Οι Ιωαννίτες Ιππότες, γνωστοί και ως Ανεξάρτητο Στρατιωτικό Τάγμα του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ της Ρόδου και της Μάλτας, Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, Οσπιταλιέροι και Ιππότες της Μάλτας, (Γαλλικά Ordre Des Hospitaliers), είναι Ιπποτικό Θρησκευτικό Τάγμα, που ξεκίνησε ως Αμαλφικό νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ το 1080 για να παρέχει φροντίδα στους φτωχούς, άρρωστους ή τραυματισμένους προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Μετά τη Χριστιανική εκστρατεία στην Ιερουσαλήμ το 1099, κατά την πρώτη Σταυροφορία, έγινε θρησκευτικό και πολεμικό τάγμα με δική του διοίκηση αναλαμβάνοντας την προστασία των Αγίων Τόπων. Μετά την ήττα και την εκδίωξη των Χριστιανικών δυνάμεων, το τάγμα συνέχισε τη δράση του αρχικά στη Ρόδο και μετέπειτα στη Μάλτα.
Όταν ο Ναπολέων κατέλαβε τη Μάλτα το 1798, οι Ιωαννίτες έπαψαν να έχουν εδάφη υπό την κατοχή τους και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, ως Ανεξάρτητο Ιπποτικό Τάγμα της Μάλτας.
Το 600μ.Χ.,ο αβάς Πρόβος διατάχθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο τον Α' να χτίσει ένα νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ για να φροντίζει τους Χριστιανούς προσκυνητές των Αγίων Τόπων.Το 800μ.Χ. ο Καρλομάγνος, Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επεξέτεινε το νοσοκομείο του Πρόβου και πρόσθεσε μία βιβλιοθήκη σε αυτό. Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο χαλίφης Άλ Χακίμ κατέστρεψε το νοσοκομείο μαζί με άλλα 3.000 κτίρια της Ιερουσαλήμ. Το 1023 έμποροι από το Αμάλφι και το Σαλέρνο πήραν άδεια από τον χαλίφη Αλ-Ζαχίρ της Αιγύπτου να ξαναχτίσουν το νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ. Το νέο νοσοκομείο χτίστηκε στο σημείο που βρισκόταν το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και λειτουργούσε από Βενεδικτίνους μοναχούς.
Το μοναστικό τάγμα ιδρύθηκε αμέσως μετά την Α' Σταυροφορία από τον Γεράρδο (γνωστό ως ο "Ευλογημένος"), του οποίου ο ιδρυτικός ρόλος επικυρώθηκε με Παπική Βούλα του πάπα Πασκάλ του Β' το 1113. Στον Γεράρδο δόθηκαν περιοχές και οικονομική βοήθεια για το τάγμα του στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο διάδοχος του, Ραϋμόνδος ντε Πονί της Προβηγκίας, εγκατέστησε το πρώτο σημαντικό νοσοκομείο των Ιπποτών του Ξενώνα κοντά στον Ναό της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ. Αρχικά, το τάγμα περιέθαλπτε προσκυνητές, αλλά σύντομα ήταν σε θέση να παρέχει ένοπλη συνοδεία η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε υπολογίσιμη δύναμη.
Οι Ιωαννίτες και οι Ιππότες του Ναού (Ναΐτες) (οι οποίοι συστάθηκαν το 1119), έγιναν τα πιο ισχυρά χριστιανικά τάγματα της περιοχής και κατάφεραν να διακριθούν σε αρκετές μάχες εναντίον των Μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικός του τάγματος ήταν ο μαύρος μανδύας με τον άσπρο σταυρό, σε αντίθεση με τον άσπρο μανδύα και τον κόκκινο σταυρό των Ιπποτών του Ναού. Έμβλημά τους ήταν το γεράκι.
Στα μέσα του 12ου αιώνα το τάγμα χωρίστηκε σε ένα πολεμικό τμήμα και ένα τμήμα που ασχολούνταν με την περίθαλψη των ασθενών και των τραυματισμένων. Ήταν, παράλληλα, και ένα θρησκευτικό τάγμα, στο οποίο είχαν δοθεί προνόμια από την παπική Έδρα. Για παράδειγμα, το τάγμα δεν αναγνώριζε κανενός είδους εξουσία πέρα (φυσικά) από την παπική, δεν πλήρωνε τον φόρο της δεκάτης και του επιτρεπόταν να διατηρεί δικά του θρησκευτικά κτίρια. Πολλά από τα πιο σημαντικά αμυντικά έργα (κάστρα κυρίως) των Αγίων Τόπων κτίστηκαν από τους Ιωαννίτες και τους Ιππότες του Ναού. Στην ακμή του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ οι Ιωαννίτες είχαν 7 οχυρά και 140 διάφορα άλλα κτήματα στην ευρύτερη περιοχή. Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά, οι βάσεις της δύναμης τους στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, ήταν το Κρακ των Ιπποτών και το Μαργκάτ. Η περιουσία του Τάγματος χωριζόταν σε "κοινόβια"(μοναστήρια), τα οποία διαιρούνταν σε "δικαιοδοσίες", που με τη σειρά τους χωριζόταν σε "ταξιαρχίες". Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανέλαβε την προστασία του τάγματος σε ένα καταστατικό προνομίων που εξέδωσε το 1185. Οι Ιωαννίτες προέρχονταν από όλη την Ευρώπη αλλά κυρίως από την Γαλλία όπως και οι Ναΐτες. Οι Ιωαννίτες είχαν το ισχυρότερο ιππικό και η έδρα τους ήταν όλη η Ευρώπη και, βεβαίως, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας.
Η ακμάζουσα δύναμη του Ισλάμ κατάφερε, τελικά, να απωθήσει τους Ιππότες από την Ιερουσαλήμ. Μετά την πτώση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (η ίδια η πόλη "έπεσε" το 1187), οι Ιωαννίτες περιορίστηκαν στην Κομητεία της Τρίπολης, και όταν η Άκκρα καταλήφθηκε το 1291 το τάγμα βρήκε καταφύγιο στο Βασίλειο της Κύπρου. Έχοντας αναμειχθεί με αρνητικές για το τάγμα συνέπειες στην πολιτική κατάσταση της Κύπρου, ο μάγιστρος Γκιγιόμ ντε Βιγιορέτ κατέστρωσε σχέδια απόκτησης ενός δικού τους χώρου κυριαρχίας,επιλέγοντας τη Ρόδο για νέο τους "σπίτι".Ο διάδοχος του Φούλκ ντε Βιγιορέτ εκτέλεσε το σχέδιο και, στις 15 Αυγούστου του 1309, μετά από δύο χρόνια εκστρατείας, το νησί της Ρόδου παραδόθηκε στους Ιωαννίτες. Επίσης απέκτησαν τον έλεγχο ενός αριθμού από μικρότερα γειτονικά νησιά καθώς και των Μικρασιατικών λιμανιών της Αλικαρνασσού και του Καστελόριζου.
Οι Ιππότες του Ναού διαλύθηκαν το 1312 και μεγάλο μέρος της περιουσίας τους δόθηκε στους Ιωαννίτες. Τα νέα "αποκτήματα" οργανώθηκαν σε 8 "Γλώσσες" (διοικητικές περιφέρειες του Τάγματος), οι οποίες βρίσκονταν σε 8 διαφορετικές περιοχές (Αραγονία, Αρβέρνη, Καστίλη, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Προβηγκία. Καθεμιά διοικούνταν από έναν "Ηγούμενο" (Prior) ή, εάν υπήρχαν περισσότερα από ένα "κοινόβια" στην διοικητική περιφέρεια, από έναν Μεγάλο Ηγούμενο (Grand Prior).
Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες, αναφερόμενοι τότε και ως "Ιππότες της Ρόδου" αναγκάστηκαν να γίνουν μια πιο εξεζητημένη στρατιωτική δύναμη, μαχόμενοι κυρίως ενάντια σε Τούρκους πειρατές. Αντιστάθηκαν σε δύο εισβολές, μία από τον Σουλτάνο της Αιγύπτου το 1444 και άλλη μία από τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Β', ο οποίος, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, είχε θέσει τους Ιωαννίτες ως στόχο "πρώτης προτεραιότητας".
Το 1494 οι Ιωαννίτες κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα στην χερσόνησο της Αλικαρνασσού, χρησιμοποιώντας κομμάτια από το (μερικώς) κατεστραμμένο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (ένα από τα επτά θαύματα του Αρχαίου Κόσμου).
Το 1522 μία νέου είδους και μεγέθους δύναμη "κατέφθασε" : 400 πλοία υπό την διοίκηση του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς,μετέφεραν 200.000 στρατιώτες στο νησί. Ενάντια σε αυτή τη δύναμη οι Ιωαννίτες, υπό τον μάγιστρο Φίλιππο Βιγιέρς, είχαν 7.000 άνδρες και τα οχυρωματικά τους έργα. Η πολιορκία διήρκεσε 6 μήνες, στο τέλος της οποίας επετράπη στους εναπομείναντες νικημένους Ιωαννίτες να αποσυρθούν στη Δύση. Μετά από αυτή την ήττα στην ξηρά, οι Ιωαννίτες άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά τις παλιές τακτικές του ιππικού, αναλογιζόμενοι την υπεροχή του εχθρού τους στην ξηρά και αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν πιο ευάλωτος στη θάλασσα.
Έτσι, την 1η Ιανουαρίου, στόλος 50 σκαφών απέπλευσε από το λιμάνι της Ρόδου έχοντας άγνωστη κατεύθυνση. Σε αυτόν επέβαιναν τα υπολείμματα των Ιωαννιτών καθώς και 4.000 Ρόδιοι, που προτίμησαν να τους ακολουθήσουν, όλοι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω της εξάμηνης πολιορκίας. Ο στόλος συγκεντρώθηκε στη Μεσσήνη της Σικελίας και στους Ιππότες δόθηκε ως προσωρινή κατοικία το Βιτέρμπο. Συνεπώς, ο Μάγιστρος του τάγματος είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει για να αποτρέψει τη διάλυση του τάγματος. Στα προβλήματα ήρθε να προστεθεί ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, ο οποίος έσπειρε τη διχόνοια στο τάγμα καθώς τα περισσότερα μέλη του ήταν Γάλλοι και Ισπανοί.
Τελικά, μετά από συνολικά 7 χρόνια μετακίνησης, το 1530, και μετά από πολλές διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες ο μάγιστρος του Τάγματος αποδείχθηκε εξαίρετος διπλωμάτης, τους παραχωρήθηκε από τον Πάπα και τον Βασιλιά της Ισπανίας(ως βασιλιάς και της Σικελίας) η Μάλτα μαζί με το Γκόζο και το Βορειοαφρικανικό λιμάνι της Τρίπολης. Για τις παραπάνω κτήσεις οι Ιωαννίτες απέδιδαν ετήσιο φόρο (την ημέρα του Ψυχοσαββάτου, συγκεκριμένα) στον Βικάριο (τοποτηρητή) του βασιλιά Φιλίππου Β.
Η Μάλτα αποτελούσε σημαντικό προπύργιο της Ευρώπης, έχοντας τεράστια στρατηγική σημασία δεδομένης της κατάστασης στη Μεσόγειο. Παράλληλα η Μάλτα αποτελούσε για αιώνες το σταυροδρόμι του δουλεμπορίου στη Δυτική Ευρώπη, αφού οι αιχμαλωτισμένοι Μουσουλμάνοι(αλλά και όποιος Αφρικανός έπεφτε στα χέρια των Ιωαννιτών) πωλούνταν ως δούλοι. Οι Ιωαννίτες συνέχισαν τη δράση τους εναντίον των Μουσουλμάνων, και παρά το μικρό αριθμό αριθμό πλοίων που διέθεταν κατάφεραν να προξενήσουν απώλειες στους Οθωμανούς, οι οποίοι δυσαρεστήθηκαν βλέποντας το τάγμα ξανά σε δράση.
Το 1565 ο Σουλεϊμάν έστειλε δύναμη 40.000 περίπου ανδρών να πολιορκήσει δύναμη 700 Ιπποτών και 8.000 στρατιωτών και να καταλάβει τη Μάλτα. Στην αρχή, η μάχη εξελισσόταν όπως η μάχη της Ρόδου : οι περισσότερες πόλεις καταστράφηκαν και σχεδόν οι μισοί ιππότες σκοτώθηκαν. Στις 18 Αυγούστου η κατάσταση των πολιορκημένων ήταν πλέον απελπιστική και, καθώς ο αριθμός τους λιγόστευε καθημερινά, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να επανδρώνουν τη μακριά γραμμή οχυρώσεων. Παρόλα αυτά, όταν το συμβούλιο του μάγιστρου Ζαν Παρσό Ντε Λα Βαλέτα πρότεινε την εγκατάλειψη του Μπιργκό και της Σέγκλης και την απόσυρση στο οχυρό Σαντ' Άντζελο, αυτός αρνήθηκε.
Ο Βικάριος δεν είχε στείλει βοήθεια. Πιθανώς οι διαταγές που έδωσε ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας δεν ήταν αρκετά σαφείς κ έτσι την ευθύνη του αν θα έπρεπε να σταλεί βοήθεια ή όχι θα έπρεπε να την επωμιστεί ο Βικάριος. Μία λάθος κίνηση θα έφερνε την ήττα, κάτι που σημαίνει ότι η Σικελία και η Νάπολη θα ήταν ευάλωτες από τους Οθωμανούς. Ο γιος του Βικάριου πολεμούσε στο πλευρό του Μάγιστρου οπότε ο ίδιος δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για την έκβαση της μάχης. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα αίτια της καθυστέρησής του, ο Βικάριος δεν επενέβη παρά μόνο όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί απο τις αβοήθητες δυνάμεις των Ιπποτών, αναλογιζόμενος και την αγανάκτηση των αξιωματικών του.
Στις 23 Αυγούστου εκδηλώθηκε άλλη μια μεγάλη επίθεση, η τελευταία μεγάλη προσπάθεια, όπως αποδείχθηκε, από την πλευρά των πολιορκητών. Η επίθεση απωθήθηκε με μεγάλη δυσκολία από τους Ιωαννίτες, ενώ στην άμυνα πήραν μέρος ακόμη και οι τραυματίες. Από εδώ και πέρα όμως ήταν η σειρά των Οθωμανών να βρεθούν σε δύσκολη θέση, καθώς,με εξαίρεση το οχυρό Άγιος Έλμος, όλες οι οχυρώσεις των Ιπποτών είχαν μείνει άθικτες από τις τελευταίες επιθέσεις. Η φρουρά, δουλεύοντας μέρα και νύχτα, επισκεύαζε τα ρήγματα και η κατάληψη της Μάλτας έμοιαζε όλο και πιο αδύνατη, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες διάφορες αρρώστιες έκαναν την εμφάνισή τους στο στρατόπεδο των πολιορκητών. Τα πυρομαχικά και οι τροφές τους τελείωναν, ενώ το ηθικό τους έπεφτε κατακόρυφα από τις αποτυχίες και τις μεγάλες απώλειες. Επίσης,ο θάνατος του Οθωμανού ναυάρχου Τουργκούτ Ρείς που ήταν ικανότατος διοικητής, στις 23 Ιουνίου αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα στο ήδη πεσμένο ηθικό των πολιορκητών, ενώ οι Οθωμανοί διοικητές Πιγιαλέ πασάς και Μουσταφά πασάς ήταν αδιάφοροι. Είχαν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο στόλο τον οποίο κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν επιτυχώς μόνο μία φορά.Παραμελούσαν την επικοινωνία με την Αφρικανική ακτή και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σταματήσουν τυχόν Σικελικές ενισχύσεις, εγκαθιστώντας φρουρές.
Την 1η Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί έκαναν την τελευταία τους προσπάθεια η οποία ήταν σχετικά αδύναμη επίθεση, εξ αιτίας του χαμηλού ηθικού. Τα παραπάνω γεγονότα ενθάρρυναν τους Ιππότες οι οποίοι έβλεπαν επιτέλους πιθανότητες νίκης. Οι μπερδεμένοι και αναποφάσιστοι Τούρκοι διοικητές πληροφορήθηκαν την άφιξη Σικελικών ενισχύσεων και μη ξέροντας πως επρόκειτο για μία μικρή δύναμη, έλυσαν την πολιορκία και αποχώρησαν από τη Μάλτα στις 8 Σεπτεμβρίου. Η πολιορκία της Μάλτας υπήρξε η τελευταία φορά στην ιστορία που δύναμη ιπποτών κέρδισε μια αποφασιστική μάχη.
Όταν οι Οθωμανοί έφυγαν, οι Ιωαννίτες είχαν 600 άνδρες ικανούς να φέρουν όπλα. Η πιο βάσιμη εκτίμηση τοποθετεί τον αριθμό των πολιορκητών γύρω στους 40.000 άνδρες από τους οποίους μόνο οι 15.000 επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Η πολιορκία της Μάλτας φιλοτεχνήθηκε από αρκετούς καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι την αποτύπωσαν σε διάφορα έργα τέχνης. Μετά την πολιορκία, μιά νέα πόλη έπρεπε να κτιστεί, η οποία ονομάστηκε Humilissima Civitas Valletta (Βαλέτα, η ταπεινοτάτη των πόλεων), προς τιμή του μαγίστρου Ντε Λα Βαλέτα ο οποίος άντεξε την πολιορκία. Είναι η σημερινή πρωτεύουσα της Μάλτας. Το 1607 δόθηκε στον μάγιστρο των Ιωαννιτών ο τίτλος του πρίγκιπας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που οι κτίσεις του τάγματος ήταν πάντα νότια της αυτοκρατορίας. Το 1630 δόθηκε στον μάγιστρο εκκλησιαστική ισότητα με τους καρδινάλιους καθώς και ο τίτλος "η πιο διαπρεπής Μεγαλειότης του".
Μετά τη χριστιανική νίκη εναντίον του Οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, οι Ιππότες συνέχισαν τις επιθέσεις σε πειρατικά και μουσουλμανικά πλοία ενώ το νησί τους παρέμεινε σταυροδρόμι του εμπορίου σκλάβων μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, πουλώντας αιχμαλωτισμένους Αφρικανούς και Τούρκους και ελευθερώνοντας Χριστιανούς σκλάβους .
Το Τάγμα έχασε πολλές από τις κτήσεις του στην Ευρώπη με την επέκταση του Προτεσταντισμού και την εμφάνιση άλλων αιρέσεων,αλλά επέζησε στη Μάλτα.Η περιουσία του Αγγλικού "παρακλαδιού" του τάγματος δημεύθηκε το 1540,ενώ το 1577 το Γερμανικό παρακλάδι ασπάστηκε τον Λουθηρανισμό,αλλά συνέχισε να πληρώνει τις οικονομικές του εισφορές στο τάγμα, έως ότου ανασυστάθηκε, ως Πρωσικό Τάγμα των Ιωαννιτών, το 1852.
Το 1789, η Γαλλική Επανάσταση, με τον έντονο αντικληρικισμό και αντιαριστοκρατισμό που τη διέκρινε, ανάγκασε πολλούς Γάλλους ιππότες να εγκαταλείψουν τη Γαλλία.Συνεπώς,πολλές από τις "παραδοσιακές" πηγές εισοδήματος του Τάγματος χάθηκαν για πάντα.
Οι Ιππότες της Μάλτας είχαν ισχυρή παρουσία στις τάξεις του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού και του προεπαναστατικού Γαλλικού Ναυτικού.Όταν ο Ντε Πουανσί (διακεκριμένος Ιωαννίτης Ιππότης) διορίσθηκε κυβερνήτης του Σαιντ Κιτς το 1639 έντυσε την ακολουθία του με τα εμβλήματα και τους θυρεούς του τάγματος.Η παρουσία των Ιωαννιτών στην Καραϊβική οφειλόταν κατά μεγάλο βαθμό στις ενέργειες του μέχρι το θάνατο του το 1660. Ο ίδιος επίσης αγόρασε το νησί του Σαιντ Κρουά ως προσωπικό κτήμα,και το μεταβίβασε στους Ιππότες. Το 1665 το Σαιντ Κρουά αγοράστηκε από την Γαλλική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών, τερματίζοντας την παρουσία του τάγματος στην Καραϊβική.
Το Μεσογειακό οχυρό της Μάλτας καταλήφθηκε με ένα τέχνασμα από τον Ναπολέων το 1798 κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Αίγυπτο. Ο Ναπολέων,με την πρόφαση ότι έψαχνε ασφαλές λιμάνι για τον ανεφοδιασμό των πλοίων του,αφού εισχώρησε με ασφάλεια στη Βαλέτα "στράφηκε" ενάντια στους οικοδεσπότες του. Ο μάγιστρος Φερδινάνδος φον Χόμπες του Μπόλχαιμ δεν ήταν σε θέση να προβλέψει ή να σταματήσει μια τέτοια κίνηση και γρήγορα υπέκυψε στον Ναπολέοντα, υποστηρίζοντας ότι το παπικό καταστατικό του Τάγματος απαγόρευε στους Ιωαννίτες να μάχονται ενάντια σε άλλους Χριστιανούς.Το 1799, ταπεινωμένος και υπό την πίεση του Αυστριακού Στέμματος παραιτήθηκε του αξιώματος του.
Οι Ιππότες της Μάλτας ήταν τώρα διασκορπισμένοι,αλλά το τάγμα συνέχισε να υφίσταται σε μικρότερη κλίμακα και να διαπραγματεύεται με τις κυβερνήσεις της Ευρώπης για να επεκταθούν ξανά.Ο Ρώσος αυτοκράτορας Παύλος ο Α',πρόσφερε καταφύγιο στους περισσότερους Ιππότες στην Αγία Πετρούπολη,μια πράξη που αποτέλεσε αφετηρία για την Ρωσική Παράδοση των Ιπποτών του Ξενώνα καθώς και για την αναγνώριση του Τάγματος ανάμεσα στα υπόλοιπα Ρωσικά τάγματα.Οι εγκατεστημένοι στην Αγία Πετρούπολη ιππότες,εξέλεξαν τον Τσάρο Παύλο ως Μέγα Μάγιστρο(μετά την παραίτηση του φον Χόμπες). Ως μάγιστρος ο Παύλος δημιούργησε, πέρα από το ΡωμαιοΚαθολικό κοινόβιο,το "Μεγάλο Ρωσικό Κοινόβιο", το οποίο "μετρούσε" 118 ταξιαρχίες/περιφέρειες με "τάξεις" ανοιχτές σε όλους τους Χριστιανούς, επισκιάζοντας το υπόλοιπο τάγμα.Η εκλογή του Παύλου παρόλα αυτά ποτέ δεν επικυρώθηκε από το Βατικανό και συνεπώς παρέμεινε "de facto"και όχι "de jure" Μάγιστρος του Τάγματος.
Στην αρχή του 19ου αιώνα, το τάγμα είχε πλέον αποδυναμωθεί σοβαρά λόγω της απώλειας των κτήσεων σε όλη την Ευρώπη.Μόλις το 10% του εισοδήματος του τάγματος προερχόταν πλέον από πηγές εντός της Ευρώπης, με το υπόλοιπο 90% να προέρχεται από το "Μεγάλο Ρωσικό Κοινόβιο" μέχρι το 1810. Αυτό αντικατοπτριζόταν στο γεγονός ότι από το 1805 ως το 1879 το τάγμα διοικούνταν από Ρώσους Υπολοχαγούς παρά μάγιστρους, μέχρι τον διορισμό από τον πάπα Λέοντα τον ΙΓ' ενός νέου μάγιστρου στο τάγμα. Από αυτό το σημείο και μετά, το τάγμα μετατράπηκε σε ανθρωπιστικό και θρησκευτικό οργανισμό. Η ιατρική περίθαλψη, η αυθεντική "αποστολή" του Τάγματος, ήταν και πάλι η κύρια ασχολία του. Οι ιατρικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες του Τάγματος, που αναπτύχθηκαν σε μεγάλη κλίμακα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντατικοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπό τον μάγιστρο Φρα Λουδοβίκο Τσίγκι ντε λα Ροβέρε Αλμπάνι(1931-1951).
Το Τάγμα πρόσφατα εγκατέστησε ένα παράρτημα στη Μάλτα, μετά την υπογραφή ενός σχετικού συμβολαίου με την εκεί κυβέρνηση, με το οποίο του παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση του οχυρού Σαντ' Άντζελο για 99 χρόνια. Σήμερα, μετά την αναστήλωσή του,το οχυρό φιλοξενεί ιστορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, που σχετίζονται με το Τάγμα της Μάλτας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου