Στα τέλη του 16ου αιώνα χριστιανοί πειρατές έκαναν την εμφάνισή τους στην ανατολική Μεσόγειο, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βέρβερους και Οθωμανούς. Οι χριστιανοί κουρσάροι βρίσκονταν συνήθως στην υπηρεσία του πάπα, των Ισπανών αντιβασιλέων της Νάπολης και της Σικελίας, καθώς και των Μεδίκων της Φλωρεντίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μέδικοι της Φλωρεντίας χρηματοδότησαν πάρα πολλές κουρσάρικες επιδρομές ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κινητήρια δύναμη σε αυτές τις επιδρομές υπήρξε το Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, που ιδρύθηκε το 1561 στην Πίζα και το χρηματοδοτούσε με προσωπικά του κεφάλαια ο εκάστοτε Δούκας της Φλωρεντίας. Το 1608 τα λάφυρα μόνο των οκτώ ιστιοφόρων της Φλωρεντίας ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό του ενός εκατομμυρίου δουκάτων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Μεγάλη Δούκισσα Χριστίνα, πριγκίπισσα της Λορένης, χρησιμοποίησε όλα τα χρήματα της προίκας της για την κατασκευή ιστιοφόρων, που θα ταξίδευαν και θα κούρσευαν με τα προσωπικά της εμβλήματα. Η πειρατεία αποτελούσε εκείνη την εποχή εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση.
Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι Ισπανοί αντιβασιλείς της Νάπολης και της Σικελίας. Κύριος εκφραστής αυτής της πολιτικής υπήρξε ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν, ο Δούκας της Οσούνας. Κατά τη δεκαετή θητεία του ως αντιβασι-λέας της Νάπολης δημιούργησε ίσως τον μεγαλύτερο χριστιανικό κουρσάρικο στόλο της εποχής και τον χρηματοδοτούσε ο ίδιος. Στη Νάπολη είχε συγκεντρωθεί η αφρόκρεμα των χριστιανών κουρσάρων. Οι επιδρομές του στο αρχιπέλαγος δεν είχαν στόχο μόνο το κέρδος, αλλά και την πρόκληση όσο το δυνατόν περισσότερων ζημιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την παράλυση του εμπορίου της και την αύξηση του κύρους της Ισπανίας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη, που προσπάθησε ακόμα και να καταλάβει την ίδια τη Βενετία· την τελευταία στιγμή όμως τα σχέδιά του αποκαλύφθηκαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αιτία της πτώσης του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Δούκας της Τοσκάνης όσο και ο αντιβασιλέας της Νάπολης είχαν στενές σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο. Οι εντολές που έδιναν στους καπετάνιους των πλοίων τους ήταν σαφείς: να μην επιτίθενται σε ελληνικά πλοία ούτε να πλήττουν τα χωριά και τις περιουσίες των Ελλήνων. Αντίθετα μάλιστα, τους παρότρυναν να παρέχουν στους Έλληνες κάθε δυνατή βοήθεια και να καλλιεργούν το ε παναστατικό πνεύμα τους ενάντια στους Τούρκους. Δεν είναι λίγες οι καταγραφές που αναφέρουν ότι ισπανικές γαλέρες αλλά και γαλιόνια της Φλωρεντίας εφοδίασαν τους κατοίκους της Μάνης με μπαρούτι, αρκεβούζια και άλλα πολεμοφόδια. Η πολεμική ενίσχυση που πρόσφεραν όμως στη Μάνη έκρυβε ένα κρυφό σχέδιο: είχαν την ελπίδα ότι οι Μανιάτες τελικά θα απογοητεύονταν από τις συνεχείς συγκρούσεις και θα μετανάστευαν στην Τοσκάνη και στη Νάπολη. Στις εν λόγω περιοχές υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, προκειμένου να καλλιεργηθούν τα χωράφια και να αρχίσουν να αποδίδουν. Το σχέδιό τους όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Εξάλλου, η πολιτική της Βενετίας ήταν αντίθετη, καθώς επιδίωκε την παραμονή των Μανιατών στην πατρίδα τους, επειδή οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια τους για ανεφοδιασμό και ως καταφύγιο. Επίσης, συχνά πυκνά κατέφευγαν στη Μάνη για να επανδρώσουν τις γαλέρες τους.
Παρά την έντονη πειρατική δράση στα επόμενα τριάντα χρόνια μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, ξεκίνησε πιο συστηματικά ο επανεποι-κισμός των νησιών από χριστιανικούς, ελληνικούς και αλβανικούς πληθυσμούς, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο. Εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι των νησιών άρχισαν να παίρνουν κάποια μέτρα προστασίας για να μπορούν να προφυλάσσονται από τις πειρατικές επιδρομές. Απομακρύνθηκαν από τα παράλια και μετοίκησαν στα βουνά, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν καλύτερα την έλευση πειρατικών πλοίων. Επίσης, για την καλύτερη προστασία τους άρχισαν να χτίζουν κάστρα. Συνήθως ήταν μικρά και μπορούσαν να φιλοξενήσουν περιορισμένο αριθμό κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου όμως έγιναν μεγαλύτερα και μπορούσαν να συντηρήσουν σχεδόν όλους τους κατοίκους του εκάστοτε νησιού για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λόγω του περιορισμένου χώρου των κάστρων, οι κάτοικοι έχτιζαν ψηλές κατοικίες και οι δρόμοι ήταν στενοί για οικονομία χώρου. Ένα άλλο μέτρο που λάμβαναν οι νησιώτες ήταν ότι έχτιζαν τα χωριά τους με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ώστε οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών να σχηματίζουν οχυρωμένα τείχη. Μέσα στον οικισμό υπήρχαν πολλά στενά και δαιδαλώδη δρομάκια, τα οποία οι κάτοικοι γνώριζαν καλά, όχι όμως και οι επιδρομείς. Επίσης, οι κάτοικοι έσκαβαν κρύπτες στα σπίτια τους και έκρυβαν εκεί τα πολύτιμα αγαθά τους ή κρύβονταν και οι ίδιοι για να μη συλληφθούν από τους πειρατές.
Πολλά νησιά του Αιγαίου γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση, διότι αναδείχθηκαν ως σταθμοί μεταπρατικού εμπορίου, καθώς και ορμητήρια για τους πειρατές και τους κουρσάρους που δρούσαν στο αρχιπέλαγος. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούσαν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονταν με τους πειρατές προσφέροντας ασφαλές καταφύγιο, φτηνή διασκέδαση και αγορά για τα προϊόντα της πειρατείας. Η Μήλος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν το σημαντικότερο λιμάνι στο Αιγαίο, ένα από τα κυριότερα κέντρα πειρατικού εμπορίου, και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από χριστιανούς κουρσάρους και πειρατές. Η Μήλος αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα από τα βασικότερα πειρατικά ορμητήρια των Κυκλάδων. Η δύναμη που απέκτησε ήταν τέτοια, ώστε όταν το 1670 ο οθωμανικός στόλος προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη στο νησί, εκδιώχθηκε από τους ίδιους τους πειρατές. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μήλος κατάφερε να ανακηρυχθεί το μοναδικό πειρατικό κράτος στον κόσμο, υπό την εξουσία του διαβόητου Ιωάννη Καψή. Στις αρχές του 17ου αιώνα έμποροι, μι-κροτραπεζίτες αλλά και μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις της Ευρώπης έστελναν εκεί αντιπροσώπους για να διαπραγματευτούν την αγορά των προϊόντων της πειρατείας σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Τα κυριότερα λάφυρα της πειρατείας ήταν οι άνθρωποι γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κωπηλάτες στις γαλέρες, να πουληθούν ως σκλάβοι ή να εξαγοραστούν από τους συγγενείς τους, ειδικά εάν ήταν εύπορα πρόσωπα. Πρέπει να τονιστεί ότι η εξαγορά των αιχμαλώτων ήταν μία από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν και η αιτία που συγκροτήθηκαν ειδικά ταμεία από τους Έλληνες, για να μπορούν να προσφέρουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό («σκλαβιάτικα») για την εξαγορά των αιχμαλώτων. Στη δυτική Ευρώπη είχαν δημιουργηθεί εταιρείες για την εξαγορά αιχμαλώτων από τους πειρατές. Όταν ένας σκλάβος κατάφερνε να πληρώσει τα λύτρα που του ζητούσαν, τότε απελευθερωνόταν και του χορηγούσαν ένα πιστοποιητικό («τε-σκερές»), με το οποίο ο ιδιοκτήτης του σκλάβου βεβαίωνε ότι είχε λάβει τα λύτρα.
Σημαντικά λάφυρα επίσης ήταν τα ζώα και οι σοδειές, γιατί μπορούσαν να εκποιηθούν άμεσα και ταυτόχρονα να θρέψουν το πλήρωμα του εκάστοτε πειρατικού πλοίου. Άλλη αξιόλογη λεία ήταν τα εμπορεύματα, ιδιαίτερα τα πολύτιμα, που μετέφεραν τα εμπορικά πλοία. Βέβαια, οι πειρατές που τα άρπαζαν δεν μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδος ανάλογο με την αξία τους. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι επιθυμούσαν να βγάλουν το κέρδος της λείας τους γρήγορα, με αποτέλεσμα να εκποιούν τα εμπορεύματα σε πολύ μικρότερη τιμή από την πραγματική τους αξία.
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη βενετοτουρκική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον την Κρήτη, που βρισκόταν υπό βενετική κατοχή και αποτελούσε την τελευταία μεγάλη κτήση της Βενετίας. Η Κρήτη κατακτήθηκε γρήγορα από τους Οθωμανούς, αλλά η τελευταία ελεύθερη πόλη της, ο περίφημος Χάνδακας, πολιορκήθηκε για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι ο Μοροζίνι να συνθηκολογήσει και να τον παραδώσει στους Οθωμανούς. Η πολιορκία του Χάνδακα έγινε για την Ευρώπη σύμβολο της αντίστασης κατά του οθωμανικού επεκτατισμού, ενώ αποτελεί και τη μακροβιότερη πολιορκία στην ιστορία. Στο πλαίσιο των βενετοτουρκικών πολέμων πολλοί πειρατές και κουρσάροι, ανάμεσά τους και Έλληνες νησιώτες, επετίθεντο και στις δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, γεγονός που αποτέλεσε ένα νέο είδος ναυτικού πολέμου στο Αιγαίο.
Το 17ο αιώνα τρεις κυρίαρχες δυνάμεις λειτουργούσαν παράλληλα και ανταγωνιστικά, προσπαθώντας να κερδίσουν το έπαθλο που λεγόταν αρχιπέλαγος: οι Οθωμανοί, οι Βενετοί και οι πειρατές. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμόρφωσε ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου· αναπτύχθηκε ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυπήρχε με την πειρατεία. Με την οριστική λήξη των βενετοτουρ-κικών πολέμων το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, άρχισε και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθούσε να υφίσταται, φαίνεται όμως ότι είχε ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.
Τον 18ο αιώνα στόχος των χριστιανών κουρσάρων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία συνεργάζονταν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυριαρχούσαν. Ταυτόχρονα, η Ρωσία προωθούσε τα επεκτατικά σχέδιά της προς τον Νότο, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιούνταν και Έλληνες νησιώτες ως κουρσάροι. Η Γαλλία βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα, καθώς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη δημιουργούσαν συμμαχίες προσπαθώντας να διακόψουν τη συνεχώς εντεινόμενη επεκτατική πολιτική των Γάλλων. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας άλλαξε· στόχος πλέον ήταν κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, υπό αυτές τις νέες συνθήκες, αναπτύχθηκε μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη που λειτουργούσε στα όρια μεταξύ εμπορίου και πειρατείας στις αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες. Αυτή ανέλαβε και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Στα τέλη του 18ου αιώνα εκμεταλλεύτηκε τις ρωσοτουρκικές και αγγλογαλλικές συγκρούσεις, και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα σχεδόν μονοπωλούσε την εμπορική κίνηση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Οι Έλληνες μέσα από την πειρατεία κατόρθωσαν να αποκτήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μπορέσουν να κατασκευάσουν μεγάλα ιστιοφόρα, κάτι που δεν τους επέτρεπε η Πύλη. Αυτά τα πλοία τα χρησιμοποίησαν κυρίως για εμπόριο, δημιουργώντας έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους της Μεσογείου. Ως έμποροι, ρίσκαραν συνεχώς αναλαμβάνοντας μεταφορές που οι ξένοι ανταγωνιστές τους δεν τολμούσαν να πραγματοποιήσουν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι έσπαγαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών και των ισπανικών ακτών συνεχώς και τους εφοδίαζαν με τρόφιμα, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Πρέπει να τονιστεί ότι η πειρατεία πρόσφερε στους Έλληνες την πολεμική πείρα και τα απαραίτητα κεφάλαια, ώστε να είναι άκρως ετοιμοπόλεμοι για την Επανάσταση του 1821. Μέσα από την πειρατεία προέκυψαν η ελληνική ναυτιλία και το ελληνικό εμπόριο. Οι Έλληνες πειρατές ασκούσαν πειρατεία με σκληρότητα αλλά ταυτόχρονα με φαντασία και μεράκι. Η σχεδόν μυθιστορηματική πολλές φορές δράση τους δεν παύει να ασκεί μια έντονη γοητεία. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Έλληνες έπρεπε να αντισταθούν στους Οθωμανούς κατακτητές για να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους, και μια μορφή αντίστασης που επέλεξαν ήταν η πειρατεία.
http://www.topontiki.gr/articles/view/8804 Πηγή: Κατερίνα Καριζώνη,Λεωνίδας Γουργουρίνης,Χάρης ΓιαννόπουλοςΠειρατεία στη Μάνη και στη ΜεσόγειοΕκδόσεις: Αδούλωτη Μάνη,Γ. Λ. ΔημακογιαννηςΣελ.: 158
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου