Για κούρσο ετοιμάζομαι, ρε μάνα για να πάω,τον κίνδυνο μοιράζομαι, δεν έχω τι να φάω.
Η φτώχεια με κατάντησε, τα πλοία να κουρσεύω,να περπατώ στα κύματα, εχθρούς μου να μαγεύω.
Αφήνω την σπηλιάκα μου, και την αητοφωλιά μου,μαζί με τα συντρόφια μου, και την αρματωσιά μου.
Ξανοίγομαι στα πέλαγα, στης βάρκας μου το χάδι,και σαν γυρνώ στο Βοίτυλο, την κουβαλά καράβι.
Ανθρώπους δεν σκοτώνουμε, πεθαίνουν απ’ τον τρόμο,άλλοι βουτούν στην θάλασσα ανοίγοντας τον δρόμο.
Και το καράβι παρατούν, στα χέρια τα δικά μας,και ’μεις ανοίγουμε πανιά, να πάμε στην σπηλιά μας.
Την κουρελού να στρώσουμε, και φως με την λυχνάρα,τον κούρσο να μοιράσουμε, χωρίς φωνή κι αντάρα.
Η φτώχεια τους κατάντησε, τα πλοία να κουρσεύουν,ολημερίς στα πέλαγα, τον κούρσο τους γυρεύουν.
Αν τύχη και με πάρουνε τα όπλα των εχτρών μου,στο Βοίτυλο μη κλάψουνε, στους πύργους των δικών μου.
Από μικροί ’μεις μάθαμε, θάνατο ν’ αψηφάμε,και μες την μάνα θάλασσα, να ζήσουμε ζητάμε.
Εκεί θ’ αφήσω την πνοή, που μου ’δωσε η φύση.και το ταλαίπωρο κορμί, τα ψάρια θα ταΐσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου