Το φαινόμενο της πειρατείας συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση και την ανάπτυξη της ναυτιλίας. Από τότε που οι άνθρωποι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα θαλάσσια ταξίδια —όχι μόνον «κατ εμπορίαν» αλλά και «θεωρίαν»— έχουμε μαρτυρίες για αρπαγές και ληστείες στο θαλάσσιο χώρο.
καθώς οι κλέφτες που γυρνούν στα πέλαγα και φέρνουν
στους ξένους τόπους συμφορές και τη ζωή τους παίζουν;…»
(μετάφρ. Ζ. Σιδέρη)
Τον 5ο αι. που η Αθήνα φτάνει στο αποκορύφωμα της ακμής της και η Α’ Αθηναϊκή συμμαχία μετατρέπεται σε ηγεμονία των Αθηνών, το φαινόμενο της πειρατείας παρουσιάζει ύφεση, καθώς οι Αθηναίοι επιβάλλουν την κυριαρχία τους στο χώρο του Αιγαίου. Την περίοδο όμως του Πελοποννησιακού πολέμου, εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων και της πολιτικοοικονομικής αστάθειας αυτών που συμμετείχαν στον πόλεμο, η πειρατεία ανθεί. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες επιδίδονται και οι ίδιοι σε ληστρικές επιδρομές ο ένας εναντίον του άλλου.
Πάντως τα πειρατικά πλοία συχνά υπερείχαν από τα άλλα σε δύναμη και σε πλήρωμα. Οι πειρατές χρησιμοποιούσαν μικρά σχετικά σκάφη, με μέσο όρο σαράντα κανόνια αλλά με πλήρωμα πολυάριθμο. Οι «φούστες», μικρά και ευκίνητα πλοία, που εξορμούσαν από τη Β. Αφρική, χαρακτηρίζονται από τον Κ. Σάθα στον πρόλογο του στο Χρονικό του Γαλαζειδίον ως «πλοία του Σατανά».
σ’ ούλον τον κόσμο ανάτειλε, σ’ ούλη την οικουμένη
στω Μπαρμπαρέσω τις αυλές, ήλιε μην ανατείλεις.
Κι αν ανατείλεις, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις,
γιατί έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους
και θα γραθούν οι γιαχτίδες σου πο τω σκλαβώ τα δάκρυα. “
(δημώδες)
<<Για κούρσο ετοιμάζομαι, ρε μάνα για να πάω,
τον κίνδυνο μοιράζομαι, δεν έχω τι να φάω.
Η φτώχεια με κατάντησε, τα πλοία να κουρσεύω,
να περπατώ στα κύματα, εχθρούς μου να μαγεύω.
Αφήνω την σπηλιάκα μου, και την αητοφωλιά μου,
μαζί με τα συντρόφια μου, και την αρματωσιά μου.
Ξανοίγομαι στα πέλαγα, στης βάρκας μου το χάδι,
και σαν γυρνώ στο Βοίτυλο, την κουβαλά καράβι.
Ανθρώπους δεν σκοτώνουμε, πεθαίνουν απ’ τον τρόμο,
άλλοι βουτούν στην θάλασσα ανοίγοντας τον δρόμο.
Και το καράβι παρατούν, στα χέρια τα δικά μας,
και ‘μεις ανοίγουμε πανιά, να πάμε στην σπηλιά μας.
Την κουρελού να στρώσουμε, και φως με την λυχνάρα,
τον κούρσο να μοιράσουμε, χωρίς φωνή κι αντάρα.
Η φτώχεια τους κατάντησε, τα πλοία να κουρσεύουν,
ολημερίς στα πέλαγα, τον κούρσο τους γυρεύουν.
Αν τύχη και με πάρουνε τα όπλα των εχτρών μου,
στο Βοίτυλο μη κλάψουνε, στους πύργους των δικών μου.
Από μικροί ‘μεις μάθαμε, θάνατο ν’ αψηφάμε,
και μες την μάνα θάλασσα, να ζήσουμε ζητάμε.
Εκεί θ’ αφήσω την πνοή, που μου ‘δωσε η φύση.
και το ταλαίπωρο κορμί, τα ψάρια θα ταΐσει.Η θάλασσα αντρειεύεται
κι όλο παλεύει με τους βράχους
έτσ’ αντρειεύομαι κι εγώ
κι όλο παλεύω με τους Βλάχους
και τα βουνά αντρειεύονται
κι όλο παλεύουν με τα χιόνια
ετσά κι εγώ με τους οχτρούς
θα αντρειεύομαι αιώνια
και η Τουρκιά δεν πάτησε,
σ’ ούλη της Μάνης τα χωριά
τί άλλο καλό δεν μάθαμε,
πιο κάλιο από την λευτεριά.>>
Πρόκειται για παραδοσιακό μανιάτικο τραγούδι που τραγουδιόταν
πριν από τετρακόσια χρόνια από Μανιάτες πειρατές.
- Το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα η πειρατεία οργίαζε κυριολεκτικά. Εδώ θα παρακολουθήσουμε τη σχετική καταστρεπτική δράση της στο Αιγαίο.
- Η Νάξος, ως το μεγαλύτερο Κυκλαδονήσι και σχετικά πλουσιότερο, κυρίως στην κτηνοτροφία, δοκίμασε τις συχνότερες επιθέσεις τους.
- Στην Αστυπάλαια παίχθηκε μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ιστορίας της πειρατείας στο Αιγαίο. Σε επιδρομή του Εξωμότη πρώην χριστιανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, από την Μυτιλίνη, Ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ολοκληρωτικά αφανίζεται.
- 1724, 24 Οκτωβρίου: «Ερχόμενος ο καραβοκύρης ο Παναγιώτης της Περέτας με την σακολέβαν εις την Αξίαν, έτυχε από ριζικόν ανάμεσα την Μύκονον και την Αξίαν και τους έπιασε και τους σκλάβωσε ο Καπετάν Τζουανίνος με το καράβιν του και καπετάν Αντώνης με μιαν ταρτάνα και τους επήρεν ό,τι κι αν είχαν άσπρα, πράμα και τα ρούχα τους και τους άφησαν το καΐκι με τους ανθρώπους γυμνούς και ήλθαν εδώ εις την Αξίαν καθώς όλοι τους είδασιν».
- 1808, 15 Δεκεμβρίου: «Νύχτα επιτεθήκανε οι σπαντίδοι σ’ ένα άλλο καΐκι του Μιχελή Ρεΐζη, λίγο έξω από την Τήνο, ενώ αρμένιζε για την Αξία. Οι κουρσάροι σέρνοντας κατόπιν το πλεούμενο, φτάσανε στην Αντίπαρο. Εκεί ληστέψανε όλους τους επιβάτες του και δεν τους άφησαν παρά μόνον την ψυχήν και τα παλαιόρουχα που φορούσαν».
- Ναξία, 1816, 2 Απριλίου: «Ένα άλλο κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές σε επιδρομή του στη Σκινούσα αιχμαλωτίζει μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γιωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, σαν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Ξεγυμνώνουν τον Μπαρδάκα με τη συντροφιά που έρχεται στη Χώρα της Νάξου» (Bislut, «Archipelagus turbatus», Istanbul 1982).
- Από ανέκδοτο ημερολόγιο του αγγλικού προξενείου στη Νάξο στα 1811 μαθαίνουμε για το Γάλλο κουρσάρο Τζουστινιάνι και τη δράση του στη Νάξο. Ο κουρσάρος Tζουστινιάνι, σύμφωνα με επιστολή τής 30ής Ιουλίου του 1812 κάποιου Αξιώτη, «τρεις μήνες εδώ κατακαθητός με τα αρμαμέντα του και πιάνει και ψηλαφά τα γράμματα -σαν να ήταν κύριος πλέον του τόπου, καθώς θέλετε πληροφορηθεί εις πλάτος από τα γράμματα όπου σας στέλνω με τον κουρσαμένον πραγματευτήν ονόματι Εμμανουήλ Σεργόπουλον και εκ στόματος του Mr Cardrigt, πραγματευτού Εγγλέζου, όπου εκουρσάθη ωσαύτως απ’ έξω από την Μήλον από ένα άλλον κουρσάρικον με παντιέρα ιτάλικα…».
- 1734, Πάρος. Υπήρξαν περιπτώσεις κουρσάρων και πειρατών που βαριεστημένοι από την πειρατική ζωή, αποφάσιζαν, αφού παντρεύονταν στα νησιά, να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Για να νομιμοποιήσουν όμως αυτόν τον αποχρωματισμό τους, ιδιαίτερα οι πειρατές, έπρεπε να εφοδιαστούν με κατάλληλο έγγραφο από τη νοταρία του τόπου τους. Τέτοια έγγραφα έχουμε αρκετά των ετών 1734, 1741, 1744 κ.ά.
- Σύρος, 1720. Στα 1720 «οι επιδραμόντες κουρσάροι επέτυχον να συλλάβουν τον παρεπιδημούντα τότε επί της νήσου καδήν και η Κοινότης ηναγκάσθη τους μεν κουρσάρους να ταΐσει και να περιποιηθεί, να εξαγοράσει δε τα ενδύματα του καδή χωρίς όμως να εξαγοράσει και τον ίδιον».
- Στα 1723 οι Συριανοί πιάνουν αιχμαλώτους δύο κακότροπους σπαντίδες (πειρατές) και τους στέλνουν στους Τούρκους, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν. Δεν έστειλαν όμως μαζί και τα όπλα τους και οι Τούρκοι τους απείλησαν να τα στείλουν αμέσως. Πολλές φορές οι Συριανοί βοηθούσαν τους Φράγκους κουρσάρους σε βάρος των Τούρκων κι αυτό φυσικά οι Τούρκοι δεν τ’ άφηναν ατιμώρητο.
- Από έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1723, μαθαίνουμε ότι ο καραβοκύρης Κωνσταντίνος Βουτζίνος «όπου επήγαινε στο ταξίδι στην Αξιά επιάστηκε από τους αναθεματισμένους τους κουρσάρους και τους έγδυσαν και τους τραβούσαν έως τις Δήλες».
- Σε άλλο έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Όμως με το να ευρεθούνε οι καταραμένοι οι κουρσάροι στο δρόμο τσ’ επιάσανε και τις εγδύσανε και χαθήκανε και τ’ άσπρα. Παρεκτός είχεν του γράψει η λεγομένη Νικολέττα να μην κακοκαρδίζεται πως εχαθήκανε τ’ άσπρα εωσότις η ζημία είναι δική της. Πολλάκις δε οι συλλαμβανόμενοι εδουλώνοντο και διά την εξαγοράν των εχρεούντο οι οικείοι των μεγάλα ποσά ή παρέμενον σκλάβοι επί έτη. Οι κάτοικοι της πτωχής νήσου μας καθ’ όλην την διάρκειαν της τουρκοκρατίας εβίωσαν υπό την διαρκήν απειλήν πειρατών, κουρσάρων και πάσης φύσεως κλεπτών, κακοποιών και επιδρομέων καθιστώντας την διαβίωσίν των πολύ περισσότερον δραματικήν παρ’ όσον αυτή αύτη η τουρκική δεσποτεία».
- Στους πρώτους μήνες του Ρωσοτουρκικού πολέμου παρατηρήθηκε έντονη πειρατική δράση στο Αιγαίο. Οι κυριότεροι πειρατές ήταν την εποχή αυτή οι Σφακιώτες και οι Αλβανοί, που μαζί επιτέθηκαν στα 1770 στη Σύρο. Την επιδρομή αυτή περιγράφει ο ιστορικός της Σύρου, πατέρας Δελλαρόκας.
- Στα 1771 ο τρομερός πειρατής, η φοβερή μάστιγα της εποχής, ο λήσταρχος Μητρομάρας, ο ατρόμητος, με 32 Αλβανούς προέβη σε επιδρομή κατά της Σύρου για να τη λεηλατήσει. Πληγώθηκε όμως από το νέο Αντ. Ρώσση και υποχρεώθηκε να φύγει.
- Το 1772 ο ρωσικός στόλος καταδίωξε συστηματικά τους πειρατές, που για ένα διάστημα φάνηκε να έχουν εξαφανιστεί…
- Πολλά έγγραφα αναφέρονται σε διάφορες πειρατικές επιδρομές σε απόμερους κάβους. αλλά και μες στο ίδιο το λιμάνι της Σύρου. Διάφοροι πειρατές και κουρσάροι άρπαζαν πλοία με το φορτίο τους και τα μεταπουλούσαν κατόπιν στους κατοίκους του νησιού ή σε διάφορους καραβοκύρηδες, συνελλάμβαναν αιχμαλώτους Τούρκους για να πάρουν κατόπιν λύτρα για την εξαγορά τους και γενικότερα λεηλατούσαν το νησί ανάλογα με τα γούστα τους.
- Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 1781 οι επίτροποι της Σύρου παρακαλούν τον Δημητράκη Μαυρογένη, βοεβόδα της Μυκόνου, να πληροφορήσει τον καπουδάν πασά, πως στις 28 Ιουλίου του 1781 Μαλτέζοι πειρατές απήγαγαν από το λιμάνι της Σύρας ένα σαμπίκο κρητικό, φορτωμένο σαπούνι και λάδι, σε συνεννόηση και με τις πλάτες των Τούρκων.
- Στις 19 Νοεμβρίου 1787, η Σύρος διατρέχει νέο κίνδυνο λεηλασίας και καταστροφής της από Καρυστινούς και άλλους πειρατές. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της στέλνουν εσπευσμένα επιστολή προς τους Τούρκους ζητώντας την προστασία του νησιού τους από τους πειρατές.
- Στις 23 Φεβρουαρίου του 1795, ωστόσο, ο Τούρκος καπετάνιος Αλής συγκρούστηκε με Μαλτέζους πειρατές, πάλι μες στο λιμάνι της Σύρου, με αρκετές απώλειες κι από τα δύο μέρη.
- Οι επιδρομές των κουρσάρων στη Σύρο, καθώς και στα γύρω ξερονήσια, ήταν συχνές και καταστροφικές. Άρπαζαν και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κυρίως ζώα, πλεούμενα, έγδυναν σπίτια, σκότωναν ανθρώπους. Από έγγραφο της 31ης Μαρτίου 1811 μαθαίνουμε πώς «ο Συριανός έμπορος Λινάρδος Βαμβακάρης αγόρασε σε πλειστηριασμό από έναν κουρσάρο στο λιμάνι της Σύρου μια μπομπάρδα φορτωμένη κρασί και πώς στη συνέχεια ένα εγγλέζικο μπρίκι μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύρου και βρίσκοντας την κουρσεμένη μπομπάρδα, την κατέλαβε και τη ρυμούλκησε στη Σμύρνη, όπου παρέπεμψε και το διαμαρτυρόμενο αγοραστή να πάει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του».
- Ο καπουδάν πασάς συχνά έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο για καταδίωξη των πειρατών. Όμως αυτό σήμαινε φορολογία των νησιωτών γι’ αυτό το σκοπό ή και καταστροφές από τους Τούρκους του πασά.
- Πολλές παραδόσεις μιλούν γι’ αυτές τις επιθέσεις και άλλες στη Σύρο. Λένε ακόμη ότι ο Αϊ-Γιώργης ήταν προστάτης της Σύρου, όπως αναφέρεται και σε σχετικό δημοτικό τους τραγούδι.
«Αϊ μου Γιώργη φύλακα, απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου γιούργιαρε τσι εχθροί μας.
Γύρω τριγύρω στο νησί πλανάρου οι γαλιώτες κι αφνήδια μας προβαίνουσι και μας πατούν οι κλέφτες.
Και μπένου μέσ’ τις μάντρες μας, αρνιά δεν μας αφήνουν,
τα πιο καλά μας πράματα τα τρώσι και τα πίνουν.
Οι Τουρκοκλέφτες είν’ αυτοί που μας εβασανίζουν
και τη ζωή μας πολλωνώ μας τήνε υστερίζουν.
Λυπήσου Αϊ-Γιώργη μας εμάς και τα παιδιά μας
Και γλύτωσέ μας γρήγορα από τα βάσανά μας.
Αϊ-Γιώργη Καππαδόκε αδικοσκοτωμένε
και διά την πίστι του Χριστού σκληρά βασανισμένε.
Λυπήσου ναι και μας που βλέπεις τι τραβάμε
διαφέντεψέ μας Άγιε μας να σε δοξολογάμε». - Η δραματική αυτή επίκληση της βοήθειας του προστάτη της Σύρου Αγίου Γεωργίου για τη σωτηρία των δεινοπαθούντων από τις πειρατικές επιδρομές άτυχων Συριανών δίνει μια καθαρή εικόνα του δράματος, των βασάνων, των μαρτυρίων που υφίσταντο τότε οι γεωργοί της Σύρου.
Η πειρατεία στη Σύρο, όπως και στις άλλες Κυκλάδες, σταμάτησε, όπως προαναφέραμε, στα χρόνια του Καποδίστρια με τη δραστηριότητα εναντίον τους του ναυάρχου Μιαούλη. Το στήσιμο του αγάλματός του στην ομώνυμη πλατεία της Ερμούπολης, μπροστά από το δημαρχείο, ασφαλώς δεν είναι άσχετο και με την προσφορά αυτή του Μιαούλη στη Σύρο.- Πειρατείες υφίστατο και η Αμοργός, καθώς και τα γύρω νησάκια. Είδαμε έγγραφο της 2ας Απριλίου του 1816, σύμφωνα με το οποίο ένα κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές, σε επιδρομή τους στη Σχοινούσσα, αιχμαλωτίζει μια ναξιώτικη βάρκα του Γιωργάκη Μπαρδάκα.
Διάφορα έγγραφα και παραδόσεις δείχνουν πόσο υπέφερε παλιότερα το νησί της Αμοργού και τα γύρω νησάκια από τους ποικιλώνυμους πειρατές και τις ληστρικές επιδρομές τους. Η ζωή των Αμοργιανών, η τιμή και η περιουσία τους βρίσκονταν, την οποιαδήποτε ώρα, εκτεθειμένες στις άγριες διαθέσεις των ληστρικών κουρσάρων. Μια ζωή μαρτυρική, που σήμερα έμεινε πια στη μνήμη μας σαν θρύλος μακρινός και παραμύθι. - Η Φολέγανδρος στα 1715, η Κίμωλος, η Μήλος και οι άλλες Κυκλάδες υπέστησαν τα πάνδεινα από μέρους των άπληστων πειρατών και κουρσάρων, των γνωστών την εποχή αυτή ως «κλεφτοσφουγγαράδων».
- «Η ετήσια επίσκεψις του ναυάρχου καπουδάν πασά εις τας Κυκλάδας -λέει ο Χ. Μουστάκας- και αι αιφνίδιαι πειρατών τινών αποβάσεις, διετήρουν τα πνεύματα εις ταραχήν τούτου δ’ ένεκεν νύκτα και ημέραν φρουροί εφ’ υψηλών σημείων της νήσου ιστάμενοι εφύλαττον τους κατοίκους, ειδοποιούντες τούτους περί της παρουσίας πειρατικού πλοίου, οπότε οι κάτοικοι έσπευδον να κλεισθώσιν εντός του Κάστρου μετά των ζώων αυτών, κλείοντες και τας πύλας».
- Η Μήλος, εξαιτίας της επίκαιρης θέσης της -πέρασμα για Σμύρνη και Πόλη- αλλά και σαν καλό αραξοβόλι κι ορμητήριο για λεηλασίες, έγινε φωλιά πειρατών τόσο ντόπιων όσο και ξένων, σ’ όλο το διάστημα του 18ου ως το 19ο αιώνα. Στο τέλος του 18ου τόσο η Μήλος όσο και η Κίμωλος είχαν μεταβληθεί σε άντρο των πειρατών οι οποίοι διέτριβον στην Κίμωλο «ως και εν Μήλω καθ’ όλον τον χειμώνα διάγοντες εν ποτοίς και ευωχίαις και πάση άλλη ασωτία και κραιπάλη».
Ο πρόξενος της Ολλανδίας στη Μήλο Ταταράκης σε επιστολές του προς τον πρεσβευτή του στην Πόλη στα 1748, 1751, 1754, 1761, 1787, 1815 διεκτραγωδεί τα βάσανα που υφίστανται οι κάτοικοι της Μήλου και ο ίδιος από τους αδίστακτους πειρατές και κουρσάρους.
Τελικά και στη Μήλο το τελικό κτύπημα εναντίον των πειρατών δόθηκε επί Καποδίστρια από το ναύαρχο Μιαούλη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου