Ottoman conquest of Bosnia and Herzegovina drove large numbers of Croats from their homes. A body of these "uskoks" established itself in the fortress of Klis near Split, and from there waged war against the Ottomans. Klis, however, became untenable, and the uskoks withdrew to Senj, on the Croatian coast. There, in accordance with the Austrian system of planting colonies of defenders along the Military Frontier, they were welcomed by Emperor Ferdinand I. Moreover, the uskoks were promised an annual subsidy in return for their services.
Their new stronghold, screened by mountains and forests, was unassailable by cavalry or artillery. However, the fortress was admirably suitable to the lightly-armed uskoks who were excellent in guerilla warfare. The Ottomans, on their part, organized a body of equally effective troops of Orthodox Vlachs and Serbs called the Martelossi needed for defence purposes and reprisals. Since the uskoks were checked on land and were rarely paid their annual subsidy, they resorted to acts of piracy.
Large galleys could not anchor in the bay of Senj, which is shallow and exposed to sudden gales. So, the uskoks fitted out a fleet of swift boats, which were light enough to navigate the smallest creeks and inlets of the shores of Illyria. Moreover, these boats were helpful in providing the uskoks a temporary landing on shore. With these they were able to attack numerous commercial areas on the Adriatic. Eventually, the uskoks saw their ranks swell as outlaws from all nations joined them. These outlaws also included people from areas such as Novi Vinodolski, Otočac and other towns in what is today Croatia.
After 1540, however, Venice, as mistress of the seas, guaranteed the safety of Ottoman merchant vessels, and provided them with an escort of galleys. The uskoks retaliated by ravaging the Venetian islands of Krk, Rab and Pag. Moreover, they utilized the Venetian territories in Dalmatia as a springboard in order to launch attacks against the Ottomans. Meanwhile, the corsairs of Greece and Africa were free to raid the unprotected southern shores of Italy. Venice was besieged with complaints from the Porte, the Vatican, and the Viceroy of Naples with his sovereign, the King of Spain. A Venetian appeal to Austria for help met with little success, and the offenses of the uskoks against the Venetians were outweighed by their attacks against the Ottomans. Minuccio Minucci, a Venetian envoy at Graz, states that a share of the uskoks' spoils of silk, velvet and jewels, went to the ladies of the Archducal Court of Graz, where important matters between Venice and Austria were negotiated.
From 1577 onwards, Venice endeavored to crush the pirates without offending Austria, enlisting Albanians in place of their Dalmatian crews, who feared reprisals at home. For a time the uskoks only ventured forth at night, during the winter season and even during stormy weather.
In 1592, a strong Ottoman army invaded Croatia hoping to capture Senj. Led by Telli Hasan Pasha, the beylerbey of Bosnia, the Ottomans managed to capture a number of uskok settlements, killing and enslaving the population. However, the army was routed and dispersed in the following year. Austria was involved in war with the Ottomans and the Venetian admiral Giovanni Bembo blockaded Trieste and Rijeka (Fiume), where the pirates forwarded their booty for sale. They also erected two forts to command the passages from Senj to the open sea.
In 1602, a raid by the uskoks upon Istria resulted in an agreement between Venice and Austria, and the dispatch to Senj of the energetic commissioner Rabatta with a strong bodyguard. All these measures, however, provided very little results. Rabatta was eventually murdered, and the fugitive uskoks returned to Senj where they resumed their acts of piracy. The uskoks would conduct such acts up until 1615 when their piracy went so far as creating an open war between Venice and Austria.

A peace treaty was signed at Madrid in 1617 and it was arranged that the uskoks be disbanded, as well as their ships be destroyed. The pirates and their families were, accordingly, transported to the interior of Croatia, where they gave their name to the "Uskoken Gebirge", a group of mountains on the borders of Carniola now called Žumberak/Gorjanci, as well as White Carniola and Kostel in what is now Slovenia. Their presence has also been traced near Učka in Istria, where such significant family names as Novlian (from Novi Vinodolski), Ottocian (from Otočac) and Clissan (from Klis, older orthography), were noted by Franceschi in 1879.
However, the Austrian Military Sea Frontier authority survived, and Uskok activity resumed in later years, causing another near war between Habsburg and Venice in 1707.

Κούρσος


Η «Άσπρη Θάλασσα», όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί το Αιγαίο, ήταν ένας επικίνδυνος χώρος από το 16ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Στα νερά του δρούσαν μουσουλμάνοι αλλά και χριστιανοί πειρατές και κουρσάροι. Οι δεύτεροι βρίσκονταν στην υπηρεσία μιας εμπόλεμης δύναμης που ενδιαφερόταν για τη φθορά της ναυτιλίας και του εμπορίου του εχθρού και ήταν συχνά εφοδιασμένοι από αυτή με «διπλώματα καταδρομής» (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αργότερα αυτό του Λάμπρου Κατσώνη). Στήνοντας ενέδρες στους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, κουρσάροι με το έμβλημα της ημισελήνου χρησιμοποιούσαν τα νησιά του Αιγαίου είτε για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των δυτικών εμπορικών πλοίων ή των βενετικών γαλέρων είτε ως σταθμούς ανεφοδιασμού.

Και των δύο ομάδων η δράση απέβαινε επιζήμια για τα διερχόμενα καράβια –δύσκολα αποτυπώνονται οι περιπέτειες αυτές στα χαρτιά του πλοίου ή στα επίσημα αρχεία– αλλά και για τους ντόπιους πληθυσμούς, με την αναγκαστική «αγορά» ή την παράδοση σιτηρών ή ζώων ή με τη μορφή αγγαρειών, όταν χρειάζονταν πληρώματα. Νησιά όπως η Ίος το 1528, η Σάμος για πολλές δεκαετίες, αλλά και η Σκιάθος, η Σκόπελος και τα Κύθηρα το 1570, γνώρισαν την ερήμωση ως αποτέλεσμα αυτής της δράσης.

Καθώς η εποπτεία της περιοχής από την ηπειρωτική ακτή ήταν δύσκολη εξαιτίας των πολυάριθμων φυσικών καταφυγίων, για να την ελέγξει κανείς χρειαζόταν να έχει την κυριαρχία στη θάλασσα. Και αυτήν έβαλαν τα δυνατά τους να αποκτήσουν οι Βενετοί, οι Οθωμανοί και οι δυτικοί (Γάλλοι και Άγγλοι), με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Ο οθωμανικός στόλος περιοριζόταν στην ετήσια εαρινή του έξοδο από την Κωνσταντινούπολη προς την Αλεξάνδρεια για τη μεταφορά εμπορευμάτων και τη συλλογή των φόρων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί από τη μια απολάμβαναν έτσι ένα βαθμό αυτονομίας και από την άλλη πλήρωναν την απουσία αστυνόμευσης του Αιγαίου εκ μέρους των Οθωμανών και την ελλιπή προστασία των πληθυσμών.

Καραβοκύρηδες και ναυτικοί άρχισαν να εφοδιάζουν τα πλοία τους με κανόνια. Τα εμπορικά νησιά του Αρχιπελάγους μοιράζονταν τα έξοδα για να συντηρούνται αντιπειρατικές «γαλεότες» ή «τράτες». Άλλοι από τους νησιώτες στρατολογούνταν στα κουρσάρικα καράβια, πουλούσαν τις ναυτικές τους δεξιότητες ή τη γλωσσομάθειά τους, κάποιοι μετείχαν στα οικονομικά δίκτυα που γεννούσε ο κούρσος, γίνονταν προμηθευτές τροφίμων ή εξοπλισμού ή εμπορεύονταν, στα όρια του λαθρεμπορίου, σε βάρος του οθωμανικού ταμείου. Νησιά όπως η Ύδρα, τα Ψαρά, η Σκύρος και η Πάτμος ήταν διαμετακομιστικοί σταθμοί ιδίως για το λαθρεμπόριο των σιτηρών που φορτώνονταν στα λιμάνια της Θεσσαλίας, της Μικράς Ασίας και του Μοριά. Το 18ο αιώνα στην πειρατεία εμπλέκονταν, μεταξύ άλλων, Υδραίοι, Μήλιοι, Σκοπελίτες, Μυκονιάτες, Σπετσιώτες, Τήνιοι και Ψαριανοί.

πηγη:Ναυτιλία στο Αιγαίο (Νεότεροι Χρόνοι

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Η πειρατεία στο Αιγαίο


1. Η φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πειρατείας στη θάλασσα του Αιγαίου

Η πειρατεία στο Αιγαίο αποτέλεσε συνεχές ιστορικό φαινόμενο μέσα στους αιώνες που εξετάζουμε, με μεταβαλλόμενη ένταση και διαφορετική φύση κατά περιόδους. Η αναφορά, κατά συνέπεια, στο ιστορικό φαινόμενο της πειρατείας από το 13ο αιώνα ως περίπου και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αλλά πρέπει να υπολογίζονται όλες οι εκφάνσεις του φαινομένου.

Πιο συγκεκριμένα, η επαρκής ανάλυση προϋποθέτει τη διάκριση της πειρατείας από το κούρσος, δηλαδή τη με συγκεκριμένους στόχους, ελεγχόμενη από μία κρατική εξουσία, κατευθυνόμενη πειρατεία. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα από εκείνη που γινόταν μέσα στο πλαίσιο ναυτικού διακρατικού ή ιερού πολέμου. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταπήδηση από τη μία μορφή πειρατείας στην άλλη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την έρευνα του φαινομένου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που απλοί πειρατές μετατρέπονταν σε κουρσάρους μέσα στο πλαίσιο του ιερού πολέμου και στην υπηρεσία μιας κρατικής εξουσίας, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Από την άλλη πλευρά, μορφές πειρατείας που γίνονταν στο όνομα της θρησκείας και του ιερού πολέμου εκτρέπονταν πολύ συχνά σε ληστρικές επιδρομές, ανεξάρτητα από τη θρησκεία των θυμάτων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των Ιωαννιτών ιπποτών.

Πρέπει ακόμη να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία που προερχόταν από δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός Αιγαίου (κυρίως από ευρωπαϊκά και βορειοαφρικανικά μουσουλμανικά κράτη), και από αυτή, μικρότερης κλίμακας, που προερχόταν από τους ντόπιους νησιωτικούς πληθυσμούς. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι δύο αυτές μορφές πειρατείας δεν αλληλοδιαπλέκονταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, ιδιαίτερα από το 17ο αιώνα και μετά, που ντόπιοι ναυτικοί υπηρετούσαν σε ευρωπαϊκούς πειρατικούς στόλους ή ακόμη λειτουργούσαν ως κουρσάροι ξένων ναυτικών δυνάμεων.

Επιπλέον διάκριση πρέπει να γίνεται και στις μορφές της πειρατείας, όσον αφορά τους στόχους της. Αν δηλαδή οι πειρατές ή κουρσάροι κούρσευαν μόνο πλοία ή λεηλατούσαν και παραθαλάσσιες περιοχές. Αν είχαν στόχο κυρίως την πώληση αιχμαλώτων ως δούλων ή αποκλειστικά εμπορεύσιμα αγαθά.

Δεν μπορούμε, τέλος, να παραβλέψουμε τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων της εποχής. Σίγουρα οι απόψεις των πειρατών για τις ενέργειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των θυμάτων τους ή του κράτους το οποίο ζημίωναν. Αν ο Μοροζίνι για τους Βενετούς ήταν ήρωας, για τους Οθωμανούς δεν ήταν παρά ένας πειρατής, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για τον Μπαρμπαρόσα. Ακόμη, διαφορετικές θα ήταν οι αντιλήψεις για την πειρατική δράση των κοινοτήτων που έπεφταν θύματα των πειρατών από τις αντιλήψεις των κοινοτήτων που είτε ασκούσαν πειρατεία είτε ωφελούνταν οικονομικά από αυτή.

Οι παραπάνω παράμετροι, καθώς και αρκετές άλλες, με την πολυπλοκότητα και την αλληλοεπικάλυψή τους, διαμορφώνουν το διαχρονικό φαινόμενο της πειρατείας στο Αρχιπέλαγος, με τις διάφορες εκφάνσεις του κατά περιόδους.


2. Το γεωγραφικό, πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο της πειρατείας στο Αιγαίο

Πέρα από τις διάφορες μορφές του φαινομένου της πειρατείας, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες οι οποίοι αποτέλεσαν είτε το υπόβαθρο που ευνόησε την εκδήλωση της πειρατικής δράσης είτε τα ίδια τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή.

Ένας πρώτος παράγοντας είναι η γεωγραφική θέση του Αιγαίου μέσα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, όπως επίσης και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του Αρχιπελάγους.

Πιο συγκεκριμένα, το Αιγαίο σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο βρισκόταν πάνω στους τρεις βασικούς εμπορικούς άξονες που ένωναν τη Δύση με την Ανατολή και, κατ’ επέκταση, με τους δρόμους του μεταξιού και των μπαχαρικών. Έτσι, το Αιγαίο αποτελούσε μέρος του άξονα από τα λιμάνια της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη διαδρομή του μεταξιού προς την Κίνα. Επιπλέον, το νότιο Αιγαίο ήταν πάνω στον άξονα από την Ευρώπη προς τη Συρία και τους Αγίους Τόπους, όπου βρισκόταν η εναλλακτική αφετηρία του δρόμου του μεταξιού. Τέλος, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, και συγκεκριμένα τα Δωδεκάνησα, αποτελούσαν τον κόμβο που συνέδεε την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, σταθμό του εμπορίου των μπαχαρικών, ίσως του πιο επικερδούς εμπορίου για μεγάλες χρονικές περιόδους.

Αυτοί οι εμπορικοί άξονες, καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε, δεν έχασαν ουσιαστικά την αξία τους παρά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και των εναλλακτικών διαδρομών προς τις Ινδίες, στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν λοιπόν επόμενο το Αιγαίο να αποτελεί, ως μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, πεδίο σύγκρουσης των μεγάλων ναυτικών και εμπορικών δυνάμεων. Ακριβώς αυτή η πολεμική σύγκρουση, κυρίως της οθωμανικής εξουσίας με τα δυτικά κράτη για τον έλεγχο των εμπορικών αξόνων, η οποία ήταν σχεδόν ακατάπαυστη, ευνόησε την εκδήλωση της πειρατείας με διάφορες μορφές. Αυτή η σύγκρουση όμως δε σημαίνει ότι αποκλειόταν το εμπόριο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εμπορικές συμφωνίες, γνωστές ως διομολογήσεις, που ξεκίνησαν από το 16ο αιώνα, με πρώτη αυτή με τη Γαλλία, φανέρωναν τη διάθεση των Οθωμανών για την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι Οθωμανοί φρόντιζαν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες ακόμη και με τη μεγαλύτερη αντίπαλό τους, τη Βενετία, έπειτα από κάθε πολεμική σύγκρουση μαζί της.

Και η ιδιαίτερη μορφολογία του Αιγαίου όμως, σε συνδυασμό με τους τρόπους ναυσιπλοΐας της εποχής, ευνόησε τη δράση πειρατών και κουρσάρων, ντόπιων και ξένων. Χάρη στην πληθώρα μικρών φυσικών λιμανιών και ορμίσκων, οι πειρατές είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρησφύγετα, εναλλακτικά αραξοβόλια και παζάρια, μακριά από οποιαδήποτε κρατική εποπτεία. Παράλληλα, η ναυτική τεχνολογία της εποχής, σε συνδυασμό με τα πολλά νησιά, τις βραχονησίδες και τα ρεύματα στη θάλασσα του Αιγαίου, δημιουργούσε αναπόφευκτες ναυτικές διαδρομές μέσα από τα νησιά, καθιστώντας τα εμπορικά πλοία ευάλωτα σε πειρατικές επιδρομές, ακόμη και από τη στεριά, όπως συνέβαινε με την περίπτωση της Μάνης.

Παράλληλα με το γεωγραφικό υπόβαθρο, το πλαίσιο λειτουργίας της πειρατείας διαμορφώθηκε και από τις οικονομικές συνθήκες της εποχής. Ήδη από το 16ο αιώνα η άνοδος του εμπορικού καπιταλισμού στην Ευρώπη δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Η συνεχής ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις όποιες διακυμάνσεις λόγω των ιστορικών συγκυριών, διαμόρφωσε μια ακατάπαυστη ναυτική εμπορική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Η λειτουργία του εμπορίου όμως ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πειρατεία και το κούρσος ως προέκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον F. Braudel, η πειρατεία, κατά τη νοοτροπία της εποχής, λειτουργούσε ως μια καταναγκαστική μορφή ανταλλαγής.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η ναυτιλία –και ιδίως η πειρατεία– αποτελούσε κυρίως για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια οικονομική δραστηριότητα που δε συναντούσε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, όπως συνέβαινε με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, μέσα στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο η πειρατεία και το κούρσος, ή έστω η έμμεση εμπλοκή με την πειρατεία, αποτελούσαν τη μοναδική –πιθανόν– διέξοδο για τα φτωχά σε υλικούς πόρους αιγαιοπελαγίτικα νησιά.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η πολιτική παράμετρος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που διαμόρφωσε και προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση των διάφορων πειρατικών δραστηριοτήτων. Και αυτή η παράμετρος είναι κυρίως η έλλειψη ικανής κρατικής εποπτείας της θάλασσας του Αιγαίου. Μία βασική αιτία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το πολεμικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε για μεγάλο διάστημα στο Αιγαίο. Οι ναυτικοί πόλεμοι, και κυρίως οι επαναλαμβανόμενοι για δύο περίπου αιώνες Βενετο-οθωμανικοί, οδήγησαν τις αντιμαχόμενες πλευρές στη χρήση πειρατών και κουρσάρων ως μια εναλλακτική και ανεπίσημη μορφή πολέμου.

Η οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε και σταθεροποιήθηκε στο Αιγαίο ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο κρατικός έλεγχος ωστόσο ήταν ελλιπής, είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας της Πύλης είτε λόγω της έλλειψης κρατικής βούλησης για έναν τέτοιο έλεγχο. Η οθωμανική εξουσία λειτουργώντας αποκεντρωτικά –πολιτική που αποτελούσε και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της– προτιμούσε να οχυρώνει μόνο τις πιο σημαντικές θέσεις στο Αιγαίο και να δίνει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στις ντόπιες κοινότητες. Αρκούνταν στην ετήσια συλλογή φόρων και στην περιστασιακή καταδίωξη πειρατικών στολίσκων. Αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα, ακόμη και ύστερα από την κατάληψη των περισσότερων προγεφυρωμάτων των Δυτικών στο Αρχιπέλαγος, να παρέχεται η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο Αιγαίο στους πειρατές και τους κουρσάρους από τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ευνοήθηκε η ντόπια πειρατεία. Με αυτό τον τρόπο, παράλληλα με το δίκτυο της οθωμανικής εξουσίας και το επίσημο εμπόριο, λειτουργούσε και το πειρατικό δίκτυο, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιες τοπικές κοινότητες, οι οποίες ουσιαστικά στήριζαν την επιβίωσή τους στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους με την πειρατεία.


3. Το φαινόμενο της πειρατείας μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο

Από τις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η κατάληψη νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου πελάγους από τους Δυτικούς και κυρίως τους Βενετούς. Το 15ο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων ανήκει στη Βενετία, αποτελώντας το επονομαζόμενο Δουκάτο της Νάξου. Τα νησιά Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ζουν κάτω από το ιδιόμορφο καθεστώς των γενοβέζικων εμπορικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος των Δωδεκανήσων ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες με έδρα τη Ρόδο. Από εκεί εξαπολύουν πειρατικές επιδρομές εναντίον των μουσουλμάνων, ως συνέχεια των Σταυροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή αυτή η πειρατεία ασκείται κυρίως από μουσουλμάνους πειρατές, που συνδέονται με τους πασάδες της Μικράς Ασίας.

Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι Λατίνοι προσανατολίζουν τη ζωή των νησιών προς τη θάλασσα. Οι οικισμοί εγκαταλείπουν τις παλιές ορεινές τους θέσεις και συνδέονται με το θαλάσσιο δίκτυο. Οι νέοι κυρίαρχοι οχυρώνουν και προστατεύουν τα λιμάνια και τις σκάλες, κυρίως αυτές που βρίσκονται πάνω στους βασικούς άξονες των εμπορικών διαδρομών.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Οθωμανοί περνούν στην επίθεση στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 16ου αιώνα και ως το 1537, το Αιγαίο υποφέρει από τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσα, Βορειοαφρικανού μουσουλμάνου πειρατή ελληνικής καταγωγής, που είχε μπει στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Λεηλατεί περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις και μεταφέρει στα σκλαβοπάζαρα γύρω στους 30.000 ανθρώπους. Νησιά όπως η Αίγινα, τα Ψαρά, η Κύθνος, η Ικαρία και η Σάμος δέχονται τεράστια δημογραφικά πλήγματα. Μετά το 1537, όταν δηλαδή καταλαμβάνεται και το Δουκάτο της Νάξου, αρχίζουν οι προσπάθειες επανεποικισμού από την Πύλη. Με αυτή τη νίκη το Αιγαίο γίνεται τουρκική λίμνη και, ως τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η πειρατεία είναι σαφώς ηπιότερη και πιο ελεγχόμενη.

Με την ήττα του τουρκικού στόλου από τους συνασπισμένους χριστιανικούς πληθυσμούς το 1571 αλλάζει πάλι το σκηνικό στο Αιγαίο. Ο οθωμανικός στόλος για προληπτικούς λόγους αποσύρεται στα Δαρδανέλια, ενώ χριστιανοί πειρατές κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βορειοαφρικανούς και Οθωμανούς πειρατές. Οι χριστιανοί πειρατές βρίσκονται συνήθως στην υπηρεσία του Πάπα, των Ισπανών και των Μεδίκων. Παρά την έντονη πειρατική δράση στα 30 χρόνια που ακολουθούν ως τις αρχές του 17ου, ξεκινούν πιο συστηματικά ο επανεποικισμός, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, από χριστιανικούς πληθυσμούς, ελληνικούς και αλβανικούς, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο.

Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη βενετοοθωμανική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον το νησί της Κρήτης. Στο πλαίσιο των Βενετοοθωμανικών πολέμων, πολλοί πειρατές, ανάμεσά τους και ντόπιοι νησιώτες, χρησιμοποιούνται εκατέρωθεν ως ένας διαφορετικός τρόπος ναυτικού πολέμου. Στον αιώνα αυτό τρεις κυριαρχίες λειτουργούν παράλληλα και ανταγωνιστικά στο Αιγαίο: των Οθωμανών, των Βενετών και των πειρατών. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Αναπτύσσεται ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυφαίνεται με την πειρατεία.

Με την οριστική λήξη των Βενετοοθωμανικών πολέμων το 1699 με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, αρχίζει και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθεί να υφίσταται, φαίνεται όμως να έχει ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονται με πειρατές, λειτουργούν ως πειρατικά καταφύγια ή ως διαμετακομιστικά κέντρα για τους πειρατές και τους κουρσάρους.

Το 18ο αιώνα αντικείμενο πειρατείας των χριστιανικών δυνάμεων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν είναι πλέον οι μουσουλμάνοι, αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία κυριαρχούν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται και ντόπιοι νησιώτες ως κουρσάροι. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας αλλάζει στις αρχές του 18ου αιώνα. Στόχος πλέον είναι κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Βασικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύσσεται στις νέες αυτές συνθήκες μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη στις αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες, η οποία αναλαμβάνει και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Η εμπορική αυτή τάξη λειτουργεί στα όρια μεταξύ του εμπορίου και της πειρατείας. Εκμεταλλεύεται τις ρωσοοθωμανικές και αγγλογαλλικές συγκρούσεις στα τέλη του 18ου αιώνα και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα μονοπωλεί σχεδόν την εμπορική κίνηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815.

4. Συνέπειες της πειρατικής δραστηριότητας στη διαμόρφωση της ζωής των κοινοτήτων του Αιγαίου

Η δράση των πειρατών και των κουρσάρων στο Αρχιπέλαγος δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη τη διάρκεια που εξετάζουμε, αλλά και ως μια σημαντική δυναμική που διαμόρφωσε την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.

Μια συνηθισμένη οπτική για την πειρατεία είναι αυτή της λεηλασίας, του εξανδραποδισμού και της ερήμωσης των οικισμών του Αιγαίου, ακόμη και ολόκληρων νησιών. Αυτή η αντίληψη μπορεί ως ένα βαθμό να θεωρηθεί σωστή, είναι όμως σίγουρα ανεπαρκής και μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά. Πράγματι κατά καιρούς, όπως στην περίπτωση του Βορειοαφρικανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ολόκληρες πόλεις και νησιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν. Από την άλλη όμως θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε ολόκληρο το Αιγαίο με την ίδια ένταση σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Μια τέτοια καταστροφική τακτική θα ήταν αδύνατο να εφαρμόζεται συνεχώς λόγω των περιορισμένων πόρων και των μικρών σχετικά πληθυσμών των περισσότερων νησιωτικών περιοχών. Επίσης, είναι αμφισβητήσιμο το κατά πόσο νησιά με μεγάλη ενδοχώρα θα μπορούσαν να ερημωθούν ολοκληρωτικά, όπως υποστηρίζουν διάφορες πηγές.

Η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατη. Οι κοινότητες του Αιγαίου, μετά τον επαναπροσανατολισμό τους κατά το 14ο αιώνα προς τη θάλασσα, δε φαίνεται, παρά τις πειρατικές επιδρομές, να απομακρύνονται από αυτή. Σε μακροϊστορικό επίπεδο, παρά τις όποιες ερημώσεις, τουλάχιστον οι σημαντικές οχυρές θέσεις στο Αιγαίο που έλεγχαν τα περάσματα παρέμεναν στραμμένες προς τη ναυτική δραστηριότητα. Αυτή φαίνεται να είναι και η γενικότερη τάση όσων οικισμών επανεποικίζονταν, σύμφωνα με την πολιτική της Πύλης.

Σε οικονομικό επίπεδο, πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές φαίνεται ότι στήριξαν την επιβίωσή τους στην πειρατεία ή στην ειδική σχέση που είχαν με αυτή. Νησιά όπως η Μήλος, η Κίμωλος και η Μύκονος λειτουργούσαν ως αραξοβόλια πειρατών και ως εμπορικοί σταθμοί της λείας τους. Μακροπρόθεσμα η πειρατεία και το κούρσος εντάχθηκαν ως εξωοικονομικός παράγοντας στη ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών. Λειτούργησαν ως ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο επενδυόταν στις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Έτσι παρατηρούμε, ήδη από το 17ο αιώνα, τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου διανησιωτικού εμπορικού δικτύου, το οποίο από τις αρχές του 18ου αιώνα επεκτεινόταν και εκτός Αιγαίου. Το αποτέλεσμα ήταν η εμπορική αστική τάξη των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων να ελέγχει τα ¾ της εμπορικής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τις ρωσοοθωμανικές συνθήκες του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.

Αυτή η οικονομική ελίτ θα αναλάβει και την πολιτική διοίκηση των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της εκτεταμένης αυτοδιοίκησης και της χαλαρής κρατικής εποπτείας. Το πειρατικό δίκτυο, ιδιαίτερα από το 18οαιώνα, αναπτύσσεται παράλληλα με τα εμπορικά δίκτυα των ευρωπαϊκών στόλων και το διοικητικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πραγματικότητα όμως ενισχύει την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενότητα του χώρου του Αιγαίου, η οποία λειτουργεί σε παραλληλία ή σε αντίθεση με τις κρατικές κυριαρχίες. Η ενότητα αυτή γίνεται αντιληπτή και από τις ίδιες τις κοινότητες και ιδιαίτερα από τις ιθύνουσες εμπορικές τάξεις.

Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, παρά τις καταστροφές που υπέφεραν οι κοινότητες του Αιγαίου εξαιτίας της πειρατείας, μακροπρόθεσμα το φαινόμενο αυτό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης και ισχυρής ταυτότητας, εξασφάλισε ένα πραγματικό επίπεδο ευημερίας. Επηρέασε όλες τις πτυχές της ιστορικής πορείας των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων, από την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική διοίκηση ως την αρχιτεκτονική και τα πολιτισμικά πρότυπα. Οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ που θα αναδυθούν μέσα από τις κοινότητες αυτές θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, χάρη στη συσσώρευση πλούτου και στην απόκτηση πολεμικής εμπειρίας.

πηγή Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More